FreeCinema

Follow us

ΕΚΕΙΝΗ (2016)

(ELLE)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Φερχούφεν
  • ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λοράν Λαφίτ, Ανν Κονσινί, Σαρλ Μπερλίν, Βιρζινί Εφιρά, Κριστιάν Μπερκέλ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Σεβαστή επιχειρηματίας πέφτει θύμα βιασμού μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Αντί να καταγγείλει το επεισόδιο στην αστυνομία, ζει διαρκώς μέσα σε αυτή τη σεξουαλική φαντασίωση, λες και επιθυμεί περισσότερο την επανάληψή της παρά να εκδικηθεί τον δράστη.

Ποιος περίμενε αυτή την αναγέννηση του Πολ Φερχούφεν; Με μια απόλυτα αντιφατική καριέρα / φιλμογραφία και όντας ξεγραμμένος εδώ και 16 χρόνια (πολλά θαυμαστικά εδώ), ο Ολλανδός σκηνοθέτης που έθεσε νέα όρια στην τολμηρότητα (σε αιματοβαμμένα πλάνα και ακρότητες ερωτισμού) για το mainstream σινεμά παγκοσμίως κάνει ένα κυριολεκτικό comeback με την πρώτη του γαλλόφωνη ταινία. Το οποίο, αν ρωτάς κι εμένα, δηλώνει πως ο Φερχούφεν… «έπαθε» γαλλικό σινεμά. Χωρίς, όμως, να χάνει τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δημιουργιών του.

Ναι, τούτο το έργο χαρακτηρίζεται από ένα «φτιασίδωμα» κάπως πιο πολιτισμένο και chic, σα να πήρες έναν αγροίκο και να τον κάθισες με το ζόρι σε ένα γαλλικό εστιατόριο όπου οι πάντες τον αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού. Και ο minimal σχεδιασμός των πιάτων δεν του επιτρέπει καν να κάνει την αγαπημένη του… παπάρα! Εκείνος, όμως, θα δείξει ότι τα καταφέρνει στο να εγκλιματιστεί γρήγορα με τα νέα του δεδομένα, έλκοντας το περιβάλλον αυτό πιο κοντά στην πρόκληση των δικών του κανόνων συμπεριφοράς.

«Εκείνη», πέραν των πλέον κλασικών κόλπων αυθάδειας του Φερχούφεν, πατά γερά στα πόδια της εξαιτίας του συνδυασμού ενός ζουμερού γυναικείου χαρακτήρα, ο οποίος συμφωνεί τόσο δόλια με την ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η ηθοποιός συστήνει στον θεατή τη Μισέλ ως μια μεγαλοαστή κυρία που, όμως, ειδικά μετά το συμβάν του βιασμού, μπορεί να εκφράζεται πιο «αλήτικα», απελευθερώνοντας μέσα από τον ρόλο του δυναμικού αλλά και πειθαρχημένου κοινωνικά θηλυκού, μια σαρκαστική τσούλα, πανέτοιμη να εκδικηθεί και να κάνει χαλάστρα στη ζωή όποιων τολμήσουν να βρεθούν μπροστά στις δικές της επιδιώξεις. Η Μισέλ μπορεί να παρκάρει καταστρέφοντας τον προφυλακτήρα του αμαξιού του πρώην της για να κάνει την πλάκα της, μπορεί να αυνανίζεται παρακολουθώντας τον συντηρητικό γείτονά της να στολίζει μια υπερμεγέθη φάτνη Χριστουγέννων στον κήπο του σπιτιού του, μπορεί και να πηδιέται όπως και όποτε το διασκεδάζει με τον σύντροφο της καλύτερης φίλης και επαγγελματικής συνεργάτιδός της. Γιατί… μπορεί!

Το σενάριο (βασισμένο σε βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν, εκείνης της θρυλικής «Betty Blue» των 80’s), λίγο πιο ριψοκίνδυνα απ’ όσο αντέχει, βαραίνει την κεντρική του ηρωίδα με χαρακτήρες – δορυφόρους του προσωπικού της βίου, αλλά και την πάντοτε παρούσα, θριλερική «υποπλοκή» της αναζήτησης της ταυτότητας του βιαστή ανάμεσα στον χώρο εργασίας της και τον στενό της κοινωνικό κύκλο. Η γηραιά μητέρα της Μισέλ, που βρίσκεται στα πρόθυρα του αρραβώνα με εξωφρενικά νεαρότερο από εκείνην άνδρα, ο ελαφρόμυαλος γιος της που υποδέχεται στον κόσμο το (προφανέστατα όχι) δικό του παιδί δίπλα σε μια σκύλα σύντροφο, αλλά και ο πάντοτε απών, κατάδικος πατέρας της και… serial killer, συνθέτουν ένα κωμικοτραγικό σκηνικό υπερβολής που ενίοτε θυμίζει τις «καμένες», μελοδραματικές ιστορίες του Αλμοδόβαρ! Γνωρίζουμε πως και ο Φερχούφεν ανέκαθεν αγαπούσε την υπερβολή (ο «Τέταρτος Άνθρωπος» του 1984 είναι το λαμπερό παράδειγμα) και ότι το δράμα δεν του ταιριάζει καθόλου, γι’ αυτό και το αποφεύγει λες και αποτελεί μια μορφή «εξορκιστή» τού κακού γούστου. Ο Φερχούφεν αγαπά το κακό γούστο. Αγαπά τον κανιβαλιστικό σαρκασμό. Δεν διστάζει να σου δείξει και το σπέρμα ενός άνδρα να χύνεται στο κρεβάτι της Μισέλ, αντιπροσωπεύοντας τον δικό του ενθουσιασμό, τη δική του «βρωμιά», η οποία διαρκώς κοντράρει τον αστισμό και την υποκρισία «Εκείνης». Απλά, δεν… εκτροχιάζεται αρκετά προς τον προσφιλή του προσανατολισμό, αν και τα στοιχεία υπήρχαν για να γίνει το φιλμ ένα πανηγύρι κοινωνικής κριτικής που, ενδεχομένως, θα ζήλευε και ένας Μπουνιουέλ.

Ο σουρεαλισμός των άκρων, λοιπόν, κάπου αισθάνεσαι να φρενάρει εδώ (αν και ο μέσος θεατής θα βρει στιγμές στις οποίες σχεδόν θα σοκαριστεί ή θα αναφωνήσει, έτσι κι αλλιώς), να αυτο-λογοκρίνεται από ένα κάποιο ποσοστό καθωσπρεπισμού της παραγωγής, που μοιάζει να λειτουργεί ως καταπραϋντικό στις λυσσώδεις ορέξεις του Φερχούφεν για περισσότερο προβοκάρισμα. Αυτή η αντίθεση αφήνει στον αέρα τη διάθεση αστεϊσμού που εντοπίζεις στο έργο, με τις περιφερειακές… «Οικογενειακές Ιστορίες» της Μισέλ να κλείνουν κάπως άδοξα (εξαίρεση η επίσκεψη στη φυλακή). Εάν σκεφτούμε σε βάθος ότι μιλάμε για τον σκηνοθέτη του «Βασικού Ενστίκτου» (1992), εκείνου του μνημειώδους… τρολαρίσματος του Χόλιγουντ και του είδους τού αστυνομικού θρίλερ, τότε σε «Εκείνη» τολμώ να πω ότι νοστάλγησα και τις πιο έντονες «πινελιές» μυστηρίου που καλύπτουν την ταυτότητα του βιαστή εδώ. Ο προσανατολισμός προς αυτό το genre είναι πιο ισχνός από το επιθυμητό, μάλλον επειδή το φιλμ ήδη προσπαθεί να πει τόσο πολλά ή και να αυτο-κοντραριστεί με την πρωταγωνίστριά του, που έχει αποφασίσει να λειτουργήσει σαν… οδοστρωτήρας επί της οθόνης ή να πατήσει επί πτωμάτων (και του Φερχούφεν ακόμη!). Στην τελική, ουδείς βγαίνει ακριβώς ηττημένος. Ίσως, όμως, το αποτέλεσμα να θυμίζει μια πάλη στο ring, όπου και οι δύο πλευρές ισοφαρίζουν διαρκώς, με τους αντιπάλους να αιμορραγούν ανήμποροι, καθώς το γρονθοκόπημα συνεχίζεται. Μέχρι τελικής πτώσης.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι γνώστες (και λάτρεις) της συνολικά βέβηλης φιλμογραφίας του Πολ Φερχούφεν θα ανακαλύψουν με ικανοποίηση την επιστροφή του προς κάτι το δημιουργικά ακμαίο. Αν και θαυμαστός ο εγκλιματισμός τού σκηνοθέτη στο πιο «σαλονάτο» στιλ μιας γαλλικής παραγωγής, η ταινία αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, χωρίς να βρίσκει την ιδανική ισορροπία στο σενάριό της, κάπου ανάμεσα στη σάτιρα ηθών και τα θριλερικά στοιχεία, με την αναμενόμενη ροπή του Φερχούφεν στον τονισμό των σεξουαλικών αναφορών. Το γυναικείο κοινό θα το διασκεδάσει άφοβα, αλλά θα ντραπεί να το παραδεχτεί (είναι πολλά τα taboo…). Οι ηθικολόγοι θα κοκκινίσουν και θα δηλώσουν μερική ενόχληση (οι περισσότεροι θα ψεύδονται, φυσικά). Το «Εκείνη» αποτελεί την επίσημη πρόταση της Γαλλίας για την κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα Όσκαρ του 2017, το οποίο σημαίνει ότι θα το ακούτε σε πολλές συζητήσεις στους επόμενους μήνες, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να πιστώνεται μεγάλο μέρος της επιτυχίας.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.