ΔΟΚΤΩΡ ΥΠΝΟΣ (2019)
(DOCTOR SLEEP)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Φλάναγκαν
- ΚΑΣΤ: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Κάιλι Κάραν, Κλιφ Κέρτις, Έμιλι Άλιν Λιντ, Μπρους Γκρίνγουντ, Τζέικομπ Τρέμπλεϊ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 151'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ο ενήλικας Ντάνι Τόρανς βασανίζεται ακόμα από τους εφιάλτες και τα φαντάσματα του ξενοδοχείου Overlook και προσπαθεί να ζήσει μια ήσυχη ζωή αψηφώντας το χάρισμά του, μέχρι τη στιγμή που επικοινωνεί μαζί του ένα 13χρονο κορίτσι με πιο έντονη «λάμψη»…
Το 1998 ο Στίβεν Κινγκ αποφάσισε να γράψει κάτι που σπάνια τόλμησε να πράξει στην πλούσια βιβλιογραφία του: ένα sequel! Με αναρίθμητους φανατικούς θαυμαστές να τον ρωτούν τι απέγινε ο μικρός Ντάνι της «Λάμψης», ο συγγραφέας άρχισε ν’ αναρωτιέται και ο ίδιος, και το πολυαναμενόμενο «Δόκτωρ Ύπνος» κυκλοφόρησε πριν από σχεδόν 20 χρόνια. Φέτος, η επίσης πολυαναμενόμενη κινηματογραφική του μεταφορά έφτασε στις αίθουσες και τόσο το αποτέλεσμα όσο και η υποδοχή του κοινού είναι μάλλον… χλιαρά. Παρόλο που ο πλήρης τίτλος του φιλμ φέρει το όνομα – «έγκριση» του Κινγκ («Stephen King’s Doctor Sleep» στο πρωτότυπο), η ταινία μάλλον αποτελεί περισσότερο συνέχεια εκείνης του Στάνλεϊ Κιούμπρικ παρά του βιβλίου του συγγραφέα, ο οποίος ως γνωστόν αντιπαθεί το αριστούργημα του Κιούμπρικ για τους δικούς του λόγους (αναγνωρίζουμε τη ζήλεια ως τον κυριότερο εξ αυτών, αν και δεν θα του το λέγαμε ποτέ κατά πρόσωπο!), κατανοώντας πως η κινηματογραφική μεταφορά είναι πλέον πολύ πιο αναγνωρίσιμη (και δημοφιλής, συγγνώμη, κύριε Κινγκ) από το βιβλίο του. Κι εδώ ξεκινούν τα προβλήματα…
Ο Μάικ Φλάναγκαν, έμπειρος αλλά μάλλον διεκπεραιωτικός σκηνοθέτης μιας σειράς Β-movies του είδους του horror, ούτε πιστεύει, ούτε κι επιχειρεί να τολμήσει να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Κιούμπρικ και πολύ σωστά απομακρύνει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας από την αφηγηματική δομή, την ατμόσφαιρα και το καλλιτεχνικό στήσιμο της «Λάμψης» (1980), στρεφόμενος περισσότερο στα πιο γνώριμα μονοπάτια μιας σύγχρονης και πιο συνηθισμένης ταινίας τρόμου. Ωστόσο, και απολύτως κατανοητά, δεν μπορεί να αποφύγει τα flashback από τη μνήμη τού τώρα ενήλικα Ντάνι, πίσω στην παιδική του ηλικία και τον πρώτο καιρό μετά τα τραυματικά γεγονότα στο ξενοδοχείο όπου ο πατέρας του «στοιχειώθηκε» και στράφηκε εναντίον της ίδιας του της οικογένειας. Πίσω στο σήμερα, ο Ντάνι είναι αλκοολικός και προσπαθεί να ξεκινήσει μια καλύτερη ζωή, σε μία τελευταία ελπίδα σωτηρίας κι εξιλέωσης, έχοντας καταπιέσει τη (μετα)φυσική του «λάμψη», πιστεύοντας πως είναι η πηγή για όλη τη μιζέρια της ενήλικης ζωής του. Την ίδια στιγμή, η μικρή Άμπρα βλέπει τις δυνάμεις της να μεγαλώνουν ραγδαία, αποξενώνοντάς την από μία «κανονική» ζωή, ωστόσο ο αισιόδοξος και δυναμικός της χαρακτήρας δεν την αφήνει να παραιτηθεί. Η ολοένα και ισχυρότερη «λάμψη» της, όμως, θα την κάνει ορατή σε μια αιρετική ομάδα τυχοδιωκτών με παρόμοιες δυνάμεις, η οποία σκοτώνει παιδιά με το συγκεκριμένο χάρισμα, ώστε να πάρει τις δυνάμεις τους και να εξακολουθεί να ζει για αιώνες. Η Άμπρα θα τους πολεμήσει, χρειάζεται όμως και τη βοήθεια του έμπειρου αλλά παραιτημένου Ντάνι.
Ο Φλάναγκαν αποδεικνύει την εμπειρία του στο σινεμά του είδους με τη λειτουργική χρήση σασπένς και την αίσθηση επικείμενης καταστροφής κι αντιπαράθεσης των δύο πλευρών, ενώ ίσως η πιο επιτυχημένη σκηνή ολόκληρης της ταινίας (από πλευράς αυθεντικού τρόμου και ψυχολογικής επίπτωσης, τόσο στους «καλούς» χαρακτήρες όσο και στον θεατή) έρχεται σχετικά πρόωρα, με τον ταλαντούχο και αξιολάτρευτο πιτσιρικά Τζέικομπ Τρέμπλεϊ («Το Δωμάτιο») σε ένα συγκλονιστικό cameo και μια σεκάνς που αποδεικνύει το πόσο αδίστακτη είναι η αιρετική ομάδα, η οποία έχει ως αρχηγό την πανέμορφη αλλά φονική Rose The Hat. Η σύντομη ερμηνεία του Τρέμπλεϊ, καθώς και εκείνες των δύο βασικών πρωταγωνιστών, του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και της μικρής Κάιλι Κάραν (ως Άμπρα), αποτελούν τις ευχάριστες υποκριτικές εξαιρέσεις σε μια ταινία όπου η σκηνοθετική καθοδήγηση του κατά τα άλλα αξιόλογου καστ ωθεί προς τη «μεταφυσική καρικατούρα» παρά σε κάτι πιο φυσικά πειστικό, ενώ οι ατακαδόρικοι διάλογοι (ιδιαίτερα της ομάδας της Rose) δεν βοηθούν στην απόκτηση ιδιαίτερης σεναριακής βαρύτητας.
Η ταινία, λοιπόν, κυλά μέχρι ενός σημείου σαν μία συνηθισμένη παραγωγή τρόμου, που μπορεί να την παρακολουθήσει άνετα και κάποιος ο οποίος δεν γνωρίζει καν την πλοκή ή και την ύπαρξη της «Λάμψης», αν και ο Φλάναγκαν διανθίζει το σενάριο αλλά και αρκετά από τα πλάνα του με καταφανείς αναφορές στο πρώτο φιλμ: ο αριθμός του σπιτιού της Άμπρα, το cameo του Ντάνι Λόιντ (ο ανήλικος Ντάνι της ταινίας του Κιούμπρικ), η σκηνή της συνέντευξης του Ντάνι από τον γιατρό Τζον για μια δουλειά στο γραφείο του (ακριβέστατο κοπιάρισμα εκείνης με τον διευθυντή του ξενοδοχείου Overlook από το 1980) κ.λπ. Μέχρι που η πλοκή μάς οδηγεί αναπόφευκτα στην «πηγή», εκεί όπου συνέβησαν όλα για τον Ντάνι: στο ξενοδοχείο τού τότε (άλλο ακράδαντο στοιχείο πως το φιλμ ακολουθεί περισσότερο την εκδοχή του Κιούμπρικ παρά του Κινγκ) και στην τελική αντιπαράθεση. Τότε είναι που αυτή η έως τώρα συμπαθής αλλά κοινότοπη ταινία τρόμου καταλήγει σε μια εκ νέου φιλμική ξενάγηση στον τόπο που στοίχειωσε τα όνειρα γενεών κινηματογραφόφιλων. Τα δίδυμα είναι εκεί, όπως και οι τόνοι αίματος που ξεχύνονται από τις πόρτες των ασανσέρ, η γυμνή γυναίκα του δωματίου 237, ο πρόσχαρος ηλικιωμένος με τη σαμπάνια στο χέρι και το ματωμένο κεφάλι, καθώς και ο barman που ασφαλώς και έχει μεταλλαχθεί σε ένα πιο γνώριμο πρόσωπο για τον Ντάνι (δεν βάζουμε #spoiler εδώ, αλλά μετά την προβολή της ταινίας ψάξτε να δείτε ποιος υποδύεται τον συγκεκριμένο ρόλο). Όλοι περνούν μπροστά από την κάμερα δίνοντας το παρών, καθώς ο Ντάνι περιφέρεται στο ετοιμόρροπο κτήριο. Σε περίπτωση που η μνήμη είναι κάπως «θολή» γύρω από τη σημασία κάποιων χώρων, ο Φλάναγκαν μας προσφέρει κι ένα χρήσιμο flashback, «αναβιώνοντας» σκηνές της παλαιότερης ταινίας. Οι γνώστες, φαντάζομαι, θα έχετε ήδη καταλάβει για ποιες μιλάμε, κι εμείς απορούμε γιατί ο σκηνοθέτης αισθάνθηκε πως πρέπει να μας τις «υπενθυμίσει» κατ’ αυτόν τον τρόπο, κόβοντας τον ρυθμό τού σασπένς της ιστορίας της Άμπρα και του ενήλικα Ντάνι, καθώς τα… γνώριμα φαντάσματα από το παρελθόν δεν επιφυλάσσουν καμία έκπληξη ούτε και προκαλούν τον τρόμο με την εμφάνισή τους.
Η ταινία κλιμακώνεται και ολοκληρώνεται στο Overlook, με τον Φλάναγκαν αισθητά «παραιτημένο» στο μεγαλείο τού location και του «προκατόχου» του. Όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο και πιο αξεπέραστο φάντασμα εδώ δεν είναι οι «ένοικοι» του ξενοδοχείου ή η φονική ομάδα της Rose, αλλά η βαριά κληρονομιά μιας ταινίας που μας στοιχειώνει ολοκληρωτικά τα τελευταία 40 χρόνια…