Η ΦΥΛΗ (2014)
(PLEMYA)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι
- ΚΑΣΤ: Γκριγκόρι Φεσένκο, Γιάνα Νοβίκοβα, Ρόζα Μπάμπι, Αλεξάντερ Τζιάντεβιτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Έφηβος κωφός καταφθάνει σε οικοτροφείο ομοίων του, περνάει από τα απαραίτητα καψόνια ως «νέος» και προάγεται σταδιακά εντός κλίκας βουτηγμένης στην παρανομία και το έγκλημα.
Στο σινεμά αξίζει να αναζητούμε το καινούργιο, την πρωτόγνωρη εμπειρία. Ο νατουραλιστικός φορμαλισμός της «Φυλής» μπορεί να μαρτυρά κάποιες ρίζες φιλμικά (όπως το φεστιβαλικά αρεστό ρεύμα της πιο πρόσφατης ρουμανικής σχολής, για παράδειγμα), όμως το φιλμ σε φέρνει αντιμέτωπο με μια κινηματογραφική γλώσσα που θα σε αφήσει άφωνο.
Πρόκειται για το ντεμπούτο (στη μεγάλου μήκους) του Ουκρανού σκηνοθέτη Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι, που έρχεται με τη φήμη μεγάλων αποχωρήσεων θεατών από τις αίθουσες ή και λιποθυμιών! Αντιδράσεις που σχετίζονται με το πόσο έμπειρος σε σκηνές βίας ή σοκαριστικές (με ή χωρίς εισαγωγικά) προκλήσεις είναι ο καθένας μας. Προσωπικά, περίμενα κάτι πιο άγριο, πιο θρασύ, πιο extreme. Δεν το είδα. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως «Η Φυλή» με καθήλωσε για αυτή τη μοναδική ιδιαιτερότητά της: όλοι οι πρωταγωνιστές της επικοινωνούν μέσω της νοηματικής. Όχι μόνο δεν ανταλλάσσουν λέξεις μεταξύ τους, αλλά και ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να προστεθούν… υπότιτλοι για να κατανοήσουμε τους διαλόγους του φιλμ!
Είναι μια επιλογή που, από μια άποψη, σε πηγαίνει στις απαρχές του κινηματογράφου, στο… βωβό θέαμα. Δεν υπάρχει τέτοιος στόχος αναφοράς, όμως. Εδώ τα πάντα τοποθετούνται στο συνειδητό πλαίσιο μιας πολιτικής αλληγορίας με εθνικότητα διόλου τυχαία. Ο Σλαμποσπίτσκι μας αφηγείται ένα λαϊκό αντι-παραμύθι για μια κοινωνία για την οποία ουδείς τολμά να μιλήσει σήμερα. Και κόβει τη μιλιά από τον κόσμο που βιώνει το ουκρανικό ζήτημα, με τις ενοχές και τα εγκλήματά του, για να σου παρουσιάσει την αποκρουστική ανατομία ενός Έθνους «ελεγχόμενου» εκφασισμού, στα σύνορα της «προστάτιδος» των λαών Ευρώπης, που κάποια στιγμή θα παρέμβει… ανθρωπιστικά (χωρίς εισαγωγικά, για την ειρωνεία της σημειολογίας). Το «σοκ» στη «Φυλή», λοιπόν, δεν είναι οι σκηνές εντυπωσιασμού που θα σε τρομοκρατήσουν με τον πιο στερεότυπο τρόπο. Είναι το exploitation μιας ιστορικής πραγματικότητας, τρέχουσας σε γεγονότα, που σου περνάει ένα οργισμένο μήνυμα χωρίς την πολυτέλεια των λογυδρίων, αλλά μέσω μιας γλώσσας που μοιάζει κομμένη, ανήμπορη να μιλήσει, να ξεσπάσει, να ουρλιάξει σε βοήθεια.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας έφηβος επαρχιώτης (κάνουμε υποθέσεις, καθώς η απουσία διαλόγων μας υποχρεώνει να στήσουμε εμείς την όλη ιστορία γύρω από την προφανή δράση της αφήγησης) που μπλέκει αμέσως με τη χειρότερη συμμορία του οικοτροφείου κωφών στο οποίο μόλις κατέφθασε για να μάθει γράμματα και μια τέχνη. Οι συμπεριφορές των μαθητών, το σύστημα ιεραρχίας και ο εγκληματικά απείθαρχος αμοραλισμός φέρνουν στον νου λεπτομέρειες από κλασικά φιλμ όπως το «Εάν….» (1968) του Λίντσεϊ Άντερσον ή το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» (1971) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Κάπου εκεί διερωτάσαι: προς τι η επιλογή της συγκεκριμένης «φυλής» ανθρώπων; Γιατί να είναι όλοι τους κωφοί; Γιατί, θεωρητικά πάντοτε, ο Σλαμποσπίτσκι θέλει να κρίνει μια πατρίδα αποκτηνωμένη, στην οποία το ζωώδες έχει διώξει με τον πιο βίαιο τρόπο το ανθρώπινο. Βάζοντας ήρωες που επικοινωνούν μονάχα με τη νοηματική και παρομοιάζοντάς τους με απολίτιστη αγέλη, ο σκηνοθέτης θέλει διαρκώς να μας προκαλεί συνειρμούς που οδηγούν σε φυλές… πιθηκοειδών (χωρίς πρόθεση να «στιγματίσει» ή να προσβάλει κοινωνικές ομάδες με ειδικές ανάγκες, πάντοτε). Είναι ένας εθνικός διασυρμός, τον οποίο εμπλουτίζει με ό,τι πιο προβοκατόρικο μπορεί. Και έχει νόημα.
Υπάρχουν και οι μοιραίες ενστάσεις. Ο Σλαμποσπίτσκι δεν έχει προσπαθήσει ιδιαίτερα στον τομέα σενάριο, το φιλμ αποτελείται από σκηνές που έχουν τη δύναμη να σε κάνουν να σαστίσεις (με ολίγη αναληθοφάνεια και αφέλεια σε βίαια στιγμιότυπα), αλλά εγκαταλείπει την ιστορία του για χάρη αυτού του επαναλαμβανόμενα νατουραλιστικού ύφους που, επιπλέον, δεν είναι και ο καλύτερος «φίλος» τού μοντάζ, ενώ ο βασικός χαρακτήρας του έχει και σαφή κενά στη σκιαγράφηση και μαστίζεται από μια παθητικότητα που ποτέ δεν έρχεται στα ίσα της με το εκρηκτικό του ξέσπασμα. Αλλά «Η Φυλή»… σου κοπανάει μια στο κεφάλι με τον τσαμπουκά της και, ακόμη κι αν σε αφήσει… χωρίς λόγια για κάμποση ώρα μετά τους τίτλους τέλους της, σίγουρα θα κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στις πιο απροσδόκητες κινηματογραφικές εμπειρίες που είχες σε τούτη τη ζωή.