Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ: ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ (2014)
(DIVERGENT)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νιλ Μπέργκερ
- ΚΑΣΤ: Σεϊλίν Γούντλεϊ, Θίο Τζέιμς, Κέιτ Γουίνσλετ, Τζάι Κόρτνεϊ, Άσλεϊ Τζαντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Σε ένα χρονικά απροσδιόριστο, μετα-αποκαλυπτικό μέλλον, σε μια (φαινομενικά) ειρηνική κοινωνία χωρισμένη σε Φατρίες, η Τρις συνειδητοποιεί πως δεν ταιριάζει σε καμία και αποτελεί «Απόκλιση». Όταν μαθαίνει πως κάποιοι τη θεωρούν επικίνδυνη και θα την κυνηγήσουν μέχρι θανάτου, προσπαθεί, με τη βοήθεια του μέντορά της στην – κατ’ επιλογή Φατρία της – «Γενναιότητα», Φορ, να επιβιώσει, αλλά και να μάθει την αλήθεια.
Αντίθετα με τα προηγούμενα, βασισμένα σε best-seller σειρές βιβλίων για young adults, κινηματογραφικά hit, «Χάρι Πότερ», «Λυκόφως» και «Αγώνες Πείνας», αυτή την πρώτη ταινία της «Τριλογίας της Απόκλισης» την είδα χωρίς να έχω … ξεκοκαλίσει πρωτύτερα τα βιβλία τής Βερόνικα Ροθ, στο πρώτο εκ των οποίων βασίζεται. Έτσι δεν είχα μεγάλες προσδοκίες να δω πόσο αντάξια θα σταθεί τελικά του λιγότερο («Χάρι Πότερ») ή περισσότερο («Αγώνες Πείνας») αγαπημένου μου αναγνώσματος. Και ενώ η εξαιρετική του πορεία στα αμερικάνικα ταμεία με είχε προδιαθέσει θετικά (εμπιστεύομαι ιδιαίτερα το κοινό, ειδικά όταν πρόκειται για σινεμά είδους / genre αγγλιστί), η απρόσμενα αρνητική, σαφώς κάτω του μετρίου υποδοχή που του επεφύλαξαν οι κριτικοί τής απέναντι πλευράς του Ατλαντικού, με είχε προσγειώσει απότομα. Λίγο προτού πέσουν οι τίτλοι τής αρχής, λοιπόν, είχα… παλαντζάρει. Δεν αισθανόμουν καμία ιδιαίτερη προσμονή ή προκατάληψη. Ήμουν… ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Αντιμέτωπη μόνο με την ταινία μπροστά μου, και τίποτε άλλο.
Και αυτή η ταινία, παρά τις όποιες αδυναμίες της και το απροσπέραστο γεγονός πως σε σύγκριση με τους σύγχρονούς της, λατρεμένους πλέον (μετά το παραλίγο αριστουργηματικό δεύτερο μέρος τους, «Φωτιά») από επαγγελματίες και μη θεατές, «Αγώνες Πείνας», μειονεκτεί αισθητά, με κέρδισε. Γιατί από τη μια δε χρειαζόταν να έχω διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο για να με παρασύρει στην – άνευ ενοχλητικών, αδικαιολόγητων κενών ή άχαρης βιασύνης – αφήγησή της. Και από την άλλη, επειδή δεν της αρέσει να γίνεται προφανής: κάποια (ουσιαστικά) πράγματα (η «Απόκλιση» του Φορ, όσο και εκείνη, πιθανή ή μη του αδελφού τής Τρις, Κέιλεμπ, ή οι αιτίες πίσω από τη φημολογούμενη κακοποίηση που άσκησε ο επικεφαλής της κυβερνούσας «Απάρνησης» στο γιο του) δε δηλώνονται ποτέ ευθέως ή με υπερβολικές επεξηγήσεις, και αφήνονται προς βαθιά ή μη ανάγνωση στην κρίση του θεατή. Γιατί, επίσης, ο Μπέργκερ («Απόλυτη Ευφυΐα», «Ο Μάγος Άιζενχαϊμ») βουτά το δυστοπικό μέλλον τής ανθρωπότητας σε ένα ψυχρό, χλωμό, σχεδόν ασπρόμαυρο, περιστασιακά μολυσμένο από τα βασικά χρώματα (το μπλε στο φόρεμα της «κακιάς» Τζανίν / Γουίνσλετ, το κίτρινο στα δωμάτια των test, το κόκκινο στο σαλόνι παροχής τατουάζ της «Γεναιότητας») και κανένα συμπληρωματικό (πράσινο, πορτοκαλί, μωβ), πλην του γκρίζου. Του τόσο ανθρώπινου γκρίζου που προκύπτει από την πρόσμιξη του λευκού (που εμπεριέχει όλα τα χρώματα) και του μαύρου (που δεν εμπεριέχει κανένα) και εκφράζει αθόρυβα, αλλά εύγλωττα, τη λαχτάρα αυτού του φιλμ και των ανθρώπων του για ανοχή / ελευθερία προς / για διαφορετικότητα, ποικιλία και πολυχρωμία κλίσης, ταλέντου και χαρακτήρα.
Γιατί, τέλος, όπως η Κάτνις της ασύγκριτης Τζένιφερ Λόρενς, έτσι και η Τρις της εξαιρετικής Γούντλεϊ («Οι Απόγονοι») είναι μια διστακτική, εναλλακτική, μη συνειδητοποιημένη ηρωίδα, που σώζει τον κόσμο της μόνο κατά την προσπάθειά της να σώσει τους αγαπημένους της (φίλους, γονείς, αδελφό, Φορ). Σαν την Κάτνις (και αντίθετα με την Μπέλα), δε βιώνει τον έρωτα ως αυτοσκοπό, αλλά… σκοντάφτει σε αυτόν (που της πρέπει και της αξίζει), στην πορεία της προς την αυτο-εκπλήρωση. Ενώ, όμως, η Κάτνις αργεί να τον αναγνωρίσει και να αφεθεί σ’ αυτόν (την Ιθάκη της), η Τρις τον αποδέχεται άμεσα ως αληθινό, τον φοβάται μόνο για μια στιγμή (παραίσθησης) και ο φόβος της την αφυπνίζει. Και είναι εξαρχής, πραγματικά, ακαταμάχητα γοητευτικό το πάρε – δώσε μεταξύ της ήρεμης δύναμης της Τρις / Γούντλεϊ και του εκρηκτικά εγκρατή Φορ / Τζέιμς (ή Ταπτίκλης, όπως είναι το πραγματικό του επίθετο αφού, ναι, είναι Βρετανός ελληνικής καταγωγής). Τόσο, που η σκέψη σου θα αργήσει να διαμαρτυρηθεί για τα κακώς κείμενα αυτού του φιλμ.
Ποια είναι αυτά; Η όχι ιδιαίτερα πολυδιάστατη αλληγορία του. Πέρα από ύμνος υπέρ τού κόντρα σε καλούπια και κανόνες διαφορετικού, δε λειτουργεί. Αφενός κάθε Φατρία του είναι βασισμένη σε υπερ-απλουστευμένα κλισέ και στερεότυπα, κολλημένα, θαρρείς, σε μια παρωχημένη σχολική νοοτροπία. Και αφετέρου προβαίνει σε δύο πολύ αμφιλεγόμενες και ανησυχητικές επιλογές: κακιά της υπόθεσης προβάλλει άνευ κινήτρων η επικεφαλής τής «Πολυμάθειας» (των πολυδιαβασμένων nerd, δηλαδή!), Τζανίν, ενώ η Τρις, που μπορεί να διαλέξει όποια Φατρία τής κάνει κέφι, επιλέγει τελικά να καταταγεί στη «Γενναιότητα» (τουτέστιν, στα σώματα ασφαλείας!). Άσε που η λογική πως η κοινωνία έχει χωριστεί σε Φατρίες για να παραμένει ειρηνική δεν ευσταθεί, παρά το γεγονός πως η Κυβέρνησή της βρίσκεται στα χέρια τής – πιο ανιδιοτελούς Φατρίας της – «Απάρνησης» (και αυτό μόνο στα λόγια / διαλόγους, αφού η Τζανίν είναι πανταχού παρούσα και βγαίνει πάντα μπροστά). Όταν χωρίζεις τον κόσμο σε ομάδες, είναι μοιραίο να δημιουργηθεί (αθέμιτος) ανταγωνισμός και (βίαιες) κόντρες για το ποια θα… βάλει γκολ. Μαθαίνω, βέβαια, πως από το επόμενο βιβλίο / ταινία αρχίζει να αποκαλύπτεται η καταγωγή, τα πώς και τα γιατί της δημιουργίας των Φατριών. Ως έχουν εδώ, όμως, σε αυτή την ταινία, είναι σφόδρα προβληματικές. Απλά, δε βγάζουν νόημα.