ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΔΩ (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί Δρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σταύρος Τσιώλης
- ΚΑΣΤ: Κωνσταντίνος Τζούμας, Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Ουζουνίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Έλλη Τρίγγου, Ρόζα Προδρόμου, Μιχάλης Σαράντης, Γιώργος Μελισσάρης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Σταμάτης Τζελέπης, Νίκος Σεβαστόπουλος, Τάκης Χρυσικάκος, Αινείας Τσαμάτης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Τσιλιαδόροι αυθαίρετης οικοδομικής εργασίας παριστάνουν για μία μέρα τους κουλουρτζήδες σε δρομάκο. Μέσω απροόπτων, θα διέλθουν η σάρα και η μάρα. Τι θα πει ο στόμας τους; Εεε…
Αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι χρειαζόμαστε τον Σταύρο Τσιώλη, όχι μόνο στα plateau αλλά και στις αίθουσες – απ’ αυτή την άποψη είναι ειλικρινά καλοδεχούμενη, έστω αδικαιολόγητα καθυστερημένη, η εμπορική προβολή της ταινίας με την οποία ο αειθαλής Αρκάς επιστρέφει για 13η φορά στην τέχνη, στα χούγια και, με παραλλαγές, στα θέματα και στα «θέματά» του. Εξίσου αδιαμφισβήτητη αλήθεια αποτελεί το γεγονός πως, μολονότι δεν προδίδει (#diplhs) την ηλικία, το ταλέντο, την κινηματογραφική ή μη στάση ζωής του, αυτή η (παλιά μου) τέχνη (κόσκινο) προκαλεί σποραδικά τη μέθεξη ενώπιον μιας είτε ολοκληρωμένης είτε ξεχωριστής έμπνευσης και συχνότερα την εντύπωση του καλοπροαίρετου… προσωπικού αστείου που, εκτός του ότι από μια στιγμή και μετά αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε ξανακούσει, ειπώνεται προβληματικά.
Θα ήταν, φυσικά, ανόητο να περιμένουμε απ’ τον 81χρονο δημιουργό να ανακαλύψει τον τροχό ή να επανανακαλύψει τον εαυτό του. Εν προκειμένω επιχειρεί ένα «Περιμένοντας τον Γκοντό» (δύο… τύποι αμανάτι διαπορούν μπαμπαλίζοντας) redux α λα Βαφέας (η δύναμη του θηλυκού, το αρσενικό που μαθαίνει απ’ αυτό), όπως θα το γύριζαν από κοινού Ιοσελιάνι (χωρίς τη μούγκα και τις ιδιοφυείς συνδέσεις σε χιούμορ και δραματουργία) και Καουρισμάκι (ο εκκεντρικός ουμανισμός του πλησίον φτωχοδιαβόλου, το μποξάρισμα των γυρισμάτων) σε μια ρούγα στο Γαλάτσι. Το πρώτο πράγμα που οφθαλμοφανέστατα κλωτσάει είναι μεγάλο κομμάτι της διανομής. Εντάξει να μην «κάθεται» π.χ. σε απόπειρα Μεθόδου ο Σαράντης ως τοξικομανής, αλλά περνάει τουλάχιστον ένα μισάωρο απλώς για να χωνέψεις κατ’ αρχήν τις κεντρικές φιγούρες, ως μονάδες ή ζεύγος. Αντι-υπόδειγμα casting, ο Λίτσης κόντρα παγιδεύεται πρώτα εμφανισιακά (ενδυματολόγος δεν υφίσταται, άλλο τρωτό διαρκείας αυτό…) και μετά ως θολά (αμάθεια; φόβος; κάτι άλλο; δεν ψάχνεται κι ελάχιστα συνάγεται απ’ το σενάριο) παρατρεχάμενη περσόνα αφαίρεσης που χωρίς την πρέπουσα διεύθυνση (γιατί τον Τσιώλη μεγάλο δάσκαλο ηθοποιών δεν τον λες) αποτελεί κυριολεκτικά τον πιο αδύναμο κρίκο του ensemble, παίζοντας δεύτερο βιολί στον Τζούμα. Εδώ πια κι αν μπορεί να σας πείσει ο κατεξοχήν Αθηναίος δανδής του ραδιοφώνου ως σε ρόλο και κοψιά υποκατάστατο του Αργύρη Μπακιρτζή, ενίοτε ακόμη και πασχίζοντας φιλότιμα να κατεβάσει μονοκοπανιά ένα κείμενο με αναφορές στην εξωφρενικά υπαινισσόμενα ως τόπο καταγωγής του επαρχία.
Αποτελεί δείγμα κι απόδειξη των ικανοτήτων τού παραμυθατζή Ρωμιού auteur το ότι εν προόδω κατανεύεις ακόμη και σ’ αυτή τη συνθήκη, παρότι κι ενόσω συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχουν πραγματικές καταστάσεις αλλά σκετς, που αντί πλοκής αποπειράται να καταστούν συγκοινωνούντα δοχεία με τις βερμπαλιστικές τοποθετήσεις τού τρόπον τινά Δον Κιχώτη (σταθερή υπόγεια αναφορά του ύστερου τσιωλικού oeuvre) του ντουέτου. Πετάγματα ιδιότυπης εύθυμης θυμοσοφίας σε ατάκες κι ιστορίες (η πρώτη νουθετητική υπενθύμιση με πελοποννησιακό, αν δεν κάνω λάθος, χρώμα), κατεργάρικη ad hoc ονοματολογία (Βαλάκης Σιαμαντούρος) και σπάνιες δροσερές εξαιρέσεις («Της μάνας σου… – Της δικιάς σου!») στην αραιότητα γκαγκ, μαζί με την… παραδοσιακή ανοιχτωσιά και την εναπόθεση του φορτ(ί)ου της καρδιάς τού περαστικού (τού ανθρώπου κι ειδικότερα της έντιμης ή άτιμης φάρας μας), δεν αρκούν ως αντίβαρα σε ένα αφήγημα που θέλει να πιστεύει (πως πανωσηκώνει, ήδη στον τίτλο) ότι η συναισθηματική δεκτικότητα της γυναίκας στην περιπέτεια του βίου φτιάχνει εξίσου κόσμο και κοσμάκη.
Οι περιπτωσιολογικές εξομολογήσεις κι εκδηλώσεις των καταπιέσεων, ματαιώσεων, στερήσεων, νευρώσεων ή απλώς νορμάλ επιθυμιών τού παροιμιωδώς ασθενούς αλλά θαρρώ πρώτη φορά τόσο ισχυρού για τον Τσιώλη φύλου, ακόμη και στα πλαίσια τού γκαγκάν ρομαντισμού του, πείθουν ή αγγίζουν στον επιδιωκόμενο βαθμό μόνο αν θα σας συνέβαινε το ίδιο μ’ έναν συνδυασμό ντε Ολιβέιρα και Τζάρμους, όπου μπορεί να το ψιλοσώσει το γκελ ενός ρολίστα όπως η Ουζουνίδου ή ο Χρυσικάκος – γιατί, όπως θα διαπιστώσετε, αντίθετα από τα μισοεκβιαστικά μιας τριλογικής σύλληψης παραπλανητικά βαφτίσια τού φιλμ, οι αχαΐρευτοι έχουν ισάξιο μερίδιο στο πατιρντί των πονετικών διαλειμμάτων ευτραπέλων. Εξάλλου, χωρίς στιλιστική γονική παροχή από τα εικαστικά μαστόρια του team, σουρεαλιστικά ξεσπάσματα (η διαδήλωση των 35άρηδων) ξεμοναχιάζονται ως απρόσφορα σχόλια στα παλαιά νέα ήθη της Ψωροκώσταινας τουλάχιστον όσο και οι δύο πιο μαμόθρεφτες βινιέτες της μυθοπλασίας (ο Τσαμάτης manchild με λούτρινο ουρακοτάγκο, σας αρκεί;). Κι αυτά ενώ τα νοηματικά ρακόρ με εμβόλιμα κλιπ από τη ΝΕΚ καριέρα τού σεβάσμιου σινεματζή (όπως η σεκάνς του τρένου από το «Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε») γίνονται αντιληπτά μόνο νοσταλγικά κι από τους ειδήμονες, και το «Πάμε γι’ Άλλες Πολιτείες» του Σπανουδάκη διασκευασμένο δεν γίνεται ούτε το αρμόζον σημαίνον ούτε «ύμνος» όπως στα όρια του cult αλλοτινές μουσικές επιλογές της.
Το καλό της υπόθεσης (not); Η Ολυμπία Μυτιληναίου στη φορτωμένη με το ολοζώντανο στη συνάντησή του με το ελληνικό φως φιλμ της συμπαραγωγού Kodak κάμερα συλλαμβάνει σωστά στατικά το τράφικο του κάθε πικραμένου και των εσωψύχων του μπρος απ’ το al fresco παρατηρητήριο των μικροαπατεωνίσκων, με το λεκανοπέδιο μιας τσιμενταρισμένης Αθήνας διακριτικά διακριτά νεκρή φύση στο φόντο, κι ο Γιώργος Μαυροψαρίδης στο μοντάζ το ποτέ παραπαίον τέμπο του (αν και το 24ωρο του χρόνου δράσης δεν αποδίδεται τόσο ξεκάθαρα). Δεν αρκούν, σ’ αυτή τη road, κατά φαντασίαν ηθογραφία καλής γειτονίας (κλασικά αθωωτική για τον όποιο αμαρτωλό της διπλανής πόρτας, το στοιχείο του αντιμοραλιστικού escapism αγγίζει πια την αφελή αντιδραστικότητα, αυτό πού το βάζεις;), ούτε αξίζει αβασάνιστα εν προκειμένω στον Τσιώλη το συχνότερο εύσημο που του επιδαψιλεύεται μεγαλόθυμα από κοινό και κριτικούς: της με ταπεινά υλικά της γνώριμης καθημερινότητάς μας κατασκευής αξιοσημείωτων τόσο-όσο-φευγάτων-σπουδών-ιλαρότητας-μ’-ένα-κρυμμένο-δάκρυ, με πνοή και τρυφερότητα για τη στόφα και τα ψεγάδια μας. Χρειαζόμαστε αυτόν τον άνδρα που αγαπούσε τις γυναίκες. Αλλά κι αυτός χρειάζεται έναν παραγωγό που θα του λέει όχι όταν πρέπει, και κάτι παραπάνω τόσο στο υλικό όσο και στη δούλεψή του. Με άτυπα αναγγελθέν ήδη το project τού πολυθρύλητου «Χιόνι», είμαστε στο περίμενε. Ξαλάφρωσα η γυναίκα…