FLORENCE: ΦΑΛΤΣΟ ΣΟΠΡΑΝΟ (2016)
(FLORENCE FOSTER JENKINS)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Φρίαρς
- ΚΑΣΤ: Μέριλ Στριπ, Χιου Γκραντ, Σάιμον Χέλμπεργκ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η ιστορία της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, μιας φιλόμουσης μεγαλοκληρονόμου από τη Νέα Υόρκη, η οποία, αν και παράφωνη, κατάφερε να εμφανιστεί στη σκηνή του Carnegie Hall το 1944.
Με το προφανές σκεπτικό ότι «το χρήμα κερδίζει τα πάντα», η ονομαστή «Φλόρενς» της νέας ταινίας του Στίβεν Φρίαρς κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της (στα 76 της χρόνια!), να άδει άριες μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο, στη θρυλική σκηνή του Carnegie Hall. Η ίδια ζούσε πάντα μέσα σε μια φούσκα προστασίας, την οποία χρηματοδοτούσε ουσιαστικά, αν και εν αγνοία της, καθώς ο σύζυγός της ήταν εκείνος που φρόντιζε να μην στέκεται κανένα εμπόδιο μπροστά της. Με τον ίδιο τρόπο, η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς πίστεψε ότι είναι μια πραγματική soprano. Και έκανε τα ώτα των ανθρώπων γύρω της να… «ματώσουν»!
Το φιλμ επικεντρώνεται στη συγκεκριμένη περίοδο του βίου τής Φλόρενς, η οποία αναζήτησε πιανίστα – συνοδό για να προβάρει τις παράφωνες νότες της και να προετοιμαστεί για τις σκηνικές της εμφανίσεις αρχικά σε έναν κλειστό κύκλο μεγαλοαστών της Νέας Υόρκης, πιστεύοντας ότι είναι μια ικανή και ταλαντούχα τραγουδίστρια του κλασικού ρεπερτορίου. Στην πραγματικότητα, η προσωπική της ζωή ήταν ένα ψέμα από κάθε άποψη, καθώς ο σύζυγός της διατηρούσε ταυτόχρονα ένα δεύτερο σπίτι και μια σχέση απιστίας, στην οποία το χρήμα (εκείνου ή… της Φλόρενς, πιο σωστά) μάλλον έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Σε όλα αυτά, ο Φρίαρς κρατά τον αποστειρωμένο ρόλο ενός παρατηρητή, που αισθάνεται ασφαλής στα χέρια της Μέριλ Στριπ, βασιζόμενος στο ότι η σπουδαία ερμηνεύτρια θα σηκώσει όλο το έργο επάνω της. Μόνη της! Λάθος. Χρειάζεται και μια δυνατή σεναριακή βάση, κάτι που ο σκηνοθέτης αυτός σαφώς αντιλαμβάνεται, αφού τα καλύτερα και πιο αξιομνημόνευτα δείγματα της φιλμογραφίας του σε αυτή τη βάση στηρίζονταν. Ο άπειρος στο σινεμά (με τηλεοπτική καριέρα, μονάχα) Νίκολας Μάρτιν αποδεικνύει έμπρακτα πως δεν είχε ούτε την ικανότητα να σχολιάσει ταξικά την όλη περίοδο, αλλά ούτε και να μπει βαθύτερα στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, αφήνοντας μια αίσθηση ότι αυτό που παρακολούθησες, τελικά, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια «παραγγελιά» για τον Φρίαρς, η οποία έγινε ίσως πιο δελεαστική όταν η Στριπ εγγυήθηκε για τη συμμετοχή της.
Φυσικά, η Στριπ το καταδιασκεδάζει! Αλλά δεν βγάζει ρόλο. Πετυχαίνει να είναι μια κωμική (αν και τραγική κατά βάθος, τηρουμένων των αναλογιών της κατάστασης της υγείας της, πέραν της απατημένης συζύγου) φιγούρα, που φαλτσάρει στους λαρυγγισμούς της και σπάει πλάκα με τα κοστούμια της, χαρίζοντας στιγμές ευθυμίας. Παραδόξως, ο Χιου Γκραντ (στον ρόλο του συντρόφου της) είναι πιο προσεγμένος ως σκιαγράφηση χαρακτήρα και αυτό του επιτρέπει να ξεχωρίσει και να επιδείξει ωρίμανση, μετά από μεγάλο διάστημα άχαρων ή ανέμπνευστων ερμηνειών. Όσο για τη Ρεμπέκα Φέργκιουσον, θα το ξαναπώ: βρείτε έναν καλό σεναριογράφο για κινηματογραφική βιογραφία της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η κοπέλα έχει γεννηθεί γι’ αυτό!
Μπορεί ο μέσος θεατής να είναι πολύ πιο χαριστικός με τούτη τη «Φλόρενς» και σίγουρα δεν θα κακοπεράσει στο σινεμά. Απλά, έχει τύχει στην ίδια, τρέχουσα σεζόν να δούμε (ελάχιστοι από εσάς, δυστυχώς) και ένα άλλο φιλμ το οποίο βασίστηκε ελεύθερα στην περίπτωση της Τζένκινς, το «Μαργκερίτ» του Ξαβιέ Τζιανολί, έργο ουσίας σε πολλά επίπεδα, αν όχι και μια εκπληκτική αλληγορία για το ψέμα του (κινηματογραφικού και όχι μόνο) θεάματος, που για μένα σίγουρα θα έχει μια θέση στη δεκάδα του φετινού απολογισμού. Ακόμη και χωρίς αυτή τη σύγκριση, όμως, η «Φλόρενς» αντέχει να σταθεί στα πόδια της μονάχα ως μια εύκολη και εύπεπτη διασκέδαση, κάτι που δεν καταδικάζεις, σίγουρα, αλλά δεν θα σε συνοδεύσει και για πολλή ώρα εκεί έξω, μετά το τέλος της προβολής. Και είναι παράξενο, όταν εντός των συντελεστών μιας ταινίας υπάρχει τόσο ταλέντο…