ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ (2022)
(LES ENFANTS DES AUTRES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι
- ΚΑΣΤ: Βιρζινί Εφιρά, Ροσντί Ζεμ, Κιάρα Μαστρογιάνι, Καλί Φερεϊρά-Γκονσαλβές, Βικτόρ Λεφέμπβρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ανύπαντρη γυναίκα, της οποίας το βιολογικό ρολόι μητρότητας ήδη μετρά αντίστροφα, συνάπτει σχέση με χωρισμένο πατέρα πεντάχρονου κοριτσιού. Αγαπάει το παιδί σαν να ήταν δικό της, όμως, αυτό που πραγματικά επιθυμεί είναι να γίνει μητέρα και η ίδια.
Πλησιάζει η στιγμή που η θρυλική nouvelle vague θα κληθεί να λογοδοτήσει για… τη συμφορά που έχει φέρει στο σύγχρονο γαλλικό σινεμά! Μόνο κατά τη φετινή θερινή σεζόν έχουμε δει να διανέμονται στους ντόπιους κινηματογράφους ταινίες («Ένα Όμορφο Πρωινό» και «Τα Πάνω Κάτω», για παράδειγμα) από τουλάχιστον δύο μιμητές του καθοριστικού για το tricolore σινεμά στυλ, οι οποίοι αντιστοίχως (και για αδιευκρίνιστους λόγους) θεωρούνται είτε καθιερωμένοι auteur που δεν έχουν πια πολλά ν’ αποδείξουν (Μία Χάνσε-Λάβε), είτε γνήσιοι απόγονοι των μεγάλων της δεκαετίας του ‘60 (Λουί Γκαρέλ). Κοντά σε αυτούς (και τους δεκάδες υπόλοιπους…), υποδεχόμαστε την Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, η οποία με το νέο της φιλμ εγκαταλείπει το μεταφυσικό δράμα εποχής του «Πλανητάριου» (2016), για ν’ ανακαλύψει (και αυτή!) τον δύσμοιρο Φρανσουά Τριφό, πακέτο (πιθανότατα και λόγω φύλλου) με την Ανιές Βαρντά (φευ).
Η (με το ζόρι) νέα superstar του γαλλικού κινηματογράφου Βιρζινί Εφιρά υποδύεται μια γυναίκα στα πρόθυρα της εμμηνόπαυσης, η ερωτική ζωή της οποίας (κατά τα φαινόμενα) μετρά αποτυχίες, μέχρι που (ξανά κατά τα φαινόμενα) βρίσκει σιγουριά στη σχέση της με διαζευγμένο άνδρα. Αν και φαίνεται πως οι δυο τους τα πηγαίνουν εξαιρετικά, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» που απειλεί τα γερά θεμέλια του έρωτά τους είναι η τεκνοποίηση. Εκείνη θέλει να μη χάσει το τρένο της μητρότητας, εκείνος δεν καίγεται να ξαναγίνει μπαμπάς, μιας και έχει ήδη ένα παιδί από τον προηγούμενό του γάμο. Έχουμε, δηλαδή, το θέμα της απόκτησης παιδιών να τίθεται υπό το πρίσμα της επιθυμίας (με έμφαση στην υποχρεωτικότητα), με φόντο την καθημερινότητα της κεντρικής ηρωίδας που ως μοναδικό της στόχο θαρρεί κανείς πως έχει το ν’ αναμοχλεύει διαρκώς το ενδόμυχο πάθος της, με τρόπο… εντελώς άγαρμπο.
Κάθε υποπλοκή ή δεύτερος χαρακτήρας του φιλμ έρχεται να υπογραμμίσει τη λαχτάρα της Ρασέλ να γίνει μάνα, υπενθυμίζοντας με τρόπο «χειρουργικό» το άλυτο πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη. Η μικρή της αδελφή μένει έγκυος (χωρίς καν να το επιδιώκει!), γεγονός που δεν εξυπηρετεί στο σενάριο τίποτε άλλο πέραν της μεγέθυνσης της δικής της απογοήτευσης. Στην τάξη του σχολείου όπου διδάσκει, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για «απροσάρμοστο» έφηβο, τον οποίο επιχειρεί να καθοδηγήσει, κάνοντάς τον να μοιάζει με τον γιο που (ποτέ της;) δεν θα έχει. Η φιλική σχέση την οποία συνάπτει με καρκινοπαθή μητέρα συμμαθήτριας της μικρής Λεϊλά, λες και υπάρχει μονάχα για να υπογραμμίσει τον χρόνο που μετρά αντίστροφα για όλους, οπότε… ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το γρήγορα, διότι αύριο δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Όλα αυτά σερβίρονται μ’ έναν ενίοτε αφόρητα γλυκερό τρόπο, συνοδεία πληθώρας γαλλικών και μη ασμάτων (από Ζορζ Μουστακί μέχρι Ντόρις Ντέι, για να πιάσετε το κλίμα), με άφθονο (αχρείαστο) γυμνό και τους εξίσου αχρείαστους διαλόγους στα τσαλακωμένα σεντόνια του κρεβατιού που επιβεβαιώνουν πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας… γαλλικής ταινίας. Το στοιχείο το οποίο διασώζει το φιλμ από την πλήρη σεναριακή ανεπάρκεια, αλλά και από την απουσία συναισθήματος ικανού να παρασύρει, είναι η σχέση αμφίδρομης αγάπης που αναπτύσσεται ανάμεσα στη Ρασέλ και τη Λεϊλά. Η φροντίδα της πρώτης προς τη δεύτερη κρύβει γνήσιο μητρικό ενδιαφέρον, ενώ η σταδιακή αποδοχή της ως εν δυνάμει μαμάς έρχεται με τρόπο αβίαστο, κάτι που απέχει έτη φωτός από την αδέξια κλιμάκωση των διάσπαρτων υποπλοκών (που συν τοις άλλοις μένουν – κατά κανόνα – ανολοκλήρωτες, με αποκορύφωμα την τόσο άχαρη πορεία της φιλίας της Ρασέλ με νεαρό καθηγητή / συνάδελφό της).
Η ανάγνωση γραμμάτων με το βλέμμα στραμμένο προς την κάμερα, ωσάν ο αποστολέας ν’ απευθύνεται στον παραλήπτη, και το μοντάζ με τον φακό που «κλείνει» δημιουργώντας την αίσθηση της κλειδαρότρυπας, φωνάζουν nouvelle vague. Εν τούτοις, εάν το (τότε) νέο κύμα του γαλλικού κινηματογράφου είχε μόνο αυτά να προτάξει, ούτε που θα το θυμόμασταν σήμερα! Διότι εάν ο επηρεασμός από τα παλιά είναι εκ των ων ουκ άνευ, η αφήγηση μιας ιστορίας με τρόπο που θα αφορά είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Και η Ζλοτόφσκι, στην προκειμένη, δεν το κατέχει.