JULIETA (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέδρο Αλμοδόβαρ
- ΚΑΣΤ: Έμμα Σουάρεθ, Αντριάνα Ουγκάρτε, Ντανιέλ Γκράο, Ρόσι ντε Πάλμα, Νταρίο Γκραντινέτι, Μπλάνκα Παρές
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η Χουλιέτα, μια ώριμη γυναίκα, δεν μπορεί να απολαύσει την ήρεμη ευτυχισμένη ζωή δίπλα στον αγαπημένο της, καθώς βασανίζεται από μια προσωπική τραγωδία και την απουσία της κόρης της.
Τα δράματα, και ειδικά εκείνα που αφορούν γυναίκες και σχέσεις μητέρων με παιδιά, μοιάζουν ιδανικές ιστορίες για τις ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Μόνο που η «Julieta» δεν είναι ούτε «Ψηλά Τακούνια», ούτε και «Όλα για τη Μητέρα μου». Είναι ένα απόλυτα ήπιο δράμα, χωρίς εξάρσεις, χωρίς τον μελοδραματισμό, το χιούμορ και το έξαλλο camp στοιχείο που χαρακτηρίζουν τις πιο καλές στιγμές τού έργου του. Μετά από την τερατώδη (με κάθε κακή έννοια) κωμωδία «Δεν Κρατιέμαι», ο Αλμοδόβαρ απογοητεύει για δεύτερη συνεχόμενη φορά, πόσω μάλλον σε ένα είδος στο οποίο έχει διαπρέψει στο παρελθόν. Δεν είναι ότι η «Julieta» είναι κακή ταινία. Και καλές ερμηνείες έχει και η εμπειρία του Αλμοδόβαρ στην κινηματογράφηση φαίνεται. Αλλά στο τέλος μένεις με ένα «ε, και;», αφού τα κομμάτια της ιστορίας συνδέονται πολύ χαλαρά, χωρίς ένταση, κορυφώσεις και ιδιαίτερες ανατροπές. Και έτσι εξηγούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα διαβόητα για το FREE CINEMA… «δύο αστεράκια».
Ο Αλμοδόβαρ μετέφερε (ή μάλλον διασκεύασε) τρεις ιστορίες της Άλις Μονρό. Θα αποτελούσαν τη βάση για την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, ένα εγχείρημα που διαρκώς αναβάλλεται (αν πραγματοποιηθεί ποτέ). Διασκευάζοντας τις ιστορίες, τις έκανε θεωρητικά περισσότερο δικές του, μεταφέροντας τη δράση στην Ισπανία. Κάτι, ωστόσο, δεν έχει λειτουργήσει σωστά σε αυτή τη μετάβαση. Η Χουλιέτα, η ηρωίδα του τίτλου, είναι μια ώριμη γυναίκα, την οποία γνωρίζουμε ενώ ετοιμάζεται να μετακομίσει στην Πορτογαλία με τον αγαπημένο της. Κάτι τη σταματά, όμως, αφού δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Μια τυχαία συνάντηση με μια φίλη της κόρης της θα φέρει στην επιφάνεια: α) το γεγονός ότι η Χουλιέτα έχει μια μεγάλη κόρη και β) ότι έχει πολλά χρόνια να μιλήσει μαζί της. Η παιδική φίλη αποκαλύπτει ότι η Αντία ζει κοντά στη λίμνη του Κόμο και έχει τρία παιδιά, νέα για τα οποία η Χουλιέτα δεν έχει την παραμικρή ιδέα.
Η εμμονή για επανασύνδεση με την κόρη της θα ξαναζωντανέψει για τη Χουλιέτα, η οποία θα αρνηθεί τη μετακόμιση στην Πορτογαλία, για να αλλάξει όμως σπίτι και να πάει κάπου πιο κοντά, στην πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσε την Αντία. Μέσα από ένα ημερολόγιο και με flashback μεγάλης διάρκειας, θα μάθουμε για την τυχαία γνωριμία τής Χουλιέτα με τον πατέρα τής Αντία, έναν νόστιμο ψαρά. Θα τον γνωρίσει σε ένα ταξίδι με το τρένο και θα μάθει ότι η γυναίκα του είναι σε κώμα για πέντε χρόνια. Όταν αποφασίσει να τον επισκεφτεί, θα πετύχει τη μέρα της κηδείας της συζύγου και θα της ζητηθεί να μείνει. Έγκυος, θα ζήσει μαζί του με σκοπό να κάνουν οικογένεια. Ωστόσο, άλλα πρόσωπα θα εμπλακούν, μια τραγική απώλεια θα αλλάξει τα πάντα, όπως και τη σχέση της Χουλιέτα με την Αντία. Η τελευταία φορά που θα τη δει θα είναι πριν αποφασίσει να πάει σε ορεινό θέρετρο – μόνιμη βάση μιας ομάδας (ή αίρεσης ή… κάτι τέτοιο!) και στη συνέχεια, απλώς, θα δηλώσει ότι δεν θέλει να έχει σχέση με τη μητέρα της.
Το story προσφέρει αρκετές ευκαιρίες για ανάπτυξη κορυφώσεων, όμως στην πραγματικότητα η ταινία δεν έχει σχεδόν καμία. Μοιάζει κατατονική, όπως η Χουλιέτα στην περίοδο της μεγάλης της μελαγχολίας. Πρόσωπα και γεγονότα περνούν, άνθρωποι χάνονται για λίγο ή για πάντα και το φιλμ έχει τον ίδιο ρυθμό, την ίδια πνοή. Ακόμη κι αν η μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας προδιαθέτει για ένα δραματικό θρίλερ, το αποτέλεσμα είναι ένα επίπεδο δράμα. Όπως έγραψα και πιο πάνω, το πρόβλημα δεν είναι στις ερμηνείες. Η ιδέα να μοιραστεί ο ρόλος σε δύο ηθοποιούς, είναι σωστή. Και παρά το γεγονός ότι η Έμμα Σουάρεθ και η Αντριάνα Ουγκάρτε δεν μοιάζουν ιδιαίτερα, είναι και οι δύο τους αποτελεσματικές, εκφράζοντας δύο διαφορετικές εποχές του ίδιου χαρακτήρα. Η Ουγκάρτε τη νέα, πιο χαρούμενη, σεξουαλική Χουλιέτα, η Σουάρεθ την πρόωρα γερασμένη και βασανισμένη από την ιστορία και τις τύψεις της. Το πρόβλημα βρίσκεται ξεκάθαρα στα χέρια του Αλμοδόβαρ και στον χειρισμό της ιστορίας. Αν δεν υπήρχαν μερικές κραυγαλέες ταπετσαρίες στα σκηνικά και η Ρόσι ντε Πάλμα με… afro περούκα και θολό μάτι στον ρόλο τής πικρόχολης οικονόμου του ψαρά, η ταινία θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη (αδιάφορο ποια) υπογραφή.