FreeCinema

Follow us

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΕΛΙΕ (2014)

(LA FAMILLE BÉLIER)

  • ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακή Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ερίκ Λαρτιγκό
  • ΚΑΣΤ: Λουάν Εμερά, Φρανσουά Νταμιέν, Καρίν Βιάρ, Ερίκ Ελμονινό, Ροξάν Ντιράν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Νεαρή έφηβη από κτηνοτροφική οικογένεια της γαλλικής επαρχίας ανακαλύπτει ότι έχει ταλέντο στο τραγούδι αλλά διχάζεται ανάμεσα στο όνειρό της και τις τύψεις εγκατάλειψης της – πολύ δεμένης – οικογένειάς της. Κρίσιμη λεπτομέρεια; Είναι η μόνη στο σπιτικό της που δεν γεννήθηκε κωφή.

Το εντυπωσιακό με τη γαλλική κινηματογραφία είναι ότι, όταν θέλει να παίξει εμπορικά, μπορεί να κοντράρει στα ίσια και με περισσή άνεση το Χόλιγουντ. Το γαλλόφωνο σινεμά, εξάλλου, αποτελεί μια ολοκληρωμένη, εύρωστη βιομηχανία και αυτό συμβαίνει γιατί γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί το χιούμορ και τη λύπη, πώς να κάνει λεπτά αστεία χωρίς να απορρίπτει ενίοτε τις χοντράδες, πώς να συνδυάζει ευαίσθητες θεματικές με θέαμα για το ευρύ κοινό, και πώς να ελίσσεται ανάμεσα στα είδη, δίνοντας αφενός την προσοχή τόσο στην κωμωδία όσο και στο δράμα και αφετέρου συμπεριλαμβάνοντας στις τάξεις του τόσο την επώδυνα ρηχή αποκαλούμενη «γαλλική ρομαντική κομεντί» (που ταλαιπωρεί κάθε χρόνο το ελληνικό καλοκαίρι) όσο και το «σοβαρό» σινεμά που αρέσκεται να προκαλεί και να προβληματίζει. Η «Οικογένεια Μπελιέ» του Ερίκ Λαρτιγκό, βασισμένη στο ομώνυμο – μερικώς αυτοβιογραφικό – βιβλίο της Βικτοριά Μπεντό (η οποία συμμετέχει και στη συγγραφή τού σεναρίου), είναι ακριβώς η απόδειξη αυτής της αμφισημίας αλλά και η επιβεβαίωση της ισχυρής σχέσης που έχει αναπτύξει ο γαλλικός κινηματογράφος με το κοινό, καθώς έρχεται από τη χώρα του με την ταμπέλα της πιο εμπορικής ταινίας της χρονιάς (θυμάστε πότε ήταν η τελευταία χρονιά που η πιο εμπορική ταινία της Ελλάδας ήταν εγχώρια παραγωγή;).

Η οικογένεια Μπελιέ είναι μια συνηθισμένη φαμίλια στην επαρχία της Γαλλίας, με μία μικρή μόνο ιδιαιτερότητα. Όλα τα μέλη της είναι κωφά εκτός από τη 16χρονη Πολά (η «απόφοιτος» του γαλλικού The Voice και εξαιρετικά υποσχόμενη, Λουάν Εμερά), η οποία κάνει την απαραίτητη διαμεσολάβηση για λογαριασμό των γονέων της σε καθημερινή βάση, τόσο όσον αφορά την εκμετάλλευση της οικογενειακής φάρμας όσο και τη διερμηνεία κάθε επαφής των γονιών της με τον εξωτερικό κόσμο, ακόμα και όταν αυτό αφορά την επίσκεψη στον γυναικολόγο ή την επίλυση των σεξουαλικών τους προβλημάτων. Όταν, όμως, μια μέρα ανακαλύπτει ότι όχι μόνο μπορεί να τραγουδά εξαιρετικά αλλά και ότι έχει πιθανότητες να κερδίσει τον τραγουδιστικό διαγωνισμό του Radio France, με την υποστήριξη μάλιστα του μάλλον ξινού καθηγητή τής μουσικής, θα πρέπει να αποφασίσει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα στη ζωή της, μακριά από τους γονείς της και προς την ενηλικίωση. Και, φυσικά, να γνωρίσει για πρώτη φορά την αγάπη στην πορεία.

Από τα παραπάνω, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς τους λόγους πίσω απ’ την επιτυχία της ταινίας. Για αρχή, το φιλμ πατάει γερά πάνω σε κωμική βάση, περιέχοντας σκηνές που είτε προτιμούν το λεκτικό χιούμορ (κυρίως ανάμεσα στον καθηγητή και τους υπόλοιπους μαθητές) είτε εισέρχονται σε καθαρά slapstick περιοχές (αναμενόμενα, οι σκηνές που αφορούν την ίδια την οικογένεια), δημιουργώντας από την αρχή εύθυμο κλίμα επικοινωνίας με τον θεατή. Επιπρόσθετα, όμως, δεν αγνοεί τη συγκινητική του φύση, δίνει χώρο εξίσου για σκηνές παρεξηγήσεων αλλά και σκηνές εξομολογήσεων και ψυχικών καταθέσεων, παίζοντας συνεχώς με τα συναισθήματα του κοινού. Ταυτόχρονα, οι άφθονες υποπλοκές (η καθημερινότητα στη φάρμα, η δημαρχιακή υποψηφιότητα του πατέρα Μπελιέ, η σεξουαλική αφύπνιση του γιου, οι προβληματισμοί και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της Πολά, η δυναμική μαθητή – δασκάλου και οι συνεχείς εκρήξεις της πληθωρικής μητέρας Μπελιέ) εναλλάσσονται συνεχώς στην αφήγηση, μην επιτρέποντάς της να βαλτώσει, ενώ και η εκφραστικότητα των ηθοποιών (ο έτσι κι αλλιώς εκφραστικός Φρανσουά Νταμιέν συνοδεύει την Καρίν Βιάρ σε ένα υπερβολικό αλλά και αποτελεσματικό ντουέτο) βοηθάει να δημιουργηθεί ένα ακαταμάχητο κλίμα εμπορικού σινεμά, στο οποίο δεν μπορείς να κακιώσεις με ευκολία, ακόμα και όταν βλέπεις ξεκάθαρα τα στραβοπατήματά του.

Γιατί η ταινία δεν είναι τέλεια. Ειδικά, το πρώτο μισό βασίζεται λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε στην «ιδιαιτερότητα» της οικογένειας (και όχι πάντα με κολακευτικό τρόπο), ενώ η μετάδοση των μηνυμάτων δεν γίνεται πάντα με τον πιο διακριτικό τρόπο. Ακόμα και οι ίδιες οι εξελίξεις κάποιες στιγμές εμφανίζονται βεβιασμένες και σχηματικές, και ακόμα και η έκβαση της ταινίας δεν απέχει πολύ από αυτό που θα περίμενε κανείς ήδη από την αρχή του φιλμ (μπορεί άραγε να θεωρηθεί αυτό spoiler;). Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη feelgood διάθεσή της, την αγάπη της για τους ήρωές της, την αισιοδοξία της και την πρόθεσή της να δει πέρα από την επιφάνεια της αρχής. Γιατί, δίπλα στις χοντροκομμένα χαριτωμένες, υπάρχει και η λεπτομέρεια της σκηνής του πρωινού, το οποίο είναι μόνο για την Πολά ένα συνεχές όργιο ήχων κατσαρολικών και πιατικών που συγκρούονται συνεχώς τους, ενώ οι κλασικές σκηνές μιας «οικογενειακής» ταινίας ενηλικίωσης συνοδεύονται από απρόβλεπτες πινελιές, όπως η ξαφνική απώλεια του ήχου ή η συγκινητική σκηνή μιας ιδιωτικής, πρωτότυπης ερμηνείας.

Στο τέλος, μπορεί στο μυαλό να παραμένουν κάποιες κακοφωνίες και (μερικές) χοντράδες, όμως αυτό που υπερισχύει είναι το χαμόγελο και η θετική αίσθηση μιας ταινίας που κύριο στόχο έχει να διασκεδάσει και να κάνει το κοινό να περάσει πραγματικά καλά. Είναι αγνό, εμπορικό σινεμά, που σέβεται τον θεατή και τον ανταμείβει με ένα πλήρες 100λεπτο κωμωδίας, δράματος και συγκίνησης. Μην εκπλαγείτε αν ακούσουμε (πολύ) σύντομα τα νέα του αμερικανικού remake της ταινίας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ιδανικός συνδυασμός χιούμορ, δράματος, συγκίνησης που σίγουρα βοηθάει πολύ στην επικοινωνία της ταινίας με τον θεατή αλλά και προσφέρει μια ευχάριστη εξόρμηση στον κινηματογράφο, όπως ακριβώς θα έπρεπε να ήταν το σωστό θερινό σινεμά, μακριά από τις φτηνές, τραβηγμένες από τα μαλλιά και, τελικά, προσβλητικές «γαλλικουριές» που αποτελούν τον κανόνα της καλοκαιρινής σεζόν στην χώρα μας. Ναι, δεν είναι πάντα το ίδιο λεπτό στους τρόπους του, ούτε αποφεύγει περίτεχνα όλα τα κλισέ, πόσο σημαντικά, όμως, είναι αυτά τα προβλήματα όταν η ταινία κερδίζει με άνεση στο φινάλε το χειροκρότημα (και τα δάκρυα συγκίνησης) του θεατή;


MORE REVIEWS

ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΠΤΗΣΗ

Καταζητούμενος μισθοφόρος ανταλλάσσει την ελευθερία του με αποστολή εντοπισμού στόχου σε αεροπλάνο, τον οποίο πρέπει να οδηγήσει με ασφάλεια από τη Μπανγκόκ στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι πως η πτήση είναι γεμάτη με πληρωμένους εκτελεστές που θέλουν να βγάλουν από την άκρη και τους δύο!

Ο ΜΟΪΚΑΝΟΣ

Κορσικανός κτηνοτρόφος, ο οποίος αντιστέκεται με πείσμα στις απαιτήσεις της τοπικής μαφίας για να της πουλήσει τα βοσκοτόπια του ώστε να ανεγερθεί ξενοδοχειακή μονάδα, γίνεται φυγάς στον ίδιο του τον τόπο όταν σκοτώνει τον αρχηγό των εκβιαστών του. Οι μαφιόζοι, εν τούτοις, γνωρίζουν κι αυτοί καλά το νησί τους.

ΟΙ ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Μετά από μία μικροκλοπή σε κατάστημα και επιχειρώντας να αποφύγει τις επιπτώσεις, η Χλόη το σκάει από το σπίτι της και κάνει auto-stop με σκοπό να φτάσει στην αδελφή της που ζει στην επαρχία και ν’ αναζητήσει καταφύγιο. Μια ομάδα νέων που γυρίζει την Ελλάδα μ’ ένα τροχόσπιτο επιτελώντας κοινωνικό έργο τη σώζει από απόπειρα βιασμού και την «υιοθετεί», αποκρύπτοντας ένα βασικό κομμάτι των δράσεών της.

ΠΩΣ ΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΤΕ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ ΣΑΣ

Μετά από δεκαετίες μαχών μεταξύ Βίκινγκ και δράκων στο νησί του Μπερκ, ο Ψάρης, ο θνητός γιος τού Μεγάλου Στωικού, θα γίνει αχώριστος φίλος με μια «Οργή της Νύχτας», είδος δράκου φερόμενο ως αιμοσταγές και επικίνδυνο. Θα αναπτύξουν μια σχέση που θα σηματοδοτήσει το τέλος του πολέμου μεταξύ δράκων και Βίκινγκ, αλλά και την αρχή μιας συνύπαρξης που θα οδηγήσει προς τη μακροημέρευση όλων.

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΟΛΠΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ

Προκειμένου ν’ αποφύγει τη σύλληψη από την Αστυνομία, δίδυμο ληστών βρίσκει καταφύγιο σε εκδρομή ατόμων με ειδικές ανάγκες. Για να μην κινήσουν υποψίες, ο ένας εκ των δύο θα πρέπει να υποδυθεί τον ΑμεΑ. Τα ευτράπελα και οι παρεξηγήσεις αρχίζουν…