Η ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ (1957)
(DET SJUNDE INSEGLET)
- ΕΙΔΟΣ: Υπαρξιακό Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
- ΚΑΣΤ: Μαξ φον Σίντοφ, Γκούναρ Μπιέρνστραντ, Μπενγκτ Έκεροτ, Νιλς Πόπε, Μπίμπι Άντερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
O ιππότης Αντόνιους Μπλοκ συντροφιά με τον πιστό του ιπποκόμο Γιονς επιστρέφουν από τις Σταυροφορίες στη χώρα τους, τη Σουηδία, την εποχή του «Μαύρου Θανάτου». Ο ίδιος ο Θάνατος τον συναντά και τον καλεί, όμως ο καταπονημένος και σκυθρωπός ιππότης τον προκαλεί σε ένα παιχνίδι σκακιού, στην προσπάθειά του να κερδίσει χρόνο ώστε να απαντήσει τα τεράστια ερωτήματα της ύπαρξής του.
Η μαυροφορεμένη φιγούρα του Θανάτου, η παρτίδα σκακιού στα αφιλόξενα βράχια μιας σκοτεινής παραλίας, οι μεσαιωνικές αντιφατικές βινιέτες ζωής / θανάτου, χαράς / δυστυχίας, κωμωδίας / τραγωδίας, το τελικό Dance Macábre των θνητών: όλες εικόνες που έχουν σημαδέψει το παγκόσμιο σινεμά από την πρώτη τους κινηματογραφική έξοδο το 1957 έως και σήμερα, και σίγουρα και στο μελλοντικό κινηματογραφικό σύμπαν. Τα τελευταία 62 χρόνια έχουν γραφτεί αναρίθμητες κριτικές, δοκίμια, διατριβές, αναλύσεις, βιβλία, έχουν γυριστεί αρκετοί φόροι τιμής, ντοκιμαντέρ αλλά και σατιρικά spoofs, και οι ιστορικοί, οι κριτικοί αλλά και οι αυθεντικοί λάτρεις της ταινίας συνεχίζουν να ασχολούνται με και να αναλύουν ακόμα αυτό το τόσο προσωπικό αλλά ταυτόχρονα και τόσο παγκόσμιο έργο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, εκείνο με το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε «επίσημα» ως ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς.
Οι περισσότεροι, λοιπόν, σαφώς και δεν θα περιμένετε να «σπουδαχτείτε» από τούτην εδώ την κριτική για μία από τις πιο διάσημες και σημαίνουσες ταινίες όλων των εποχών, ούτε και να κατανοήσετε την (υψηλότατη) θέση της στο κινηματογραφικό σύμπαν, ωστόσο ακολουθεί μία (ακόμη) ανάλυσή της από κάποιαν που την θεωρεί αν όχι την καλύτερη, τουλάχιστον την πιο σημαντική ταινία στην ιστορία.
Ο Μπέργκμαν για πρώτη, αν και ίσως όχι μοναδική φορά στη μακροχρόνια και πολυσχιδή καριέρα του, συγκεντρώνει εδώ τα περισσότερα θέματα που τον απασχολούσαν σε όλη του τη ζωή, καθώς και στοιχεία από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές του επιρροές και εμμονές. Λάτρης και γνώστης της εποχής του Μεσαίωνα με τη διαχρονική του εσωτερική πάλη περί θρησκείας και της ύπαρξης ενός Θεού, ο Μπέργκμαν, υπό τη νοητική επιρροή του συμπατριώτη του θεατρικού συγγραφέα και αδιάσειστου ινδάλματος Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, έγραψε αρχικά ένα μικρό θεατρικό όπου προσπάθησε να χωρέσει τις ιδέες, τις θεματικές και τις υπαρξιακές ερωτήσεις που (λίγο αργότερα) ανέπτυξε σε αυτή την επική (για τα έως τότε standards του) αλληγορία. Η εποχή είναι ο 14ος αιώνας, το τέλος των Σταυροφοριών αλλά και η κορύφωση της επιδημίας της πανούκλας, η εποχή δηλαδή που η ύπαρξη ενός Θεού – σωτήρα ή/και τιμωρού ήταν αναγκαία στις δύσκολες ζωές των θνητών. Ο τίτλος της ταινίας πηγάζει από το βιβλίο της Αποκάλυψης, όπου αναφέρεται πως το σπάσιμο των επτά σφραγίδων που διασφαλίζουν το βιβλίο του Ιωάννη θα σημάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Ωστόσο, εδώ ο Θεός είναι απών / σιωπηλός ή και ανύπαρκτος, την ίδια στιγμή που ο Θάνατος είναι πανταχού παρών, εκλεπτυσμένα διαλογικός και αναπόφευκτος. Ο Θάνατος έχει ανθρώπινη φιγούρα (για πάντα στην καλύτερη ανθολογία χαρακτήρων, ερμηνευμένος από τον Μπενγκτ Έκεροτ), είναι απτός και απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματα των θνητών που συναντά και παίρνει μαζί του, έστω και με έναν αλαζονικό, πατροναριστικό και συχνά ειρωνικό αέρα που ασφαλώς δικαιολογείται απόλυτα, ύστερα από τόσες αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές που έχει μεταφέρει μέχρι τον «άλλο κόσμο». Ο ιππότης Αντόνιους, βασανισμένος από αυτό που θα αναγνωρίζαμε στην σημερινή εποχή σαν ένα είδος μετατραυματικού stress και δριμεία κατάθλιψη, ενσαρκώνει την ουσία των ψυχολογικο-υπαρξιακών ερωτημάτων του δημιουργού του (του Μπέργκμαν φυσικά, όχι του Θεού), αποτελώντας την καθοριστική φιγούρα της ανθρώπινης μοναξιάς, εκείνης που πηγάζει από τη σκέψη / αποδοχή της ύπαρξης χωρίς Θεό, μιας αποδοχής με την οποία ο Μπέργκμαν βασανιζόταν από μικρό παιδί, ως γιος ενός αυστηρού Λουθηρανού ιερέα.
Ο Αντόνιους δεν ζητά παράταση ζωής για να διασκεδάσει λίγο παραπάνω (από την κοψιά του και μόνο συνειδητοποιείς πως η λέξη «διασκέδαση» δεν έχει υπάρξει στο λεξιλόγιό του), αλλά για να προλάβει να απαντήσει στα υψηλότερα πνευματικά ερωτήματα που τον βασανίζουν και για να εφαρμόσει την υπαρξιακή ιδέα της «ουσιαστικής δράσης», να χρησιμοποιήσει δηλαδή τη χρονική του παράταση ώστε να κάνει πράξεις με ουσία. Έτσι, παρέα με τον διαμετρικά αντίθετο χαρακτήρα τού ιπποκόμου του, του εύθυμου και γλεντζέ Γιονς, ξεκινούν ένα φυσικό και πνευματικό ταξίδι (συμβολικό του ανθρώπινου ταξιδιού από τη γέννηση στον θάνατο), συναντώντας στον δρόμο τους όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης: τους μεθύστακες, τους θρησκόληπτους (με την απουσία του Θεού, έρχονται οι ακραίοι θρησκευτικοί φανατισμοί να του δώσουν απελπισμένα μια «ύπαρξη») αλλά και τους ηθοποιούς, το φτωχό μπουλούκι που προσπαθεί να δώσει λίγη χαρά σε τόσο σκοτεινά χρόνια, όμως συχνά στοχοποιείται και γίνεται περίγελως. Σε αυτούς, και ειδικά σε ένα νεαρό ζευγάρι με το μωρό τους, βρίσκει μόνο φως, χαρά και αισιοδοξία για το μέλλον ο Αντόνιους, και τους κάνει το επίκεντρο της «ουσιαστικής δράσης» του, καθώς θα προσπαθήσει να τους προστατεύσει με κάθε κόστος. Σε αυτό το κομμάτι της σπονδυλωτής αφήγησης βρίσκουμε και τις μεγαλύτερες αντιθέσεις σκοταδιού / φωτός, αισιοδοξίας / ματαιότητας, αθωότητας / ακολασίας και ασφαλώς, όπως προαναφέρθηκαν, ζωής / θανάτου και ιλαροτραγωδίας. Ο Μπέργκμαν εδώ έχει ως πιο αναγκαίο συνεργό τον διευθυντή φωτογραφίας Γκούναρ Φίσερ, ο οποίος δίνει ιδανικά τις κατάλληλες και συχνά αντιφατικές αποχρώσεις της ασπρόμαυρης κινηματογράφησής του, πότε εντείνοντας το λαμπρό λευκό του φωτός, της ευτυχίας και της αθωότητας, και πότε το γκριζο-μαύρο του σκοταδισμού, της απαισιοδοξίας, της πνευματικής και ψυχολογικής κενότητας, διατηρώντας πάντοτε μια σχεδόν απόκοσμη χροιά που άλλωστε απαιτεί αυτή η υπερφυσική αλληγορία (σε αντίθεση με τον επόμενο dp του, τον Σβεν Νίκβιστ, ο οποίος με τη σειρά του ήταν ιδανικός για τη δεύτερη και πιο νατουραλιστική περίοδο της καριέρας του σκηνοθέτη).
Πέραν των θρησκευτικών και υπαρξιακών του ερωτημάτων, ο Μπέργκμαν εδώ χρησιμοποιεί τον συμβολισμό και την αλληγορία για ένα πολύ πιο απτό και καίριο θέμα της εποχής που γέννησε την «Έβδομη Σφραγίδα»: εάν ο 14ος αιώνας του ιππότη Αντόνιους έμοιαζε να βρίσκεται τόσο κοντά στην Αποκάλυψη, τότε και ο πρόσφατα μεταπολεμικός κόσμος όδευε προς τα εκεί, σύμφωνα με τον Σουηδό, καθώς η απειλή της ατομικής βόμβας ήταν πέρα για πέρα αληθινή και τα θέματα περί του ανθρώπινου γένους σε σχέση (και μη) με υπερφυσικές δυνάμεις ήταν (και μάλλον ανέκαθεν θα είναι) διαχρονικά. Ο δημιουργός προσπάθησε και άλλες φορές να σχολιάσει την επικαιρότητα μέσα από τις ταινίες του, όμως ποτέ δεν το πέτυχε τόσο έξοχα όσο σε αυτό το «παραμύθι» εποχής.
Στο σουηδικό σκάκι, ο Βασιλιάς είναι και Ιππότης, και όταν ηττάται όλα χάνονται μαζί του. Ο Αντόνιους κερδίζει συστηματικά απέναντι στον Θάνατο, ο οποίος όμως είναι πάντα αναπόφευκτος, άρα η νίκη είναι μόνο πρόσκαιρη. Μέσα από τη μελαγχολία, τον βαθύ, σκοτεινό υπαρξισμό και τις περιόδους έντονου πεσιμισμού, ο Μπέργκμαν καταφέρνει και βλέπει αχτίδες λαμπερού φωτός και της ανάδυσης μιας πιο αθώας μορφής ουμανισμού κι ελπίδας μέσα από τα αποκαΐδια του πολέμου, του φανατισμού, της αρρώστιας, του θανάτου. Όχι για τον ιππότη του, αλλά με τη βοήθειά του. Και ο τελικός χορός, παρότι μακάβριος (εξού και η ονομασία του, δοσμένη στον Μεσαίωνα) δεν είναι τόσο πένθιμος και λυπηρός, καθώς η «ουσιαστική δράση» του Αντόνιους δούλεψε με τον καλύτερο τρόπο. Θεός ή μη, αποστολή εξετελέσθη.