FreeCinema

Follow us

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ: ΑΝΤΑΡΣΙΑ (2015)

(INSURGENT)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Σβέντκε
  • ΚΑΣΤ: Σεϊλίν Γούντλεϊ, Θίο Τζέιμς, Κέιτ Γουίνσλετ, Άνσελ Έλγκορτ, Μάιλς Τέλερ, Ναόμι Γουάτς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Κυνηγημένη από την αδίστακτη Τζανίν, επικεφαλής τής Πολυμάθειας αλλά και ουσιαστικά, πραξικοπηματικά ολόκληρης της Κυβέρνησης, η Τρις συνεχίζει να παλεύει με τους δαίμονες, τις ενοχές και το πένθος της για την εξόντωση της φατρίας των γονιών της, Απάρνηση, ενώ προσπαθεί να επιβιώσει και να σώσει αυτούς που αγαπά.

Με την πρώτη ταινία αυτής της σειράς, «Η Τριλογία της Απόκλισης: Οι Διαφορετικοί», ήμουν ιδιαίτερα επιεικής. Και αυτό, γιατί παρά τις όποιες, σοβαρές αδυναμίες της, ήταν οπλισμένη με ιδιαίτερα γόνιμα και πολλά υποσχόμενα χαρακτηριστικά στην όψη, την αφήγηση και τους χαρακτήρες της, ώστε να κοινωνεί διακριτικά, αλλά άμεσα τη λαχτάρα τη δική της, αλλά και των ανθρώπων της για «ανοχή / ελευθερία προς / για διαφορετικότητα, ποικιλία και πολυχρωμία κλίσης, ταλέντου και χαρακτήρα» (όπως έγραφα πέρυσι).

Δυστυχώς, όμως, αυτό το δεύτερο μέρος της κινηματογραφικής τριλογίας της «Απόκλισης», δεν στέκεται αντάξιο των προσδοκιών και απογοητεύει σφόδρα. Αν και πιο στιλπνό και high-tech στην όψη, δεν χρησιμοποιεί εξίσου δημιουργικά και απρόσμενα τη χρωματική παλέτα όπως ο προκάτοχός του. Ο Σβέντκε («Σχέδιο Πτήσης», «RED»), που διαδέχθηκε τον Νιλ Μπέργκερ στη σκηνοθεσία, απαρνείται σχεδόν ολοκληρωτικά τα βασικά χρώματα (μπλε, κόκκινο, κίτρινο, που μόνο στις «οθόνες» των «computers» της Πολυμάθειας και στις φλόγες μια προσομοίωσης δηλώνουν μετά βίας, φευγαλέο «παρών»). Αντίθετα, εμπιστεύεται αμαχητί τα συμπληρωματικά (τα γήινα καφέ και πράσινο για τη φατρία της Ομόνοιας, και, ανεξήγητα, το γαλάζιο πλέον στα ρούχα της Τζανίν), καθώς και (ευστοχότερα) το μαύρο (που κυριαρχεί στην περιβολή και τους χώρους της περιθωριακής, «παράνομης» ομάδας όσων παραμένουν άνευ φατρίας) και το άσπρο – μαύρο (για τη φατρία της Ειλικρίνειας, που είναι υπεύθυνη για την επιβολή τής – χωρίς φόβο ή πάθος – δικαιοσύνης), ενώ το γκρίζο περιορίζεται πλέον στα απομεινάρια, στο τσιμέντο και στις στάχτες των κατεστραμμένων κτηρίων. Έτσι, όμως, η επιλογή των χρωμάτων φαντάζει πια μόνο ως αισθητική επιλογή, η κόντρα ανάμεσα στις μονόχνοτες, αυστηρές και αλύγιστες φατρίες και την ποικιλία, την ευελιξία και την ανιδιοτέλεια, που χαρακτηρίζουν όσους αποτελούν Απόκλιση, δεν δηλώνεται πλέον και (ευφάνταστα) οπτικά, και η εύστοχα υπόκωφα, αλλά αδιαμφισβήτητα εκφρασμένη λαχτάρα του πρώτου φιλμ για διαφορετικότητα, εδώ και άνευρα χαμηλώνει σε ένταση, και τίποτα καινούργιο δεν έχει να πει.

Ταυτόχρονα, πλην της Τρις τής (και εξαιτίας τής) πάντα εξαιρετικής, «όλα τα λεφτά», πιο περίπλοκης, πιο σκοτεινής και πιο ευάλωτης ως διστακτικής ηρωίδας, Γούντλεϊ, ουδείς από τους – παλιούς και νέους – χαρακτήρες δεν εξελίσσεται στο ελάχιστο έστω, ενώ εκείνος του αδελφού τής Τρις, Κέιλεμπ (Έλγκορτ) προχωρά και σε εντελώς άτσαλα αιφνίδια, αδικαιολόγητη και αψυχολόγητη συμπεριφορά. Συμπεριφορά που προκύπτει ακόμα πιο εκνευριστικά παράλογη εξαιτίας τής ανάγκης του φιλμ να μην ξεφύγει από τα όρια της διαστρεμμένης πλέον αποστείρωσης όσον αφορά το σεξ και τη βία του mainstream αμερικάνικου σινεμά: στη σκηνή κατά την οποία ο Κέιλεμπ αναγκάζεται εν αμύνη να σκοτώσει με έναν λοστό έναν συνάνθρωπό του, ούτε το πτώμα βλέπουμε, ούτε στάλα αίματος λερώνει τον λοστό ή τα ρούχα του, με αποτέλεσμα η – καταλυτική για την ψυχοσύνθεσή του – φρίκη που νιώθει μετά, ίχνος να μην αφήνει στο θυμικό τού θεατή.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι χαρακτήρες που… δεν πάνε πουθενά σ’ αυτό το sequel. Είναι και οι δυσλειτουργικές σχέσεις τού Φορ τόσο με τον πατέρα του Μάρκους, όσο και με την άρτι αφιχθείσα στα δρώμενα, ανεκμετάλλευτη εντέλει μητέρα του, αλλά και – κυρίως και ασυγχώρητα – το ρομάντζο του με την Τρις. Η θαυμάσια παραγωγική διάδραση, το ζουμερό πάρε-δώσε τους στην πρώτη ταινία εδώ παύει να υφίσταται, καθώς το μόνο που κάνει πλέον ο – ξαφνικά παθητικός – Φορ είναι να της λέει πόσο πολύ την αγαπάει, προσπαθώντας (μάταια) να την πείσει να μην υποκύψει στις ενοχές και της ανασφάλειές της. Είναι επιπλέον το γεγονός πως από πολύ νωρίς στην ταινία εγείρεται και αιωρείται η απειλή ενός εμφύλιου πολέμου, που όταν τελικά ξεσπά… για πόλεμο άκουγες, αλλά πόλεμο δεν βλέπεις. Και είναι και η αποκάλυψη της καταγωγής και του λόγου ύπαρξης των φατριών, μέσω μυστήριου κουτιού (που η Τρις καταφέρνει να ξεκλειδώσει μετά από μια ενοχλητικά ανεξήγητη νεκρανάσταση), η οποία αν και ανοίγει αποτελεσματικά τον δρόμο προς το τρίτο και τελευταίο – τι έκπληξη, σπασμένο σε δύο ταινίες! – μέρος αυτής της σειράς, ελάχιστα λιγότερο ακατάληπτες ή προβληματικές κάνει τις φατρίες ως τρόπο δημιουργίας μιας ειρηνικής κοινωνίας.

Προς τι τα δύο «αστεράκια» στην αξιολόγηση, λοιπόν; Γιατί η Γούντλεϊ αξίζει ένα, ολόκληρο μόνη της. Και γιατί, αν και για περισσότερο από τη μισή διάρκειά της, τίποτα πραγματικά συναρπαστικό ή εντυπωσιακό δεν συμβαίνει σε αυτή την «Ανταρσία», από τη στιγμή που η Τρις αρχίζει να βιώνει τις προσομοιώσεις στις οποίες την υποβάλλει η Τζανίν, το θέαμα τουλάχιστον απογειώνεται και η αφήγηση τολμά επιτέλους κάποιες ανατροπές.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ισχύει ότι λέγαμε και πέρυσι: «Είσαι πωρωμένη fan των βιβλίων της Βερόνικα Ροθ; Σπεύσε. Είσαι θηλυκό από 15 έως 105 χρονών και έχεις προ πολλού γυρίσει την πλάτη στα παραμύθια με τις δεσποσύνες σε κίνδυνο, που μόνο ένας ιππότης / μεσσίας μπορεί να σώσει; Δε θα σε «φτιάξει» όπως οι «Αγώνες Πείνας», ούτε όμως και θα σε χαλάσει. Είσαι θηλυκό ή αρσενικό, νεαρός ενήλικας ή μη και έχεις σκυλοβαρεθεί τα young adult pop φαινόμενα; Μακριά!». Με δύο, όμως, βασικές διαφορές: α) οι σημαντικές, εμφανείς ακόμα και από τα trailers, αλλαγές που τολμά το φιλμ σε σχέση με το ομότιτλο βιβλίο στο οποίο βασίζεται έχει ήδη… ξινίσει ουκ ολίγες fans της λογοτεχνικής τριλογίας τής Ροθ, και β) προς Θεού, μην πληρώσεις έξτρα για να δεις αυτή την «Ανταρσία» σε 3D, αφού αυτό καμία απολύτως διαφορά δεν κάνει.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.