FreeCinema

Follow us

ΟΤΑΝ ΑΝΘΙΖΕΙ Η ΝΙΟΤΗ (2020)

(GLI ANNI PIÙ BELLI)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκαμπριέλε Μουτσίνο
  • ΚΑΣΤ: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Μικαέλα Ραματσότι, Κιμ Ρόσι Στούαρτ, Κλάουντιο Σανταμαρία
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Πόσο μπορεί ν’ αντέξει μια φιλία; Ο Τζούλιο, ο Πάολο, ο Ρικάρντο και η Τζέμα μεγαλώνουν, ερωτεύονται, χωρίζουν τους δρόμους τους, μισιούνται, αγαπιούνται ξανά, μοιράζονται τις επιτυχίες και τις ήττες τους, μέσα σ’ ένα διάστημα βίου σαράντα ετών.

Τι όμορφα, μικρά πράγματα για τη ζωή έχει μέσα της αυτή η ταινία! Ο επαγγελματισμός του Γκαμπριέλε Μουτσίνο δεν αμφισβητείται και η έφεσή του στις ιστορίες κοινωνικού προβληματισμού με ήρωες ρεαλιστικούς, καθημερινούς, είναι γνωστή και από τα χρόνια της δράσης του στο ιταλικό σινεμά, όσο και από το πέρασμά του στο Χόλιγουντ (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Κυνήγι της Ευτυχίας» του 2006, που οδήγησε τον Γουίλ Σμιθ σε μία οσκαρική υποψηφιότητα). Στο «Όταν Ανθίζει η Νιότη» (ατυχέστατη η επιλογή του ελληνικού τίτλου, ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι η μετάφραση του πρωτότυπου θα μας έδινε ένα τίμιο και σαφώς ταιριαστό «Τα Πιο Όμορφα Χρόνια»…), ο Μουτσίνο βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα, παραδίδοντας ένα έργο λαϊκής (με την καλή έννοια) συγκίνησης και ψυχαγωγίας, που το («εμπορικό» και καλά) ελληνικό σινεμά θα έπρεπε να ζηλέψει και να παρακολουθήσει κρατώντας «σκονάκι» για μελλοντικές απόπειρες (μου ήρθε στο μυαλό ο πιο πρόσφατος «Νοτιάς» του Τάσου Μπουλμέτη και μου σηκώθηκε η τρίχα – όχι με την καλή έννοια…).

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, από μία σκηνή σε disco και υπό τους ήχους του «Just an Illusion» των Imagination περνάμε απότομα σε συγκρούσεις αστυνομικής βίας στους δρόμους της Ρώμης, με τον Ρικάρντο να βρίσκεται πυροβολημένος από λάθος σε διαδήλωση διαμαρτυρίας. Δύο αγόρια, ο Τζούλιο και ο Πάολο, τον βοηθούν να μεταφερθεί σε νοσοκομείο και ουσιαστικά του σώζουν τη ζωή. Οι δεσμοί φιλίας που θα γεννηθούν θα είναι ισχυροί, μέσα σ’ ένα κλίμα πολιτικοκοινωνικής αστάθειας που, όμως, δεν δείχνει να τους αφορά ιδιαίτερα. Είναι έφηβοι, περισσότερο σκέφτονται τις καλοκαιρινές διακοπές στο εξοχικό της (αριστερίστικων αντιλήψεων) οικογένειας του Ρικάρντο, όραμα ύψιστης σημασίας γι’ αυτούς είναι… η απόκτηση ενός αυτοκινήτου και στα σπιτικά parties εύχονται να έρθει η στιγμή ν’ ακουστεί το τραγουδάκι από το «La Boum», μπας και φιλήσουν ή χουφτώσουν κάνα κορίτσι.

Η ταινία αλλάζει δεκαετίες (και ενήλικο καστ) με απίστευτη ευκολία, παρατηρώντας τις μικρές διαφοροποιήσεις στις σχέσεις της παρέας, με την ένθεση (πια) της κοπέλας του Πάολο, της ξανθιάς και επιθυμητής από κάθε αγόρι Τζέμα, καθώς οι υποχρεώσεις βαραίνουν διαρκώς και οι ρόλοι της «ώριμης» ζωής πρέπει να μοιραστούν, σχεδόν σαν χαρτιά μιας τράπουλας που έχει ορίσει η μοίρα. Οι ήρωες παίρνουν τις αποφάσεις και τα ρίσκα τους, εγκαταλείποντας πατρικές στέγες και προστασία, για να βρεθούν αντιμέτωποι με οικονομικά εμπόδια, ερωτικές απογοητεύσεις και όρκους γάμου που δύσκολα τηρούνται. Ο Μουτσίνο το πάει «αβάδιστα», ξετυλίγοντας μία μεγάλη «τοιχογραφία» που διαρκεί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, χωρίς να χάνει ποτέ τον ρυθμό του ή ν’ αφήνει την ενοχλητική αίσθηση της «κοιλιάς» να βαραίνει τα 129 λεπτά διάρκειας του φιλμ. Σ’ αυτό βοηθάνε και οι ηθοποιοί, που καλύπτουν ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα χωρίς να γίνονται ρεζίλι και να εκτίθενται με μακιγιάζ γήρανσης (τομέας στον οποίο έχουμε δει να διαπράττονται εγκλήματα…). Πιο αποτελεσματικοί και πειστικοί είναι οι Πιερφραντσέσκο Φαβίνο (του «Suburra») και Μικαέλα Ραματσότι (του «Η Τρελή Χαρά»), που ξαφνιάζουν με τον τρόπο που ο φακός τούς παρακολουθεί να «γερνάνε» με τόση φυσικότητα.

Υπάρχουν μικρά σεναριακά κενά στην εξέλιξη της ιστορίας και κάποιων χαρακτήρων (με πιο αδύναμο κομμάτι την κρίση του γάμου του Ρικάρντο), η απόπειρα σύνδεσης της κάθε δεκαετίας με ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός που στέκει ως κορωνίδα μιας εποχής (από την πτώση του τείχους του Βερολίνου μέχρι το 9/11, αλλά και κάποια τοπικά πολιτικά σκάνδαλα που δεν θα πουν κάτι στο εκτός Ιταλίας κοινό) φαντάζει κάπως υπερφίαλη για ν’ αντέξει δίπλα στις ζωές αυτών των «μικρών» ανθρώπων, ενώ οι προφανείς μεταφορές (βλέπε το κατοικίδιο πουλί που κρατά συντροφιά στον Πάολο για χρόνια) δεν προσθέτουν ουσιαστική μεγαλοσύνη παρά την επαγγελματική και άρτια σκηνοθετική εκτέλεση του Μουτσίνο, που διακρίνεται καλύτερα σε πιο «απλοϊκές» στιγμές (όπως η μαεστρικά φιλμαρισμένη και μονταρισμένη σκηνή της Τζέμα που τρέχει στα σκαλιά για να «προλάβει» μέσα στο πέρασμα του χρόνου τα λάθη των πράξεών της απέναντι στον Πάολο). Το «Όταν Ανθίζει η Νιότη» απογειώνεται όταν μιλάει στον θεατή για πράγματα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί και να νιώσει δικά του. Κι εδώ έρχεται να προστεθεί η υποστηρικτική μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, ο οποίος υπογράφει ένα από τα καλύτερα score της πρόσφατης φιλμογραφίας του, καίρια συναισθηματικό και ιδανικό σαν αγγιχτικό «φίλτρο» που αγκαλιάζει τους ήρωες και το έργο ολόκληρο.

Χωρίς να δείχνει σπουδαίο (αν και κατά στιγμές αποπειράται…), τούτο το φιλμ σε ξεπροβοδίζει με μία αίσθηση ολοκλήρωσης, απόλαυσης και κάθαρσης, πράγματα που ενίοτε έχουμε την ανάγκη ν’ αναζητάμε στο σινεμά, δίχως κυνισμούς. Μέρες αφού το παρακολούθησα, ακούγοντας ξανά το soundtrack του Πιοβάνι, συναντούσα ξανά την όμορφη αύρα του στο μυαλό μου. Πώς να διαψεύσεις τον εαυτό σου σ’ αυτό;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σινεμά χαρακτήρων, ιστοριών βγαλμένων από τη ζωή, με το σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου» στην αφήγηση να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο τους θεατές και να τους κάνει συμμέτοχους σε καταστάσεις και ψυχοσυνθέσεις της (τόσο κοντινής και σ’ εμάς, γενικά) γείτονος. Μία μεγάλη έκπληξη του φετινού καλοκαιριού, που ταιριάζει άνετα σε τούτη την εποχή, χωρίς να ψυχοπλακώνει, βγάζοντάς σε από τον κινηματογράφο με την ικανοποίηση του βιώματος ενός ανθρώπινου «joyride». Ειλικρινά, θα ήθελα να μιλήσω με θεατή που θα… «ξινίσει» με το «Όταν Ανθίζει η Νιότη». By the way, μην αφήσετε τον ελληνικό τίτλο να σας… πετάξει έξω! Το έργο είναι χάρμα! Πάντως, έχω μία προαίσθηση πως η ελληνική κριτική θα το χαρακτηρίσει… «κλισεδιάρικο». Για να δούμε…


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.