ΑΣΠΙΛΗ (2024)
(IMMACULATE)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Μόχαν
- ΚΑΣΤ: Σίντνεϊ Σουίνι, Άλβαρο Μόρτε, Μπενεντέτα Πορκαρόλι, Σιμόνα Ταμπάσκο, Τζόρτζιο Κολάντζελι, Ντόρα Ρομάνο, Γκιούλια Χίθφιλντ Ντι Ρέντζι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Η αδελφή Σεσίλια γίνεται αποδεκτή με θέρμη σ’ ένα ειδυλλιακό μοναστήρι στην ιταλική ύπαιθρο, προορισμό ηλικιωμένων καλογριών που εκεί πρόκειται ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή, πριν καταλήξουν στις πύλες του Παραδείσου. Σταδιακά, όμως, θα γίνει προφανές πως το καινούργιο «σπιτικό» της Αμερικανίδας μοναχής… κυοφορεί «θαυματουργούς» κινδύνους.
Όχι! Εδώ δεν έχουμε ούτε δαιμονισμένες καλόγριες, ούτε εξορκισμούς! Η πλοκή της «Άσπιλης», παρά το γνώριμο terrain δράσης, είναι πολύ πιο αλλόκοτη, αν όχι και εξωφρενική από τα τετριμμένα τούτου του genre! Ο τίτλος από μόνος του «καρφώνει» το… ευκόλως εννοούμενο «μυστικό» του σεναρίου, που αγριεύει… εκτροχιασμένα στην (πραγματικά gory) κορύφωσή του, βγάζοντας τους θεατές σαφώς διχασμένους από την αίθουσα.
Όταν η ενορία της ξεμένει από πιστούς, η αδελφή Σεσίλια τολμά να μετακομίσει από τις ΗΠΑ στην Ιταλία, αποδεχόμενη την πρόσκληση του πάτερ Τεντέσκι, να συνεχίσει τον άσπιλο βίο της σε μια απομονωμένη μονή, στην οποία αποσύρονται γηραιές καλόγριες που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. Τα πάντα δείχνουν φυσιολογικά, όμως, φυσικά υπάρχουν και οι κακές αδελφές (που κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί τι κρύβουν ή γιατί συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως), ενώ η εναρκτήρια σεκάνς της ταφής μιας… ζωντανής νεαρής καλόγριας που επιχείρησε να διαφύγει νύχτα από το μοναστήρι, μας έχει ήδη προϊδεάσει για μελλούμενα αρκούντως αγριευτικά.
Με το που θ’ αρχίσει τους εμετούς η Σεσίλια, το πράγμα θα γίνει εντελώς σαφές, όμως, το ανεξήγητο του συγκριμένου γεγονότος κάπου πρέπει να βασιστεί. Κι εκεί είναι που η ιστορία κυλά όλο και περισσότερο προς το αλλόκοτο (αν και διασκεδαστικό για τους πιο… άπιστους εκ των θεατών!), προχωρώντας σε ένα δεύτερο μέρος έντονα εκκεντρικής υπερβολής.
Ο Μάικλ Μόχαν υπογράφει κάτι το εξαιρετικά προσεγμένο καλλιτεχνικά, σε βαθμό να μην πιστεύεις ότι παρακολουθείς ένα τυπικής κατανάλωσης σύγχρονο horror εκκλησιαστικού περιεχομένου (και φανατισμού), με σοβαρότητα στο αισθητικό μέρος (κάτι που είχα ξεχωρίσει με μεγάλη ικανοποίηση και στην περσινή «Καλόγρια ΙΙ»). Μπορεί να είναι αρκετά χειριστικός στα «μπου!» του, όμως, σέβεται και την επιθυμία των hardcore-άδων θεατών για εικόνες απωθητικά αρρωστημένης βίας και άπλετων δόσεων αίματος (μιλάμε για σκληρό R rating), που θα αποζημιώσουν με το παραπάνω.
Στα θετικά και η ερμηνεία της Σίντνεϊ Σουίνι, που από τη romantic χαριτωμενιά του πλέον πρόσφατου «Λατρεύω να σε Μισώ», βουτάει στα βαθιά ενός εντελώς διαφορετικών απαιτήσεων πρωταγωνιστικού ρόλου και… σαρώνει με πειστικότητα, και στα κομμάτια όπου στέκει απλά ως γλυκερά αθώα, και στα κομμάτια της νοσηρής συνειδητοποίησης του τι ακριβώς της συμβαίνει, και στο πολύ θαρραλέα… ηχηρό και ιδιαίτερα άγριο φινάλε, στο οποίο οι αναλαμπές αναμνήσεων από την «Κάθοδο» (2005) και το «Μωρό της Ρόζμαρι» (1968) είναι αναπόφευκτες (φυσικά, πρέπει να έχετε δει και τα δύο φιλμ για να εντοπίσετε – και να σκεφτείτε – τις αναφορές σε αυτά)!
Οι ενστάσεις σίγουρα αφορούν στο γκροτέσκο της τελικής πράξης / αναμέτρησης με το Κακό (πόσο παράδοξο και ειρωνικό εδώ!), που εικονογραφείται με γραφικότητα υπερβολής και υπονομεύει όλη την υπόλοιπη ταινία με μια ροπή προς το… φαρσικό (χωρίς να φέρει απαραίτητα κάποιο στίγμα χιούμορ κατά βάθος).