Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (2018)
(FIRST MAN)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιμιεν Τσαζέλ
- ΚΑΣΤ: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κλερ Φόι, Κρίστοφερ Άμποτ, Κάιλ Τσάντλερ, Τζέισον Κλαρκ, Πάμπλο Σράιμπερ, Ίθαν Έμπρι, Κόρεϊ Στολ, Πάτρικ Φούτζιτ, Λούκας Χάας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Αυτός ήταν ο Νιλ Άρμστρονγκ. Ο πρώτος άνθρωπος που τόλμησε το αδιανόητο, πάτησε το πόδι του και περπάτησε στη Σελήνη, στις 20 Ιουλίου του 1969. Αυτή ήταν η πορεία της καριέρας του, ως αστροναύτη της NASA.
Η Γη, η ζωή, η οδύνη, η ελπίδα, το Διάστημα, το όνειρο. Στην Αμερική του ’60, το ένα έδινε τη θέση του στο άλλο, με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, υπεράνθρωπες, ανταγωνιστικές. Η Ρωσία έστελνε τη Λάικα εκεί ψηλά, κατόπιν και τον άνθρωπο. Η ψυχροπολεμική ιδεολογία γινόταν πρωταθλητισμός. Οι ΗΠΑ έπρεπε να απαντήσουν. Το σχέδιο της NASA κόστιζε χρήμα, όσο και ζωές ενίοτε. Οι πολίτες αισθάνονταν απογοητευμένοι, προδομένοι, «κατώτεροι» ενώπιον της υστερίας της κατάκτησης του Διαστήματος. Σε μια εποχή που το «αμερικάνικο όνειρο» συναντούσε τη φυγή προς το φουτουριστικό, το εκσυγχρονιστικό, το τεχνολογικό μιας επανάστασης για καλύτερη σε ποιότητα ζωής καθημερινότητα, ο ίδιος ο τόπος τού ανθρώπου γινόταν ξαφνικά όλο και πιο ασφυκτικός. Σήμερα, από όλα αυτά, έχει μείνει μονάχα το κατόρθωμα, η υπέρβαση του κοινού θνητού που μπόρεσε να κατακτήσει τη Σελήνη. Να ταξιδέψει μέχρι εκεί που φτάνει το ανθρώπινο μάτι και να περπατήσει. Στο άγνωστο. Πέρα από αυτό, μια αφόρητη θλίψη. Οι εποχές που χάνονται. Και οι απώλειες που φορτώνουν τις μνήμες.
Μετά από το ελαφρύ ατόπημα (προσωπική άποψη) του «La La Land» (2016), ο Ντέιμιεν Τσαζέλ επιστρέφει σε μεγάλη φόρμα σκηνοθετικά, έχοντας και πάλι στο πλευρό του τα δύο πράγματα που (μάλλον) αγαπά περισσότερο στο σινεμά: το μοντάζ και τη μουσική. Αυτά τα δύο έθεσαν το σπουδαίο tempo που είχε απογειώσει το «Χωρίς Μέτρο» (2014), αυτά είναι και η κινητήρια δύναμη του «Πρώτου Ανθρώπου». Το πρώτο κόβει και ράβει κάθε δευτερόλεπτο της αγωνίας ενός αστροναύτη, από τη στιγμή της εκτόξευσης μέχρι την έξοδο από τη στρατόσφαιρα και τους κινδύνους μιας πορείας στο Διάστημα δίχως έλεγχο, δίχως γυρισμό. Το δεύτερο στοιχείο εδώ δεν ορίζεται από την ένταση του παιξίματος ενός drummer, αλλά από τον χαμηλότονο ψυχισμό του μουσικού θέματος των Άρμστρονγκ που χτίζει ουσιαστικά το συναίσθημα ολόκληρης της ταινίας ή του δίνει επιπλέον απόκοσμες ατμόσφαιρες στις παραλλαγές του με τη χρήση theremin ή Moog (homage με σεβασμό στο «Lunar Rhapsody» του Χάρι Ρέβελ). Ο Τομ Κρος (άξια) είχε πάρει Όσκαρ καλύτερου μοντάζ για εκείνη την ταινία του ’14, ενώ ο Τζάστιν Χέργουιτς είχε πάρει εκείνο της μουσικής πέρσι για το «La La Land». Λογικά, θα τους δούμε στις αντίστοιχες πεντάδες και το 2019, με τον δεύτερο να «οδηγεί» την κατηγορία μέχρι στιγμής. Είναι συγκλονιστική η δουλειά που έχει γίνει εδώ συνθετικά, σε εναλλασσόμενη αντιδιαστολή με το sound design που λες και σου κλέβει το οξυγόνο από την αίθουσα, καθοδηγητής στη δημιουργία του σασπένς, σε αρμονία με τα cut του Κρος και τα τραντάγματα της κάμερας του Λάινους Σάντγκρεν, που θα κάνουν όσους επιβάτες πτήσεων τρέμουν κυριολεκτικά στα turbulences να σφίξουν με αληθινό καρδιοχτύπι το κάθισμα του κινηματογράφου.
Χωρίς τον απροκάλυπτο πατριωτισμό του Φίλιπ Κάουφμαν στους «Κατάλληλους Ανθρώπους» (1983), ο Τσαζέλ επικεντρώνει περισσότερο στο ανθρώπινο κενό της γήινης ζωής, στη θέληση να επιτύχει ο ήρωας το αδύνατο στο έξω Διάστημα, τη στιγμή που δεν δύναται να περπατήσει άτολμα στα λιγοστά τετραγωνικά τού ίδιου του σπιτιού του, αντιμέτωπος με τους ρόλους του συζύγου και του πατέρα. Με τον ίδιο τρόπο της μη απόλυτης επαφής και επικοινωνίας, αν και υπάρχει αγάπη, έτσι και οι χαρακτήρες στο έργο είναι ανολοκλήρωτοι, σχεδόν φοβισμένοι να φτάσουν το ιδανικό του σκοπού του Νιλ Άρμστρονγκ, που φορώντας τη στολή του γίνεται ένας υπερ-άνθρωπος, ένα πλάσμα που αναζητά να κατακτήσει πρώτα τις δικές του ανασφάλειες και φοβίες κι ύστερα το «Διάστημα» ανάμεσα σε αυτόν και τη σύζυγό του (θαυμάσια η παρουσία της Κλερ Φόι ως Τζάνετ Άρμστρονγκ, αλλά ισχνή ως φιλμική προσωπικότητα ώστε να θεωρηθεί ρόλος, κάτι το οποίο μάλλον θα την οδηγήσει σε supporting υποψηφιότητες). Δεν τη βοηθά και το απογυμνωμένο παίξιμο του Ράιαν Γκόσλινγκ, στο γνώριμα πλέον «δικό του» ύφος δίχως συναίσθημα, εκείνη την παγερή «μάσκα» που φόρεσε (σωστά τότε) στο «Drive» (2011) και που τακτικά ζητά καταφύγιο σε αυτήν. Ευτυχώς, εδώ μια υποψία παιδικότητας παίρνει μεγάλο κομμάτι τού ναρκισσισμού του και του επιτρέπει να σταθεί ικανοποιητικά στον πρώτο ρόλο.
Ο θεατής δεν έχει τόσο την αγωνία αν ο Άρμστρονγκ θα πατήσει όντως στη Σελήνη, αλλά θα έχει την περιέργεια να δει με ποιον τρόπο κλείνει ο «Πρώτος Άνθρωπος». Και εκεί ο Τσαζέλ αποκαλύπτει το «μυστικό» μιας συναισθηματικής κορύφωσης, της λύτρωσης ενός πένθους που θα κουβαλάμε για πάντα μέσα μας. Ακόμη κι όταν είμαστε ικανοί να φτάσουμε στα πέρατα του κόσμου…