ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ (2018)
(HOT SUMMER NIGHTS)
- ΕΙΔΟΣ: Νεανικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ελάιτζα Μπάινουμ
- ΚΑΣΤ: Τιμοτέ Σαλαμέ, Μάικα Μονρόου, Άλεξ Ρόου, Έμορι Κοέν, Τόμας Τζέιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Το καλοκαίρι του ’91, ο Ντάνιελ πηγαίνει με το ζόρι για διακοπές στο σπίτι της θείας του, στο Cape Cod. Τι καλύτερο από το… εμπόριο ναρκωτικών για να βγάζει το χαρτζιλίκι του;
Η τυπολογία των νεανικών δραματικών φιλμ στα οποία το «coming of age» συνορεύει με την εγκληματικότητα μας έχει δώσει ταινιάρες στο παρελθόν. Από τις «Σκοτεινές Μπίζνες ενός Πρωτάρη» (1983) μέχρι τα πιο σύγχρονα «Το Χυμαδιό» (2008) και «Baby Driver» (2017), οι ήρωες αυτών των ταινιών αποθέωναν έναν αμοραλισμό πολύ πιο βρώμικο από την απλή κοπάνα του Φέρις Μπιούλερ, χωρίς να δειλιάζουν για τις πράξεις τους και, σχεδόν πάντα, μεταδίδοντας σε ένα ηλικιακά παρόμοιο target group θεατών το μήνυμα αποδοχής της ανομίας, με φινάλε… όχι του θανατά (κλείσιμο ματιού). Οι «Καλοκαιρινές Νύχτες» ακολουθούν αυτό το «genre», αλλά βαδίζουν σε… πιο λάθος δεν γίνεται μονοπάτια.
Είναι οδυνηρά δυσάρεστη και καταθλιπτική η παρακολούθηση τούτου του σκηνοθετικού ντεμπούτου από τον Ελάιτζα Μπάινουμ, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, παίρνοντας στις πλάτες του την πλήρη ευθύνη του ναυαγίου. Το στιλάκι της αφήγησης είναι προφανές και γνώριμο εξαρχής, αφήνοντας κάποιες ελπίδες ότι θα δεις κάτι ευπρεπές (στο μέτρο μιας νεανικής ταινίας). Γρήγορα, όμως, το άνευ σημασίας και λόγου ύπαρξης voice-over μαρτυρά ότι όλο το concept του φιλμ αποτελείται από μια συρραφή σκηνοθετικών «δανείων» που έκαναν άλλες ταινίες να δείχνουν cool, σαν τη μοναδική απόπειρα να επιπλεύσει ένα ανεκδιήγητο σενάριο. Το αγόρι / outsider που εισέρχεται στον κόσμο της χλιδής, ο «καρπός της αμαρτίας» σε μορφή επικίνδυνου λαϊκού τεκνού με φήμη γαμιά που τυγχάνει να πουλάει και ναρκωτικά σε πλούσιους πελάτες, το κορίτσι που όλοι ονειρεύονται να «πάρουν» αλλά δεν πρέπει να ακουμπήσει (μονάχα;) ο κεντρικός ήρωας διότι είναι… η αδελφή του συνεταίρου του στην μπίζνα με το «χόρτο» και τη «σκόνη».
Επάνω σε αυτή την υποτυπώδη «ιστορία», ο Μπάινουμ δεν επιδιώκει ποτέ να βασιστεί επάνω σε χαρακτήρες και απλά εξαντλεί την υπομονή (βλέπε διάρκεια) του θεατή με μια αλληλουχία σκηνών που αναμασούν στερεότυπα της pop κουλτούρας (η σκηνή με το «καμάκι» στο diner, για παράδειγμα, δείχνει να έχει βγει από άλλο έργο, αν όχι και δεκαετία!), χωρίς να εξελίσσουν την πορεία κανενός, ούτε της ωρίμανσης των ηρώων ούτε, φυσικά, και της πλοκής, που βαλτώνει στην επερχόμενη απειλή σύγκρουσης με τα μέλη της συμμορίας που προμηθεύουν τα δύο αγόρια με ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που πρέπει να πουληθούν.
Όλα λάθος, όμως. Όλα! Από το καστ μέχρι τον ηχητικό αχταρμά τραγουδιών. Η περίπτωση Τιμοτέ Σαλαμέ. Ανεπαρκής, για το πω όσο πιο κομψά γίνεται. Μια στατική παρουσία που ερμηνευτικά δεν είναι ικανή να διαφοροποιήσει το «μπόι» του loser που φτάνει να γίνει φίρμα και διεκδικεί ουσιαστικά το θηλυκό «τρόπαιο» του έργου. Διόλου χαρισματικός, χωρίς την πειθώ που θα οδηγήσει τον θεατή στην ταύτιση μαζί του, ενίοτε ο Σαλαμέ μοιάζει περισσότερο να ζορίζεται για να μην… την πέσει στον κολλητό του (ακόμη και χωρίς να έχεις δει το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου», σου περνά από το μυαλό αυτό!) παρά να κάνει δική του τη μοιραία αδελφή του. Στους αντίστοιχους ρόλους, η Μάικα Μονρόου περιφέρεται ως το «δεύτερο» τσουλάκι της περιοχής, ενώ ο Άλεξ Ρόου ναρκισσεύεται μονίμως μπροστά στον φακό, μάλλον παρατημένος από σκηνοθετική καθοδήγηση. Οι υπόλοιποι υποστηρικτικοί «χαρακτήρες» είτε δεν αρκούν να πείσουν έστω και σαν φάτσες, είτε… δεν υφίστανται καθόλου (τους «καλύπτει» το voice-over, μωρέ…). Είπα και κάτι για τα τραγούδια; Γιατί συνοδεύουν τις συγκεκριμένες σκηνές της ταινίας, κανείς δεν θα μπορέσει να εξηγήσει στον αιώνα τον άπαντα (ειδικά στο άκουσμα του «Space Oddity», η δηθενιά βαράει συναγερμό). Ό,τι να ‘ναι (και θυμόμαστε και χαιρόμαστε), από τα 60s μέχρι τις αρχές των 90s, αντί μιας σωστά δουλεμένης και με πρόταση έρευνας γύρω από επιτυχίες (ή μη) εκείνης ακριβώς της περιόδου (όπως, για παράδειγμα, το «Fading Like a Flower» των Roxette που κάνει ένα ωραίο μπάσιμο στην εισαγωγή).
Όπως την πρώτη φορά που ο Ντάνιελ κατεβάζει τζούρα από ένα bong και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα, με έναν montage τραγέλαφο από εκπαιδευτικά cartoon και ρίψεις ατομικών βομβών (!), έτσι και οι «Καλοκαιρινές Νύχτες» θα σε χτυπήσουν στο κεφάλι με τους λιγότερο ψυχαγωγικούς τρόπους, αν δεν κοντράρουν τον ίδιο τον Μορφέα από την πλήξη της μη δράσης στο φιλμ. Υπάρχουν αποσπάσματα που θα έφτιαχναν ένα κάποιο nostalgia trip για «παλιακού» ύφους music video, αλλά αν είχες την ταινία ολόκληρη σε VHS σήμερα, θα την έλιωνες στο fast forward. Ή θα ευχόσουν να τη «μασήσει» το player…