ΞΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ (2016)
(DEMOLITION)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Μαρκ Βαλέ
- ΚΑΣΤ: Τζέικ Τζίλενχολ, Ναόμι Γουάτς, Κρις Κούπερ, Τζούντα Λούις, Χέδερ Λιντ, Σι Τζέι Γουίλσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Όταν η γυναίκα του σκοτώνεται σε τροχαίο, ο νεαρός επιτυχημένος τραπεζίτης Ντέιβις αρχίζει να παίρνει μια παράξενη καθοδική πορεία προς την αυτοκαταστροφή. Η γνωριμία του με την εύθραυστη Κάρεν και τον έφηβο γιο της θα βοηθήσει στην επαναδόμηση της ζωής του.
Αμέσως μετά τα οσκαρικά «Dallas Buyers Club» και «Wild», ο Καναδός σκηνοθέτης Ζαν-Μαρκ Βαλέ επιστρέφει στο είδος που κατέχει καλύτερα, το δράμα χαρακτήρων, εδώ με μια ιστορία ανομολόγητης κατάθλιψης και καταπιεσμένου θρήνου για την απώλεια, τόσο τη φυσική όσο και τη συναισθηματική (που, στην προκειμένη περίπτωση, προηγήθηκε του θανάτου), ενός αγαπημένου προσώπου.
Ο Ντέιβις βρίσκεται συνοδηγός στο αυτοκίνητο που οδηγεί η γυναίκα του και αναλώνουν τον χρόνο τους σε μια τετριμμένη συζήτηση, όταν ένα άλλο αυτοκίνητο τους χτυπά. Ο Ντέιβις επιβιώνει αλώβητος, η γυναίκα του όχι. Στο άκουσμα των τραγικών νέων, ο νεαρός άνδρας παραμένει παράξενα ψύχραιμος και φαινομενικά ατάραχος, κι όταν το αυτόματο μηχάνημα του νοσοκομείου που βγάζει snack κολλάει, η πρώτη σκέψη του είναι να γράψει μια επιστολή διαμαρτυρίας. Η επιστολή γράφεται και μαζί με τη διαμαρτυρία βγαίνουν και κρυφές, προσωπικές εξομολογήσεις για τον γάμο τους, την κοινή τους ζωή, την ιστορία τους. Το ένα γράμμα ακολουθεί το άλλο και παραλήπτης τους γίνεται η Κάρεν, εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρείας των μηχανημάτων, μια single μητέρα ενός ατίθασου έφηβου γιου, που συγκινείται από την ιστορία τού Ντέιβις αλλά και ανησυχεί – εύλογα – για την ψυχική του υγεία. Η συνεχής αλληλογραφία τους θα τους ενώσει συναισθηματικά (και μόνο πλατωνικά), ενώ ο Ντέιβις αναπτύσσει μια πατρική / αδελφική σχέση με τον έφηβο Κρις, την ίδια στιγμή που η επαγγελματική και προσωπική του σχέση με τον πεθερό (και αφεντικό) του, Φιλ, ταράζεται, ίσως και ανεπανόρθωτα. Η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλη, κυριολεκτικά αποδομώντας τη ζωή του, ενώ προσπαθεί να βρει απαντήσεις, λύτρωση ή / και συγχώρεση, αλλά κυρίως τον χαμένο του εαυτό.
Όπως και με τον ΜακΚόναχεϊ στο «Dallas Buyers Club» και τη Γουίδερσπουν στο «Wild», το μεγάλο ευτύχημα του Βαλέ είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής των ταινιών του – και στο πρόσωπο του Τζίλενχολ βρίσκει τον ιδανικό ηθοποιό να εναποθέσει ένα δυνατό, κάπως εκκεντρικό και πολυδιάστατο ψυχολογικό δράμα, με ιδανικά ψήγματα στεγνού και κατά καιρούς σαρκαστικού, χιούμορ. Ο Ντέιβις του Τζίλενχολ κυκλοφορεί με μια «ανεπίτρεπτη» απάθεια και μια θρασύτατη αυτοκαταστροφική τάση, συμπεριφορές που όμως δεν κρύβουν το συναισθηματικό τραύμα και μόνο παρατείνουν την ένταση για το πότε θα γίνει το μεγάλο «μπαμ». Η δίψα του ήρωα για κυριολεκτική «κατεδάφιση» (ο αγγλικός τίτλος τα λέει όλα σε μια λέξη) τον σπρώχνει σε παράτολμες κινήσεις: αποσυναρμολογεί ελαττωματικές πόρτες και υπολογιστές στο γραφείο του, βοηθά εθελοντικά στην κατεδάφιση παλιών σπιτιών και καταλήγει να διαλύει μέρος του δικού του, μοντέρνου και πανάκριβου σπιτιού. Η παράξενη σχέση που δημιουργεί με την Κάρεν και τον Κρις, όμως, αποδεικνύεται η «πατερίτσα» που χρειάζεται ώστε να βάλει πίσω και σε σωστή σειρά τα κομμάτια της δικής του ζωής, που αποδόμησε τόσο ξαφνικά και απότομα με τον χαμό τής – τελικά – αποξενωμένης συζύγου του.
Ο Τζίλενχολ διαπρέπει για άλλη μια φορά σε έναν πολυεπίπεδο δραματικό ρόλο, με το προσωπείο του κυνισμού και της απάθειας να ραγίζει στιγμιαία και να διαφαίνεται ο πόνος, η θλίψη, η ενοχή, ενώ κατά καιρούς ένα μανιακό χαμόγελο και κάποιες σπασμωδικές κινήσεις τον κάνουν να φαίνεται στα όρια της παράνοιας. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, με επικεφαλής τη Ναόμι Γουάτς ως ευαίσθητη Κάρεν και τον πάντα αξιοσέβαστο Κρις Κούπερ ως δυναμικό αλλά, εντέλει, χαροκαμένο πεθερό του, Φιλ, κάνουν εξαιρετική δουλειά, αν και στην ουσία μένουν απογοητευτικά ανεκμετάλλευτοι. Ο αληθινός, ωστόσο, συμπρωταγωνιστής τού Τζίλενχολ είναι ο νεαρός Τζούντα Λούις, σε μια ατρόμητη (για την ηλικία του) ερμηνεία ως πανέξυπνος, ατίθασος αλλά μπερδεμένος Κρις, που βρίσκει δύναμη έκφρασης και χαρακτήρα μέσα από τη φαινομενικά θεότρελη παρέα που κάνει με τον Ντέιβις.
Οι ευαίσθητες ψυχολογικές ισορροπίες όλων των κεντρικών ηρώων (ακόμα και της νεκρής συζύγου) είναι ο βασικός πυρήνας αυτής της άκρως ενδιαφέρουσας δουλειάς, και το κινηματογραφικό ταξίδι στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που καταλήγει στην πλήρη αποδόμηση ως μοναδική λύση ενάντια στην πλήρη αυτοκαταστροφή γίνεται με ωριμότητα και μ’ ένα είδος αφηγηματικής εκκεντρικότητας, που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από άπειρες άλλες του ιδίου genre. Κάποιες σεναριακές υπερβολές και τα απαραίτητα δραματικά κλισέ μοιάζουν αναπόφευκτα (αν και θα μπορούσαν στην πράξη να έχουν αποφευχθεί, δεδομένης της αφηγηματικής πρωτοτυπίας της ταινίας). Αλλά ας μη γινόμαστε υπερβολικά αυστηροί: πρόκειται για ένα αξιοπρεπέστατο δράμα χαρακτήρων με εξαιρετικό καστ και ερμηνείες, με στιγμές βαθιάς συγκίνησης, όπως και πανέξυπνου, «λυτρωτικού» χιούμορ.