DOGMAN (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λικ Μπεσόν
- ΚΑΣΤ: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Τζότζο Τ. Γκιμπς, Κρίστοφερ Ντέναμ, Κλέμενς Σικ, Γκρέις Πάλμα, Αλεξάντερ Σετινέρι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Cross-dresser που βρίσκεται πίσω απ’ το τιμόνι νταλίκας, στο καμιόνι της οποίας κρύβονται δεκάδες αδέσποτα σκυλιά, συλλαμβάνεται από την Αστυνομία και μέσω των ανακρίσεων που ακολουθούν βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί… εγκληματικής συμμορίας που σχετίζεται με σωρεία κλοπών!
Επιτέλους! Η πιο «Léon» ταινία του Λικ Μπεσόν από το 1994! Έργο που υμνεί τη μοναχικότητα, την τιμιότητα, την εκδίκηση του Καλού και… την πίστη στα τετράποδα! Και κάτι από σεξουαλικότητα μαζί, το οποίο μένει ορθάνοιχτο στην αντίληψη του κάθε θεατή. Σχηματικό, campy και «λαϊκίστικο» σε κάποιες λεπτομέρειές του, μα με μεγάλη καρδιά, το «Dogman» σε παίρνει μαζί του σ’ ένα εκκεντρικό joyride αβίαστης ψυχαγωγίας και συναισθήματος, υπενθυμίζοντάς σου όχι απλά το ταλέντο του Μπεσόν στην αφήγηση, αλλά και το πόσο (άδικα) παραγνωρισμένος (αν όχι ανεκμετάλλευτος) παραμένει μέχρι σήμερα ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς.
Με drag παρουσιαστικό και σε κατάσταση ψυχολογικής αστάθειας, ο Ντάγκλας μεταφέρεται στο κελί ενός αστυνομικού Τμήματος, ανακρίνεται και ομολογεί δίχως κανένα ίχνος φόβου ή μεταμέλειας, στο φιλμικό πλαίσιο μιας σειράς από flashbacks, τα οποία εξηγούν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από την παιδική του ηλικία μέχρι το σήμερα. Θύμα κακοποίησης ενός σχεδόν εγκληματικά αυταρχικού κι ανεύθυνου πατέρα, με μια μάνα που τράπηκε σε φυγή στην τρίτη της εγκυμοσύνη, με την ελπίδα πως την επόμενη φορά θα μεγαλώσει το παιδί της σε καλύτερες συνθήκες, ο Ντάγκλας καταλήγει να ενηλικιώνεται μέσω της απρόσωπα ψυχρής έγνοιας της Πρόνοιας και του κλίματος bullying που βιώνει μονίμως από συνομήλικούς του, σηκώνοντας μαζί και το επιπλέον βάρος της αναπηρίας του (εξοστρακισμός σφαίρας του προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά στη σπονδυλική στήλη). Αποτραβηγμένος από την υπόλοιπη κοινωνία, με δυσκολία να βρει κάποια θέση εργασίας, «κρύβεται» σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο, συντροφιά με μια αγέλη αδέσποτων σκυλιών που υπεραγαπά (δέσιμο που συνδέεται με το παρελθόν, όταν ο πατέρας του εξέτρεφε τα συμπαθή θηλαστικά με σκοπό να συμμετέχουν σε παράνομες κυνομαχίες) και τον προστατεύουν με ανεξήγητη αφοσίωση.
Όσο μελοδραματικό και ν’ ακούγεται το καταστασιακό, χωρίς να το αντιλαμβάνεται τόσο «βαρέως» ο θεατής, ο ψυχισμός του ήρωα κάνει επαφή κλιμακωτά και αρκετά «ύπουλα», οδηγώντας στη σεκάνς απογείωσης του drag show – νούμερου της Εντίτ Πιάφ που πραγματοποιεί ο Ντάγκλας αντί «δοκιμαστικού» για να πιάσει δουλειά σ’ ένα σχετικό club, με την αγωνία να φτάνει στο forte της για το αν ο ήρωας θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια του μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Εδώ ο Μπεσόν δείχνει αρκετά επηρεασμένος από τη σκηνή του solo χορευτικού του Χοακίν Φίνιξ στο «Joker» (2019), τόσο στην πλανοθεσία όσο και στην καθοδήγηση υποκριτικής του Τζόουνς (για να μην προσθέσω και τις νότες του Ερίκ Σερά, που παραπέμπουν σε αντίστοιχες σκέψεις), ο οποίος «μεταμορφώνεται» θαυμαστά σε μια σπαρακτική μορφή «γυναίκας» που αναζητά διέξοδο ανάσας έξω από το ίδιο του το σώμα.
Το «Dogman» γίνεται σαφώς πιο απολαυστικό όταν παίρνει μπρος η αστυνομική ίντριγκα της πλοκής, που αποκαλύπτει πως ο Ντάγκλας και τα «αθώα» σκυλιά του έχουν συστήσει κανονικότατη σπείρα διαρρηκτών, με συνήθη στόχο πολύτιμα τιμαλφή από χλιδάτες επαύλεις, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις άμυνας το πράγμα έχει οδηγήσει και σε κανονικές δολοφονίες, με το μητρώο του ήρωα να γέρνει επικίνδυνα προς βαρύτατες ποινές. Ο Ντάγκλας, όμως, δεν είναι ένας χαρακτήρας που περιμένει κάποια λύτρωση ή την όποια συγχώρεση κατανόησης των αιτιών που τον οδήγησαν σε όλα αυτά. Είναι ένας άνθρωπος δίχως Πίστη, με παράδοξα… δίκαιη κοινωνική στάση περί αναδιανομής του πλούτου, και με μοναδικό νοιάξιμο απέναντι στα τετράποδα πλάσματα που τον περιστοίχιζαν και μοιράζονταν μαζί του τον καλύτερο εαυτό τους. Κάτι που ποτέ δεν βρήκε από τους ανθρώπους κι ούτε και επιζητούσε από ένα σημείο κι έπειτα στη ζωή του. Ο Ντάγκλας έχει τα κλασικά μπεσονικά χαρακτηριστικά ενός «καταραμένου» αντι-ήρωα που μπορεί να επιβιώσει μονάχα μέσα από τους δικούς του κανόνες, συμπεριφοράς και ηθικής. Δεν έχει ανάγκη τον κόσμο μας. Εμείς, από την άλλη, πάντοτε θα έχουμε την ανάγκη ν’ αναζητούμε ένα τέτοιο σινεμά. Διόλου διδακτικό, ονειροπόλα «απλοϊκό», οριακά συγκινητικό και με μια ψυχή που σίγουρα μπορεί να εμφυσήσει κάτι καλύτερο στο μέσα μας.