ΑΝ Η ΟΔΟΣ ΜΠΙΛ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ (2018)
(IF BEALE STREET COULD TALK)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπάρι Τζένκινς
- ΚΑΣΤ: Κίκι Λέιν, Στεφάν Τζέιμς, Ρετζίνα Κινγκ, Κόλμαν Ντομίνγκο, Ντιέγκο Λούνα, Πέδρο Πασκάλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Το ονειρικό ρομάντζο ενός νεαρού ζευγαριού στο Χάρλεμ των αρχών της δεκαετίας του ‘70 διακόπτεται απότομα όταν εκείνος φυλακίζεται για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Η κοπέλα, έγκυος με το παιδί τους, θα αγωνιστεί να τον βοηθήσει να αποφυλακιστεί, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τη θέση της σε έναν δύσκολο κόσμο.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του διάσημου συγγραφέα Τζέιμς Μπόλντουιν, γραμμένο το 1974, και το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει ιδανικότερος κινηματογραφικός δημιουργός να μεταφέρει τον λυρισμό, τη ρομαντική μελαγχολία και τον χαμηλότονο μα συνάμα και τόσο έντονο πολιτικο-κοινωνικό σχολιασμό από τον Μπάρι Τζένκινς, τον σκηνοθέτη / σεναριογράφο που μας χάρισε το πολυβραβευμένο «Moonlight» το 2016. Σε μια κινηματογραφική βιομηχανία (mainstream και ανεξάρτητη) όπου επικρατούν οι ηχηρές φωνές, οι μεγαλοστομίες και οι οπτικοακουστικές φανφάρες, λίγοι είναι οι εναπομείναντες «ποιητές» της μεγάλης οθόνης, και ο Τζένκινς αποδεικνύει πως είναι όντως ένας από αυτούς.
Η οδός Μπιλ (στον τίτλο του βιβλίου και της ταινίας) αναφέρεται σε έναν δρόμο στη Νέα Ορλεάνη «όπου γεννήθηκαν ο πατέρας μου, ο Λούι Άρμστρονγκ και η jazz. Καθένας από τους μαύρους ανθρώπους της Αμερικής γεννήθηκε στην οδό Μπιλ», όπως γράφει ο Μπόλντουιν και «κοπιάρει» ως επεξηγηματικό πρώτο κάδρο της ταινίας ο Τζένκινς. Καθώς η δράση διαδραματίζεται στο νεοϋορκέζικο Χάρλεμ, είναι προφανές πως η οδός Μπιλ είναι ένα νοητό σύμβολο, και ο Τζένκινς μάς έχει ήδη αποδείξει από το «Moonlight» πως είναι ειδικός στον κινηματογραφικό συμβολισμό. Καθώς το απόσπασμα από το έργο του Μπόλντουιν δίνει τη θέση του στο πρώτο κινηματογραφικό κάδρο, η κάμερα μας συστήνει τους δύο νεαρούς ήρωες, την Τις και τον Φόνι, οι οποίοι βολτάρουν ανέμελοι και αποπνέουν μια βαθιά συναισθηματική σύνδεση που υπερβαίνει τα στερεοτυπικά, ρηχά και συνήθως βραχύβια ρομάντζα, καθώς ο ένας κοιτά με ειλικρίνεια και απέραντη αγάπη τα μάτια του άλλου, με μια ενστικτώδη αίσθηση πως θυμίζουν μοντέρνους Ρωμαίο και Ιουλιέτα, ενώ η μουσική που τους συνοδεύει δεν είναι (όπως θα περίμενε κανείς) jazz, αλλά τα υπέροχα μελαγχολικά έγχορδα της σύνθεσης του Νίκολας Μπρίτελ, που εντείνουν τον συναισθηματικό αντίκτυπο αλλά και προοιωνίζονται τις δύσκολες συνθήκες που θα συναντήσει το ζευγάρι μετά το τέλος αυτής της εναρκτήριας σκηνής. Η μουσική τού Μπρίτελ θα συνεχίσει να «αγκαλιάζει» τους βασικούς χαρακτήρες σε όλο το δίωρο κινηματογραφικό τους ταξίδι, όπως έκανε με εξίσου μαγευτικά αποτελέσματα και στην προηγούμενη συνεργασία του με τον Τζένκινς, στο «Moonlight».
Αναμενόμενα, η ιστορία τους δεν έχει καλή εξέλιξη, καθώς ο Φόνι φυλακίζεται για μια υπόθεση βιασμού στην οποία δεν είχε καμία ανάμειξη, ενώ η Τις μαθαίνει πως είναι έγκυος. Κι ενώ η δική της οικογένεια αντιδρά στα νέα της εγκυμοσύνης με χαρά κι αισιοδοξία, οι snob «θεούσες» μητέρα και αδελφές του Φόνι αποτάσσονται την όλη κατάσταση κι εξαφανίζονται από την αφήγηση μετά από μια (αλλά επική) σκηνή στο σπίτι της οικογένειας της Τις. Η (μόλις) 19χρονη κοπέλα, με τη στήριξη της φαμίλιας της και κυρίως της «ήρεμης δύναμης» που είναι η μητέρα της, αναλαμβάνει με ψυχραιμία, στωικότητα μεγαλύτερη της ηλικίας της και ψυχική δύναμη την ευθύνη της επερχόμενης μητρότητας, τον ουσιαστικό αγώνα για την αποφυλάκιση του Φόνι αλλά και τα πλήγματα από τις αναπόφευκτες αντιξοότητες που συναντούν καθημερινά Αμερικανοί πολίτες με το «λάθος» χρώμα δέρματος μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
«Αυτή η χώρα πραγματικά δεν συμπαθεί τους αράπηδες, φίλε μου», όπως αναφέρει ένας πρωταγωνιστικός χαρακτήρας, λόγια της γραφής του Μπόλντουιν και της κινηματογραφικής μεταφοράς του Τζένκινς που δυστυχώς αντηχούν δυνατά μέχρι τώρα, σχεδόν μισόν αιώνα από τότε που πρωτογράφτηκαν. Ο Τζένκινς, όμως, δεν έχει κάνει (ούτε είχε ποτέ σκοπό να δημιουργήσει) μια πολεμική ταινία. Ο θυμός και το άδικο βρίσκονται ασφαλώς παρόντα, ωστόσο η οργή δεν είναι εξόφθαλμη και αυτοσκοπός της ταινίας (ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσει κανείς το contrast της κινηματογραφικής γλώσσας μεταξύ του Τζένκινς και του Σπάικ Λι του επίσης διαδραματιζόμενου σε παρόμοια εποχή «Η Παρείσφρηση»). Με τον χαρακτηριστικό (πλέον) αφηγηματικό λυρισμό και τη σχεδόν «zen» σκηνοθετική του στάση, ο Τζένκινς (μέσω της γραφής τού Μπόλντουιν) επικεντρώνεται τόσο στο ζευγάρι όσο (κυριότερα) και στη δύναμη της εικόνας της γυναίκας – μητέρας, με μια πιο σοφιστικέ περιγραφή παραδείγματος girl power (από όσα έχουμε συνηθίσει, ειδικά πρόσφατα, στη μεγάλη οθόνη). Με την έξοχη χρήση της έτσι κι αλλιώς πανέμορφης φωτογραφικής παλέτας του Τζέιμς Λάξτον, ο Τζένκινς στήνει συχνά τους ηθικά και συναισθηματικά αθώους (#diplhs) ήρωές του σε κινηματογραφικά κάδρα που παραπέμπουν σε αγιογραφίες (σε μια ακόμα άμεση σύγκριση με παρόμοια κάδρα στην «Παρείσφρηση» του Λι, ο Τζένκινς «κερδίζει»), ενώ αληθινές φωτογραφίες αρχειακού υλικού της εποχής που μαρτυρούν φυλετικές εντάσεις, αστυνομική βία, καθώς και τη φτώχεια αστικών περιοχών όπου έμεναν μειονότητες, κόβουν κάπως απότομα τη σχεδόν ονειρική κινηματογράφηση, σαν θλιβερές υπενθυμίσεις του παρελθόντος αλλά και του παρόντος στο οποίο, τελικά, ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Ωστόσο, υπάρχει και το κατά καιρούς σωτήριο (αν και διάσπαρτο) χιούμορ, μέσα σε ένα σενάριο που είναι συχνά (και αναμενόμενα, γνωρίζοντας πια τη χαρακτηριστική σεναριακή γραφή του Τζένκινς) αφαιρετικό, δίνοντας περισσότερη προσοχή στον ψυχισμό και τα συναισθήματα παρά στα λόγια των χαρακτήρων, προσφέροντας έτσι μια ιδιαίτερα φορτισμένη πρόκληση στους ηθοποιούς του, οι οποίοι δεν απογοητεύουν. Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, Κίκι Λέιν και Στεφάν Τζέιμς, είναι ιδανικά επιλεγμένοι για τους αντίστοιχους ρόλους των Τις και Φόνι, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια στην αγνότητα των συναισθημάτων τους, ενώ η Ρετζίνα Κινγκ είναι επάξια υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου ρόλου, υποδυόμενη τη μητέρα της Τις που προσπαθεί να βοηθήσει και να στηρίξει με κάθε τρόπο τη νεαρή της κόρη.
Όπως και οι δύο κεντρικοί ήρωες, έτσι και ο Τζένκινς κοιτά τον θεατή κατάματα, με ακλόνητη ειλικρίνεια και πειθώ, σε ένα όχι μόνο επίκαιρο, αλλά διαχρονικό κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που πηγάζει από την πένα ενός αληθινά σημαντικού λογοτέχνη, και το αποτέλεσμα του συνδυασμού των δύο τεχνών είναι αρμονικά ιδανικό κι επιτυχημένο.