ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (2022)
(NOSTALGIA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάριο Μαρτόνε
- ΚΑΣΤ: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Φραντσέσκο Ντι Λέβα, Τομάζο Ράνιο, Αουρόρα Κουατρόκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Έπειτα από σαράντα χρόνια παραμονής στην ξενιτιά, ο Φελίτσε επιστρέφει στη Νάπολη. Νεανικές αναμνήσεις ξυπνούν στη θύμησή του, τα φαντάσματα του παρελθόντος, όμως, γυρίζουν για να τον στοιχειώσουν.
Φοριέται πολύ η κινηματογραφική νοσταλγία τα τελευταία χρόνια. Συνήθως σερβίρεται υπό τη μορφή άτυπης βιογραφίας των παιδικών χρόνων του εκάστοτε auteur, με τα σχετικά παραδείγματα να είναι ουκ ολίγα εσχάτως. Η Νάπολη ως τόπος νόστου έχει χρησιμοποιηθεί πολύ πρόσφατα, αφού οι (ανυπόφορες) μνήμες από το «The Hand of God» (2021) είναι ακόμα νωπές, εν τούτοις τούτη η «Νοσταλγία» δεν έχει καμία σχέση, ούτε με το φιλμ του Πάολο Σορεντίνο, ούτε με τις «βιογραφίες» γενικότερα. Ο βέρος Ναπολιτάνος σκηνοθέτης Μάριο Μαρτόνε στέλνει ένα γράμμα αγάπης στην πόλη του, αναπολώντας την αθωότητά της (ακόμα κι αν αυτή μοιάζει επίπλαστη), μέσω της κλασικής ιστορίας επιστροφής ενός άσωτου υιού στα πάτρια εδάφη. Στέκει περισσότερο ως παρατηρητής των γεγονότων ο Μαρτόνε, παρά επιχειρεί να βουτήξει με τρόπο βιωματικό ή συγκινητικό στον δρόμο που χαράσσει ο βασικός του ήρωας (σε αντίθεση με το θαυμάσιο, και αδίκως παραγνωρισμένο στη χώρα μας ιταλιάνικο δείγμα του «Όταν Ανθίζει η Νιότη»). Ως εκ τούτου, η βασισμένη σε μυθιστόρημα του συγγραφέα Ερμάνο Ρέα ταινία του αποκτά έναν υπέρ του δέοντος ψυχρό τόνο (στα όρια του «ακαδημαϊκού»), από άποψης σεναρίου κρύβει μηδαμινές εκπλήξεις, όμως, παρ’ όλα αυτά, το διεισδυτικό βλέμμα του καλού πρωταγωνιστή Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, η έξοχη φωτογραφία που αναδεικνύει με τρόπο υπέροχο τη γειτονία Σανιτά της Νάπολη, καθώς και η χρήση συνθέσεων των Tangerine Dream στην ηχητική μπάντα, προσδίδουν στο φιλμ μια πένθιμη, νοσταλγική ματιά, η οποία αργά αλλά σταθερά γοητεύει.
Το αρχικό πρόσχημα της επιστροφής του Φελίτσε στη γενέτειρά του, που δεν είναι άλλο από την επανασύνδεσή του με την γηραιά μάνα του, γρήγορα δίνει τη θέση του στον αληθινό σκοπό του ταξιδιού του. Ο επί σαράντα χρόνια περιπλανώμενος σε Μέση Ανατολή και Αφρική, επιτυχημένος πλέον Ναπολιτάνος επιχειρηματίας, με γυναίκα και κατασκευαστική εταιρεία στο Κάιρο, επιθυμεί να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Ο θάνατος της μάνας του τον φέρνει κοντά στον νεαρό ιερέα της γειτονιάς του, στον οποίο εκμυστηρεύεται κάποια από τα νεανικά του αμαρτήματα, έχοντας πάντοτε δίπλα του τον τότε κολλητό του φίλο Ορέστε. Αυτόν αναζητά να δει μετά από τόσα χρόνια, κάτι που δεν είναι καν εύκολο, καθώς (όπως τον πληροφορεί ο Ντον Λουίτζι) έχει πλέον εξελιχθεί σε σκληρό και απροσπέλαστο αρχηγό τοπικής συμμορίας, αποτελώντας μάλιστα κάτι σαν τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του. Το «παιδομάζωμα» που ο Ορέστε πραγματοποιεί για να πετύχει τους εγκληματικούς του σκοπούς, έρχεται σε σύγκρουση με το αντίστοιχο ευγενές πρόγραμμα της εκκλησίας, που τρέχει ο ίδιος ο ιερέας.
Κατά το πρώτο μέρος της ταινίας του, ο Μαρτόνε επιμένει στη σταδιακή επιστροφή του Φελίτσε στα νεανικά ναπολιτάνικα χρόνια του, τόσο μέσω των συζητήσεων με τη μάνα του, όσο και με τη συναναστροφή του με παλιούς γείτονες που θυμούνται αυτόν και την οικογένειά του. Κρύβει αυθεντικότητα η περιπλάνηση του Φελίτσε στα στενά σοκάκια της πόλης του ή η αδυναμία του να εκφραστεί με άνεση στη μητρική του γλώσσα, καθώς οι δεκαετίες της απουσίας του είναι πολλές. Η επιλογή της αναπόλησης της νιότης μέσω της αλλαγής του aspect ratio, ώστε τα στιγμιότυπα να θυμίζουν φιλμάκι από το παρελθόν, είναι ένα «trick» που το είδαμε ξανά στους πρόσφατους «Νυχτερινούς Επισκέπτες» (συνοδεία ανάλογων ambient ήχων!), όμως, η διαφορά εδώ είναι πως η προσέγγιση αυτή έχει λόγο ύπαρξης, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι των παιδικών αμαρτημάτων, φτιάχνοντας το κλίμα της επερχόμενης «σύγκρουσης».
Δυστυχώς, ο Μαρτόνε δεν μπορεί να κλιμακώσει την ιστορία του με τρόπο παρόμοια γοητευτικό της νοσταλγικής του διάθεσης. Το δίπολο των κολλητών φίλων που βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά του Νόμου πια, ακούγεται πολύ πιο ιντριγκαδόρικο από αυτό που στο τέλος εισπράττεται, μιας και το στόρι επί της ουσίας ουδέποτε κοιτάζει πέρα από τον Φελίτσε. Η πόλωση που σιγοβράζει από την εμπλοκή του ιερέα Λουίτζι στην πλοκή, φαινομενικά κινείται σε γκανγκστερικούς δρόμους που ρίχνουν το βλέμμα στις «Κολασμένες Ψυχές» (1938) του Μάικλ Κερτίζ, εν τούτοις, περιορίζεται σε εξομολογητικού τύπου συζητήσεις, οι οποίες είναι (έστω) άψογα ενταγμένες ως διαδικασία στη μόνιμη περιπλάνηση του Φελίτσε στους δρόμους και τις γειτονιές όπου μεγάλωσε. Ο αρχιτεκτονικός ναπολιτάνικος λαβύρινθος αναμειγνύεται με τα πάθη, τις πίκρες και τις διαφορετικές εποχές, όπου η βία μοιάζει να παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, λες και είναι απαραίτητη στη διαιώνιση της πόλης. Οι αρχετυπικές φιγούρες φαίνονται πως είναι ταγμένες να εκπληρώνουν το καθήκον τους, η δε «Νοσταλγία»… μάλλον είναι για τους ονειροπόλους.