ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ (2016)
(L'AVENIR)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μία Χάνσεν-Λόβε
- ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αντρέ Μαρκόν, Ρομάν Κολινκά, Εντίτ Σκομπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Παρίσι βλέπει τη ζωή της να μπαίνει σε τροχιά που δεν φανταζόταν, όταν μια σειρά γεγονότων ταράζει τη φαινομενικά ήσυχη καθημερινότητά της: ο σύζυγός της ανακοινώνει πως την εγκαταλείπει, αρχίζει να έχει προβλήματα στη δουλειά της, ενώ η υγεία τής άρρωστης μητέρας της επιδεινώνεται.
Όλες οι ταινίες της νεαρής Γαλλίδας σκηνοθέτιδος Μια Χάνσεν-Λόβε περιστρέφονται περισσότερο ή λιγότερο γύρω από την αποσταθεροποίηση της ζωής ενός ατόμου. Είτε εξαιτίας τραγωδιών όπως στο «Ο Πατέρας των Παιδιών μου» (2009), είτε λόγω χωρισμού όπως στο «Un Amour de Jeunesse» (2011), το ζήτημα του καινούργιου ξεκινήματος και της εκ νέου θεώρησης των πραγμάτων δείχνει να είναι κάτι που την απασχολεί ιδιαίτερα. Υπό αυτό το πρίσμα, «Το Μέλλον», πέμπτη σκηνοθετική απόπειρά της, είναι σίγουρα η πιο περίπλοκη ιστορία που έχει διηγηθεί (έχει γράψει και το σενάριο), σε ό,τι έχει να κάνει με την κρίση που μπορεί να βιώσει κάποιος, όταν αυτά που θεωρεί για οποιονδήποτε λόγο δεδομένα ανατρέπονται, παρασύροντάς τον σε μια αβεβαιότητα η οποία απαιτεί να παρθούν καίριες αποφάσεις.
Η Ναταλί διδάσκει φιλοσοφία σε ένα παρισινό λύκειο, με πολύ πάθος γι’ αυτό που κάνει. Προσπαθεί να δείξει στους μαθητές της πώς να σκέφτονται κι έπειτα να πράττουν, μια θεωρία που φαίνεται να την έχει επηρεάσει σε ολόκληρη τη ζωή της. Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, όμως, από τη στιγμή που ο επί εικοσιπενταετία σύζυγός της αποκαλύπτει πως έχει σχέση με άλλη γυναίκα και προτίθεται να ζήσει με αυτήν, ενώ ταυτόχρονα γίνεται πλέον φανερό στην ίδια πως η ηλικιωμένη μητέρα της πρέπει να αφεθεί στην περιποίηση οίκου ευγηρίας, καθώς η πορεία της υγείας της είναι τέτοια που δεν μπορεί άλλο να τη φροντίζει, την οδηγούν σε μια κατάσταση πρωτόγνωρης γι’ αυτήν ελευθερίας, που της δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τη ζωή που είναι χτισμένη γύρω από τις αξίες στις οποίες πιστεύει. Θα βρεθεί έτσι στην άβολη θέση (που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν επιδιωκόμενη από αυτήν) να πρέπει να περάσει από τη θεωρία περισσότερο στις πράξεις.
Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ηρωίδα της η Χάνσεν-Λόβε είναι τέτοιος ώστε δεν επιζητά ποτέ τον οίκτο του θεατή. Η Ναταλί βρίσκεται μεν ξαφνικά στο επίκεντρο μια σειράς από αναπάντεχα και επώδυνα συμβάντα, αντιμετωπίζει όμως τη γεμάτη αντιφάσεις τροπή της ζωής της με σαρκαστικό χιούμορ και καθόλου απολογητική ή συναισθηματική διάθεση. Αποφεύγοντας έτσι την οποιαδήποτε προσπάθεια χειραγώγησης, προκειμένου να προκαλέσει τη συμπάθεια, η σκηνοθέτις αφήνει την Ιπέρ να φτιάξει έναν χαρακτήρα ευαίσθητο κατά βάθος, που δυσκολεύεται όμως να κάνει υποχωρήσεις έναντι των φιλοσοφικών της πιστεύω. Σε αυτό το πλαίσιο ακριβώς κινείται και η φιλική σχέση που ξεκινά με τον παλιό της μαθητή Φαμπιάν, που από τη στιγμή που θα συναντηθούν ξανά, προσπαθεί να γίνει μέντορας του, βλέποντας σε αυτόν πολλά από τα χαρακτηριστικά τα οποία η ίδια έχει ίσως εγκαταλείψει. Αφού πέρασε μια φάση (μάλλον θεωρητικού περισσότερο) ενδιαφέροντος για την αναρχία, αλλά και έντονης διαδηλωτικής δράσης, αυτός αποφάσισε να μετακομίσει στα βουνά της Γαλλίας και να γίνει αγρότης με φιλοσοφικές αναζητήσεις σε αυτοδιαχειριζόμενο κοινόβιο, όταν αντιλήφθηκε πως οι άνθρωποι έχουν την τάση να μπερδεύουν τον ριζοσπαστισμό με την τρομοκρατία, όπως αναφέρει και ο ίδιος.
Με την έντονη διαλογική διάθεση που δείχνει η ταινία για θέματα χαμένης αριστερής ιδεολογίας, καθώς και για συγγραφείς όλων των εποχών και αντιλήψεων (υπάρχουν στιγμές που το φιλοσοφικό namedropping θυμίζει τριήμερο σεμινάριο τελειόφοιτων του Πανεπιστημίου της Σορβόνης), θα μπορούσε πολύ εύκολα να ξεφύγει σε κάτι αφόρητα φιλολογικό, καταφέρνει εντούτοις όχι απλά να τη γλυτώσει, αλλά και να γίνει ιδιαίτερα δελεαστική, χάρη στην έξυπνη εισαγωγή από τη Χάνσεν-Λόβε πολλών περιφερειακών λεπτομερειών από τη ζωή της Ναταλί, αλλά και της ανυπέρβλητης ερμηνείας της Ιζαμπέλ Ιπέρ, η οποία παίρνει όλο το φιλμ στις πλάτες της, πετυχαίνοντας το δύο στα δύο για τούτη τη σεζόν (ήδη), μετά την εξίσου εξαιρετική παρουσία της στο πρόσφατο «Εκείνη» του Πολ Φερχούφεν. Η Ιπέρ είναι απίθανα γοητευτική όταν φαίνεται να αντιμετωπίζει τα πάντα με μια χαρακτηριστική απάθεια, κάνοντας έτσι την επικέντρωση πάνω της πανεύκολη από τη μία, και από την άλλη δίνοντας σε πολλές από τις πράξεις της μια αίσθηση ιλαρότητας. Με τη μεταφορά τής δράσης από το καλοκαιρινό Παρίσι στις γραφικές (αν και συννεφιασμένες) ακτές της Βρετάνης, αλλά και την κάθε τόσο εμφανιζόμενη γάτα της μητέρας της Ναταλί (με το άκρως συμβολικό όνομα Πανδώρα), την οποία παίρνει υπό την προστασία της αναλαμβάνοντας το δύσκολο όπως αποδεικνύεται έργο της φροντίδας της, χρωματίζεται συνεχώς η οπτική της κεντρικής ηρωίδας, προσθέτοντας μια πινελιά φυσικότητας στην πορεία επαναπροσδιορισμού τής ζωής της.