Ο ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΣ (2015)
(PARTISAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άριελ Κλάιμαν
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Γκάρι Τσάμπριελ, Φλοράνς Μετζαρά, Άλεξ Μπαλαγκάνσκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ένας φτωχοδιάβολος «ρίχνει» σε μαιευτήριο την κακοποιημένη single μάνα ενός νεογέννητου, το οποίο 11 χρόνια μετά γιορτάζει τα γενέθλιά του. Είναι το καμάρι του κρυμμένου στα περίχωρα ερειπιώδους άστεως κοινοβίου τους και μεγαλύτερο σε ηλικία από τα κουτσούβελα ενός multi-culti γυναικωνίτη, που επιβιώνει χάρη στη φροντίδα (και την υπακοή στις θετικές αξίες) του πατερούλη τους – και την περιστασιακή έξοδο των κούτσικων ως επί πληρωμή δολοφόνων στη ζούγκλα της ασφάλτου. Δύο αφίξεις θα ανοίξουν τα μάτια τού «αστεριού», προτού κλονίσουν τον δεσμό του με τον κηδεμόνα. Θα αλλάξουν το αύριό του(ς);
Δημιουργοί απ’ τη μια όπως ο Μπέρεσφορντ, ο Χικς, ο Κάραν, o Ρέινολντς. Απ’ την άλλη όπως οι Μπάρετ και Μπρουκς. Οι πρώτοι άλλαξαν ήπειρο κι έγιναν γρανάζια της μηχανής του Χόλιγουντ. Οι δεύτερες δεν υπέκυψαν στις Σειρήνες του αλλά δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ, προδίδοντας τις προσδοκίες που γεννούσαν τα wow ντεμπούτα τους. Είθε ο Κλάιμαν να αποτελέσει εξαίρεση στον αυστραλέζικο κανόνα των γεννημένων σινεταλέντων – ή, αν όχι, να εμπέσει άμποτε στην τρίτη κατηγορία (ο σπουδαίος Γουίαρ παίζει αλλού, μόνος του): των πεπλανημένων απ’ τα ξένα αλλά επανευρόντων την αυτοκυριαρχία τους, άμα τη επιστροφή στους Αντίποδες (Σκέπισι, Μίλερ), σαν άσωτοι υιοί.
Τουμπάροντας συγκεκριμένα αυτόν τον μύθο, και μαζί το «Σκοτεινό Χωριό» του Σιάμαλαν όπως θα του έδινε φωνή ο Σλαμποσπίτσκι του «Η Φυλή» για κάτι που φέρνει στο τούτο του προς το «Martha, Marcy, May, Marlene» του Ντέρκιν, αν το εκτελούσε η «Hanna» του Ράιτ, υπακούοντας στις διαταγές τού Λάνθιμου επί εποχής «Κυνόδοντα». Ένας κρυφός εδεμικός μαχαλάς στις εσοχές ενός ηθικά, φυσικά, οικονομικά ετοιμόρροπου (ή κατεστραμμένου;) κόσμου. Ένας εθελοντικά αποσυνάγωγος «Πατέρας Αφέντης» ενός χαρεμιού και των αθώων του αίματος βλασταριών του. Η γαλουχία τού «ο θάνατός σου, η ζωή μου» ως «παίζω και μαθαίνω». Η ανακάλυψη της διαστροφής της αλήθειας, της αποσιώπησης, της εκμετάλλευσης, της εθελοτυφλίας. Το «ναι ή όχι» δίλημμα του σηκώνοντος κεφάλι. Το καλό και το κακό. Αυτά είναι τα όπλα. Αλλά είναι μια ουτοπική παραβολή για τον barbarism begins at home ολοκληρωτισμό ως απρόσφορο σύστημα εξουσίας; Μια fantasy σπουδή για την εγκληματικότητα των κατατρεγμένων στη νέα χιλιετία των ανοιχτών συνόρων; Μια καταδίκη του κοινωνικά ιεραρχημένου γενετικού υλικού της γυναικείας ανασφάλειας και της αρσενικής εκμετάλλευσής της ως πτωχευμένης γονικής υποθήκης τού μέλλοντος της νέας γενιάς; Δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο το είδος της ιδεολογικής αναδοχής, κι αυτό είναι το «Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά;» της υπόθεσης.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που αναμφισβήτητα έρχεται στη ζωή είναι μια απ’ τις οπτικά σιγουρότερες ταινίες της σεζόν, γυρισμένη στο όρος Ελάιζα της ωκεάνιας Βικτόρια (τα εσωτερικά, σαν το «Σκουπίδια» του Ντάλντρι σε σπιτίσια cosy κλίμακα) και στην – γενέτειρα του Στάλιν, τυχαία; – άλλοτε σοβιετική Γεωργία (τα εξωτερικά, με οροσημικό ένα ρημαγμένο φρούριο, σαν η πολυκατοικία του «Επιχείρηση Χάος» ξαναχτισμένη α λα Πύργος της Βαβέλ του Μπρίχελ). Πρόκειται για το πρώτο… set πυρομαχικών του Κλάιμαν, που όπως και στις μικρού μήκους του υιοθετεί στο πιο γούτσου γούτσου την ανησυχαστική, υπνωτική «γραφή» του Κρις Κάνιγχαμ, του πρωτότοκου της Warp Films, το down under παρακλάδι της οποίας υπογράφει την παραγωγή.
Μια σειρά από σάκες έξω απ’ την τάξη των λιλιπούτειων hitmen με δάσκαλο τον «μπαμπά, η αθλοπαιδιά τού paintball ως fun προπόνηση της κοινότητας στη θηριωδία του βιοπορισμού της, το βραδινό karaoke με το οποίο επιβραβεύονται σαν σε talent show οι αριστούχοι, το κηπώδες κοτέτσι, ένα ζωντανό του οποίου θα γίνει η αφορμή της ρήξης. Όλα φυτεύονται στη μνήμη από τη μαμά της ταινίας, την καλλιτεχνική διευθύντρια (και συνσεναριογράφο, και έτερον ήμισυ του Κλάιμαν) Σάρα Σίνγκλερ, με τον οξύ, σταθερό φακό του Ζερμέν ΜακΜίκινγκ και το ηλεκτροambient score ηχητικό design του Oneohtrix Point Never να βρίσκουν μαζί τον στόχο με σιγαστήρα στον θύλακο αυτής της μετά δέους αγαπημένης meta οικογένειας.
Στην κορυφή του τραπεζιού, κος Βερντού & Ντέιβ Κορές, ο Βενσάν Κασέλ συναντάει πλάι στον Ζακ Μερίν του διπλού «Δημόσιος Κίνδυνος» τον απαιτητικότερο και καλύτερο ρόλο του, γομώνοντας με ενσυναίσθηση νηπιοπαιδαγωγού δραματοθεραπευτή (δεν ξέρω ως χωρισμένος papa πώς στέκεται για την Ντέβα και τη Λεονί της Μπελούτσι αλλά εδώ έχει όλη την πιτσιρικαρία απίκο) τον κάλυκα μιας φιγούρας κράματος τεστοστερονούχας γαλιφιάς, νουθετητικής στοργής, τοποτηρητικού αυταρχισμού και χειριστικής εξαπάτησης που… σκοτώνει. Η πρωτοεμφανιζόμενη Φλοράνς Μετζαρά πέφτει φυσικά θύμα αυτού του Honeymoon Killer, τον οποίο κοντράρει στα ίσα, μεταστρεφόμενος από πειθήνιος «γιόκας» και ασύνειδο gun for hire σε πληγωμένο loose cannon προς χειραφέτηση ο Γκάρι Τσάμπριελ με το συναισθηματικά μεταδίδον visage του.
Ο Κλάιμαν δεν δικαιούται να κάνει τον κόκορα. Κατά δήλωσή του εμπνευσμένη από ρεπορτάζ για παιδιά – στρατιώτες στην Κολομβία, η μυθοπλασία λαβώνεται και από τον φλογοκρύπτη υπόβαθρου ιστορίας & χαρακτήρων (κυρίως όσον αφορά την κάννη κινήτρων και το κακοποιό modus operandi του Ανατολικοευρωπαίου Μάνσον μας) και στο πάτημα της σκανδάλης της πλοκής με σημάδι την ενηλικιωτική εξέγερση του αγορίνα (κατόπιν της εισδοχής στο family μιας νεοφερμένης και του ημιαυτιστικού της, και ενός νεοσσού) εκτός της σφαίρας επιρροής του αρχηγού, με το φινάλε να μη σε στήνει στον τοίχο. Κι αν εκπληρώνει με παράπλευρες απώλειες το «συμβόλαιό» του και δε ρίχνει στο ψαχνό, αυτός ο πνευματικός κληρονόμος του «Mad Max» ψάχνεται, πάντως, αρκετά πιο πέρα απ’ το διαμέτρημα του cult. Κάτσε να σου την μπουμπουνήσει…