ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ (2019)
(DOLOR Y GLORIA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέδρο Αλμοδόβαρ
- ΚΑΣΤ: Αντόνιο Μπαντέρας, Ασιέρ Ετσεαντία, Λεονάρντο Σμπαράλια, Ασιέρ Φλόρες, Πενέλοπε Κρουζ, Νόρα Νάβας, Σεσίλια Ροτ, Χουλιέτα Σεράνο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Σκηνοθέτης με πολυάριθμα προβλήματα υγείας, σε φάση «απόσυρσης» (και) από το σινεμά για χρόνια, ανασκαλίζει το παρελθόν του κατόπιν πρόσκλησης να παραστεί σε επετειακή προβολή της πιο cult ταινίας του και να προλογίσει με τον πρωταγωνιστή του, με τον οποίο έχει να μιλήσει από την περίοδο των (προ δεκαετιών) γυρισμάτων της.
Προσωπικά, αν ήμουν στη θέση ενός δημιουργού με τη φήμη του Πέδρο Αλμοδόβαρ, αποφάσιζα πως ήρθε η ώρα να αφηγηθώ την πιο αυτοβιογραφική μου ιστορία και παρέδιδα στον κόσμο ένα φιλμ όπως το «Πόνος και Δόξα», πριν από την πρεμιέρα του, θα ευχόμουν… να με λυπηθούν! Βέβαια, παρατηρώντας την κριτική αποδοχή της ταινίας παγκοσμίως, μάλλον και εδώ πρόκειται να πέσουν… παραπλανητικά «τετράστερα» και «πεντάστερα», που προσωπικά πάντοτε με κάνουν να απορώ για την κλίμακα αξιολόγησης ενός κινηματογραφικού έργου, ειδικά όταν ο ίδιος σκηνοθέτης όντως μας έχει προσφέρει στο παρελθόν έργα που άξιζαν αυτή την εκτίμηση. Προφανώς, ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι (αρμόζουσες και απαραίτητες) συγκρίσεις έχουν «αποδημήσει»…
Πάντως, ο Αλμοδόβαρ είχε τον χρόνο να γράψει κάτι πιο ουσιαστικό για… τον εαυτό του, καθώς η αμέσως προηγούμενη δουλειά του, η «Julieta», μας έρχεται από το 2016 και ουδόλως κατοίκησε το μνημονικό μας. Άρα, τι μας λέει τούτο το φιλμ σήμερα; Ότι το σινεμά του αποτελούνταν ανέκαθεν από πολύ προσωπικές στιγμές και εμπνεύσεις οι οποίες στέρεψαν όταν χρειάστηκε να της αφηγηθεί ως πραγματικά δικές του; Το «Πόνος και Δόξα» δεν παρουσιάζει απολύτως καμία πρωτοτυπία, ανακυκλώνει εμμονές θεματικής και αισθητικής με μία χαρακτηριστικά αποσπασματική αδυναμία, που ούτε η μη γραμμική αφήγηση μπορεί να διασώσει, ούτε και ο συγκινησιακός τόνος από την παρουσία πρωταγωνιστών που ανέδειξε μέσα από τις ταινίες του στο παρελθόν.
Το φιλμ σχεδόν χωρίζεται σε (τουλάχιστον) τρεις άξονες υποπλοκών που δεν ωριμάζουν ποτέ σε κάτι τόσο στιβαρό ώστε να αποτελέσει μία κινηματογραφική ιστορία που θ’ αντέξει να σε κρατήσει για ένα πλήρες δίωρο. Ο σκηνοθέτης Σαλβαδόρ Μάγιο (ο αρκετά γερασμένος πια Αντόνιο Μπαντέρας διατηρεί στοιχεία της ομορφιάς του ώστε να «ναρκισσεύεται» μέσω αυτού του «alter ego» ο Αλμοδόβαρ, όμως δεν υπήρξε ποτέ ένας σπουδαίος ηθοποιός) είναι το κεντρικό πρόσωπο, φυσικά. Θα προσεγγίσει εκ νέου τον πρωταγωνιστή πάλαι ποτέ επιτυχίας τους ώστε να παραστούν σε restored προβολή της, αν και είναι τσακωμένοι από τότε. Ο Αλμπέρτο (Ετσεαντία) που έχει ανάγκη από ένα comeback θα βρει στον υπολογιστή τού Σαλβαδόρ τον «Εθισμό», έναν εξομολογητικό μονόλογο τον οποίο θα ήθελε να ανεβάσει σε απόκεντρο θεατράκι. Ο Σαλβαδόρ θα υποχωρήσει και θα του παραδώσει το έργο, υπό την προϋπόθεση να μην αποκαλυφθεί ποτέ ποιος είναι ο συγγραφέας του. Εάν αυτός είναι ο σεναριακός σκελετός του «Πόνος και Δόξα», τότε ας προσθέσω εδώ τα ατάκτως ερριμμένα flashback της παιδικής ηλικίας του σκηνοθέτη, τα οποία επιχειρούν να βάλουν τον θεατή σε μία πιο εσωτερική διεργασία που αφορά την σεξουαλικότητά του και τη σχέση που είχε με τη μητέρα του. Διότι… δεν γίνεται αλμοδοβαρική ταινία δίχως μάνα μέσα!
Όταν ο φιλμικός ρόλος του Αλμπέρτο μετατρέπεται περισσότερο σε θεατρική περσόνα του Σαλβαδόρ, το εγώ του Αλμοδόβαρ αρχίζει να κάνει την ταινία να ασφυκτιά και την ιστορία να φανερώνει τα προβλήματά της. Το αισθάνεται αυτό ο σεναριογράφος Αλμοδόβαρ και επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια ακόμη δύο «υποπλοκές», με έναν πρώην εραστή του από τα παλιά αλλά και το τελευταίο διάστημα συνύπαρξης με την (όχι για πολύ) εν ζωή μητέρα του, σε μία απέλπιδα απόπειρα να ξορκίσει ψυχαναλυτικά τις ευθύνες τις οποίες μπορεί να είχε σε σχέση με την (μάλλον όχι απαραίτητα καλή) κατάληξη των δεσμών του. Κι εκεί που σχεδόν είχε ξεχαστεί η παιδική ηλικία, επανέρχεται ο ανήλικος Σαλβαδόρ για να γνωρίσουμε και την πρώτη του εμπειρία στον ανδρικό πόθο…
Η γυναίκα που τον έκανε αυτό που είναι, η ομοφυλοφιλία, τα… πλακάκια κουζίνας που όλοι θα ήθελαν να έχουν στο σπιτικό τους, η έξοχη μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, ασθένειες και θάνατοι που κλιμακώνουν το δράμα, στοιχεία της αλμοδοβαρικής φιλμογραφίας που γνωρίζουμε τόσο καλά και έχουμε καταναλώσει πολλάκις από το 1980 (μ’ εκείνα τα κορίτσια) μέχρι σήμερα, επιστρατεύονται ξανά σε ένα έργο που καταλήγει να είναι τόσο στείρο και επαναλαμβανόμενο, χωρίς να φωτίζεται καν από αναλαμπές – σκηνές ανθολογίας. Ακόμη και τραγουδιστικά! Οι γυναίκες που κάνουν την μπουγάδα τους στο ποτάμι του χωριού και άδουν ανέμελα είναι μία εικόνα σχεδόν γραφικά kitsch, ενώ το play στο κασετόφωνο από τον Αλμπέρτο που λικνίζεται με πάθος υπό τους ήχους της εισαγωγής του «La Vie en Rose» (στην εκτέλεση της Γκρέις Τζόουνς) δεν απογειώνεται σε κάτι το αξιομνημόνευτο. Όπως και το σύνολο του έργου, δηλαδή. Μένει μία κατάθεση τίτλων παλαιότερων φιλμ (παίζουν εμβόλιμα αποσπάσματα από τα «Πυρετός στο Αίμα» και «Νιαγάρας», δίχως ακριβή αφορμή) που ίσως τον σημάδεψαν όταν τις παρακολούθησε σε παιδική ηλικία, όμως σε δημιουργικό επίπεδο εδώ ο Αλμοδόβαρ δεν δίνει τίποτε το καινούργιο ή σημαντικό. Και είναι κρίμα, γιατί το «Πόνος και Δόξα» θα μπορούσε ν’ αποκτήσει διαστάσεις βαθιά προσωπικές και μαγικά παραληρηματικές σκηνοθετικά, όπως (για παράδειγμα) έκανε σε τέτοιες φιλμικές περιπτώσεις ένας Φεντερίκο Φελίνι. Πολλά ζητάω, ναι.