Η ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ (2018)
(BLACKkKLANSMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σπάικ Λι
- ΚΑΣΤ: Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον, Άνταμ Ντράιβερ, Τόφερ Γκρέις, Κόρεϊ Χόκινς, Λόρα Χάριερ, Ρόμπερτ Τζον Μπερκ, Ράιαν Έγκολντ, Άλεκ Μπόλντουιν, Χάρι Μπελαφόντε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 135'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Ο πρώτος Αφροαμερικανός ντετέκτιβ σε αστυνομικό Τμήμα του Κολοράντο καταφέρνει να γίνει (από τηλεφώνου) φίλος με τον ηγέτη της τοπικής Ku Klux Klan και βοηθά λευκό συνάδελφό του να παρεισφρήσει στην οργάνωση.
Έχουν περάσει 12 χρόνια από την τελευταία φορά που ο Σπάικ Λι είχε γυρίσει ταινία που… βλεπόταν! Ο «Υποκινητής» ήταν ένα ωραίο αστυνομικό θρίλερ με φόντο ληστείας τραπέζης, με δυνατό καστ, δίχως τις συνηθισμένες διαφυλετικές «κορώνες» του σκηνοθέτη. Χωρίς το «μήνυμα». Ήταν ένα ψυχαγωγικό φιλμ. Για κάθε είδους θεατές. Οι κριτικές ήταν ΟΚ, το box-office χαρούμενο, ο Λι ίσως… όχι! Διότι ενδεχομένως να ήταν «παραγγελιά» το έργο, από εκείνα που δεν φτάνουν στα… βραβεία. Όπως και να ‘χει, ήταν μια θετική αναλαμπή σε μια καριέρα που μοιάζει με roller coaster. Με τη διαφορά πως οι… κατηφόρες του ήταν πολύ πιο άσχημες και συχνές. Σήμερα, με την «Παρείσφρηση», ο Λι μας έρχεται με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών, έχει ξανά πέραση στα ταμεία και συζητιέται μέχρι και για τα Όσκαρ (βιαστικό αυτό το τελευταίο, αλλά αν το έχεις παρατηρήσει, τα τελευταία έτη υπάρχει μια δυναμική παρουσία και προτίμηση προς τα «μαύρα» φιλμ). Παρουσιάζεται, λοιπόν, ένα έντονο ρεύμα υποστήριξης, συνοδευτικά. Σίγουρα πιο εμφανούς από εκείνη που συνάντησε το 2006. Γιατί; Εδώ παίζει «μήνυμα». Το πλέον προφανές από δαύτα. Για ταινία του Σπάικ Λι μιλάμε. Το ‘χουμε;
Η «Παρείσφρηση» ξεκινά με σκηνή από το… «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (1939), αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό που θα παρακολουθήσεις διαθέτει χιούμορ. Το προφανές χιούμορ. Που γίνεται περισσότερο… ντουντούκα με πλάνα από τη «Γέννηση ενός Έθνους» (1915), καθώς ο Νότιος και ρατσιστής «δόκτορας» του Άλεκ Μπόλντουιν βγάζει ένα λογύδριο εισαγωγής γεμάτο στερεότυπα, για την εισβολή της βρωμερής μαύρης φυλής στη ζωή του αγνού, λευκού Αμερικανού. Ναι, είναι μια αναφορά που παραπέμπει στον Ντόναλντ Τραμπ. Κέρδισες μια καραμελίτσα, πιπίλα την, ώστε να προχωρήσουμε στο έργο…
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70 και ο Ρον κάνει την εμφάνισή του σε ένα αστυνομικό τμήμα του Κολοράντο. Αφροαμερικανός, με «funky» παρουσιαστικό, γίνεται δεκτός με ανάμεικτα συναισθήματα από τους εκεί συναδέλφους του. Έχει καλό βιογραφικό και, σταδιακά, καταφέρνει να αναλάβει χρέη ντετέκτιβ. Εξαιτίας του χρώματός του, χρησιμοποιείται για να παρακολουθήσει τις τοπικές δράσεις μελών του Black Panther Party (enter ρομαντική υποπλοκή) ως «μυστικός». Ο τύπος είναι τζιμάνι, κερδίζει όλο και περισσότερη εκτίμηση στο κόμμα, η οποία του επιτρέπει να παίρνει και πρωτοβουλίες, όπως το να καλεί νούμερο από αγγελία της… Ku Klux Klan σε εφημερίδα! Θα κάνει την «επαφή», πείθοντας τον συνομιλητή του ότι πρόκειται για λευκό, θα του ζητήσουν να τον δουν και να τον στρατολογήσουν και εκεί θα χρειαστεί τη βοήθεια του Φλιπ, ενός Εβραίου (χα!) μπάτσου, ο οποίος θα παρεισφρήσει στη ρατσιστική οργάνωση.
Το φιλμ αποτελεί μια «based upon some fo’ real, fo’ real shit» εκδοχή πραγματικών γεγονότων και αυτό είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις όση ώρα το παρακολουθείς. Όχι μονάχα για τις απιθανότητες και τις αφέλειες του καταστασιακού, αλλά και για τον φαρσικό, σχεδόν καρτουνίστικο τόνο της αφήγησης. Είναι λίγο δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά τα όσα συμβαίνουν, ειδικά από τη σεκάνς του τοπικού συνεδρίου της ΚΚΚ κι έπειτα. Σχεδόν δύο φιλμικά είδη συγκρούονται μεταξύ τους. Εκείνο του αστυνομικού θρίλερ που έχει τις βάσεις του στα ‘70s (προσωπικά, το οπτικό μέρος και ύφος με πήγε περισσότερο προς το «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ, άσχετα από τις δηλώσεις του ίδιου του Λι, ότι οι αναφορές του προσεγγίζουν «Σέρπικο» και «Άνθρωπο από τη Γαλλία» μεριά…), αλλά κι εκείνο μιας… παρωδίας που στοχεύει εξόφθαλμα πολιτικά (ο επικεφαλής της ρατσιστικής οργάνωσης θέλει να κάνει την Αμερική… «great again»!). Το αποτέλεσμα είναι ένα πραγματικό ανέκδοτο, γεμάτο από αφόρητα κλισέ που δεν δικαιολογούν την ύπαρξη του φιλμ ούτε ως αστυνομικής «περιπέτειας» αλλά ούτε και ως βιογραφικής απόπειρας που αναπαριστά ρεαλιστικά συμβάντα. Η κορύφωση, υπό την απειλή μιας ωρολογιακής βόμβας, περισσότερο το γέλιο μπορεί να προκαλέσει παρά το σασπένς, ενώ το σενάριο (και ο Λι) έχουν χάσει το μέτρημα σε υποθετικά φινάλε που θα μπορούσαν να είχαν κλείσει το φιλμ αρκετά συντομότερα (ξαναδές τη διάρκεια της «Παρείσφρησης» στα άνωθεν στοιχεία συντελεστών!).
Κι εκεί που ευχόσουν να έρθει (επιτέλους) ένα τέλος, ο Σπάικ Λι αποφασίζει να κάνει έναν κάποιο «παραλληλισμό» με το σύγχρονο παρόν, προσθέτοντας ρεπορταζιακά, ρεαλιστικά πλάνα από κρούσματα βίας και ρατσισμού στην Αμερική του σήμερα, με έμφαση στο πολύνεκρο χτύπημα στην πόλη του Σάρλοτσβιλ, το 2017. Οι εικόνες είναι σκληρές, το συμβάν είναι παράλογο, αλλά η ένθεση αυτού του υλικού δεν προσθέτει τίποτε στη συνείδηση του θεατή. Δηλαδή τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι ο Λι είναι ένας αφόρητος λαϊκιστής, που θα χρησιμοποιήσει όσο πιο κραυγαλέα γίνεται τα μέσα της δικής του καταγγελίας για να κάνει τη δουλίτσα του. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να υπερασπιστώ έναν Γιώργο Τράγκα του μαύρου σινεμά.