DALLAS BUYERS CLUB (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Μαρκ Βαλέ
- ΚΑΣΤ: Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Τζένιφερ Γκάρνερ, Τζάρεντ Λέτο, Ντένις Ο’Χέαρ, Στιβ Ζαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στα μέσα της βαθιά νυχτωμένης περί AIDS Αμερικής της δεκαετίας του ’80, ένας Τεξανός hustler μαθαίνει μάλλον απότομα πως είναι φορέας. Οι γιατροί τού δίνουν έναν μήνα ζωής. Εκείνος, θα αρνηθεί το μοιραίο και θα κάνει ό,τι μπορεί για να βρει τρόπους θεραπείας.
Τον Καναδό Ζαν-Μαρκ Βαλέ τον γνωρίσαμε με το «C.R.A.Z.Y.» (2005), ένα αρκετά φιλόδοξο «έπος» οικογενειακού δράματος. Η μετέπειτα πορεία του ήταν ένα πραγματικό αλαλούμ, που δε δήλωνε μια σταθερή πορεία, ούτε σκηνοθετικά αλλά ούτε και υφολογικά. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε σχεδόν καμία προσμονή για το «Dallas Buyers Club», ένα εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία φιλμ που, εξαρχής, σε παίρνει από κάτω λόγω θέματος. Σχεδόν δε σου πάει καρδιά να το παρακολουθήσεις. Με το που αρχίζει, όμως, σου προκαλεί ένα ξάφνιασμα. Βλέπεις τι έχει κάνει στο σώμα του ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και αισθάνεσαι ένα δέος σεβασμού για έναν… «φορεμένο» από τα studios star που μόλις πρόπερσι (με το «Magic Mike») συνειδητοποιήσαμε πως μπορεί πραγματικά να παίξει! Ύστερα, ανακαλύπτεις ξανά από την αρχή πόσο ταλαντούχος είναι και ο (εξαφανισμένος από το 2009, εξαιτίας της επιτυχημένης πορείας της μπάντας του, 30 Seconds to Mars) Τζάρεντ Λέτο, που μεταμορφώνεται σε trans… ένα βήμα πριν από την απόλυτη θηλυκότητα! Και οι δύο εκπλήσσουν. Αλληλοσυμπληρώνονται, ξεπερνούν τους εαυτούς τους και, δικαιωματικά, προχωράνε αμφότεροι για τα Όσκαρ πρώτου και δεύτερου ανδρικού ρόλου. Θαυμάζεις ερμηνείες, όχι απλά δύο αδυνατισμένα κορμιά που σέρνονται μέσα στην υπερβολή ή τα «τρικ» που προσφέρουν οι τόσο αβανταδόρικα δραματικοί ρόλοι. Και, προτού το καταλάβεις καλά-καλά στο πετσί σου, η ίδια η ταινία έχει περάσει και μέσα στις φλέβες σου…
Το «διαφορετικό» και ουσιαστικό κατόρθωμα του φιλμ είναι η αποφυγή των στερεοτύπων που κουβαλάει το θέμα, το οποίο μας έχει «αγγίξει» στον κινηματογράφο σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά των ομοφυλόφιλων (ανδρών) φορέων του AIDS, λες και το πρόβλημα της μετάδοσης του ιού ανήκε δικαιωματικά στο όποιο queer cinema ή σε στρατευμένα έργα που τείνουν να μας διδάσκουν με μελό – ή όχι – κανόνες για το Γολγοθά της ζωής με μια από τις χειρότερες «ρετσινιές» που μαστίζουν τη δημόσια υγεία εδώ και τόσες δεκαετίες. Είναι ειρωνικό, λοιπόν, το να βλέπεις έναν ήρωα… βλάχαρο, Τεξανό και γαμίκουλα, ανεύθυνο από κάθε άποψη (και στα μέσα μιας δεκαετίας στην οποία ο μέσος Αμερικανός δε σκεφτόταν καν τι θα πει προφυλάξεις) γιατί, απλά, ήταν straight, να αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή, αλλάζοντας νοοτροπία, φιλοσοφία, μυαλά ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις και να χαρακτηρίσεις το σκεπτικό ενός ανθρώπου. Από την ομοφοβία στην αποδοχή τού επερχόμενου θανάτου κι ύστερα στη συμφιλίωση με τον ίδιο το συνάνθρωπο και όχι με τις σεξουαλικότητες που ορίζουν αστείες «διαφορές», ο Ρον Γούντραφ τού ΜακΚόναχεϊ αντιπροσωπεύει τον αντίποδα ενός φιλμικού είδους που σπάνια κατάφερε να μας πείσει τίμια και δίχως εκμετάλλευση («Longtime Companion», 1989) ή οσκαρικές προθέσεις και κλάψα («Philadelphia», 1993), για τη σημασία ενός μηνύματος άνευ (της gay) ταμπέλας. Το «Dallas Buyers Club» είναι μια τέτοια ταινία, επιτέλους!
Κι εκεί που έχεις καλυφθεί από ερμηνείες και κοινωνικό περιεχόμενο, το φιλμ έρχεται να προσθέσει και ένα επιπλέον layer, εξίσου συνταρακτικά καλοδουλεμένο και τίμια τοποθετημένο στην αφήγηση: εκείνο της πολιτικής καταγγελίας, με στόχο τα κυβερνητικά «παντρολογήματα» με τα ιατροφαρμακευτικά συμφέροντα, μια μπίζνα τεράστια που (δεν) λογαριάζει στις ταφόπλακες των θυμάτων και φτάνει ως και την κορυφή τής νομικής πυραμίδας στις ΗΠΑ. Εκεί είναι που ο Βαλέ εκτός από την ψυχή βάζει και μια ακτιβιστική νότα στο φιλμ, φέρνοντας στο νου τη δύναμη του «Milk» (2008) του Γκας Βαν Σαντ, για να σε κερδίσει πλήρως, μετατρέποντας το «Dallas Buyers Club» σε δικαστικο-πολιτικό «θρίλερ» ενός αγώνα με υποτιθέμενη ημερομηνία λήξης ζωής που στην κατακλείδα του ντρόπιασε τους μηχανισμούς ολόκληρου του αμερικανικού συστήματος. Κι αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο ζητούμενο από την προβληματική της white trash ομοφοβίας.
Δεν είναι όλα «ρόδινα» και τέλεια στο πανί τούτης της ταινίας. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες των (σε λίγες μέρες) οσκαρικών πρωταγωνιστών ποτέ δεν κατορθώνουν να έχουν ένα στέρεο σεναριακά παρελθόν, το «λουλουδάτο» ρομάντζο με τη γιατρίνα (Τζένιφερ Γκάρνερ) ζορίζεται να χωρέσει μέσα στην πλοκή, οι κακοί που έχουν το Νόμο στα χέρια τους είναι μάλλον σχηματικοί. Αλλά τα θετικά παραείναι πολλά για να χαρακτηριστούν τρωτά σημεία τα άνωθεν. Το «Dallas Buyers Club» δε σου πουλάει φτηνό συναίσθημα και κλάψα, επαναφέρει ένα θέμα σκληρό και σου το σερβίρει ουχί φιλεύσπλαχνα, αλλά με ειλικρινή γλώσσα, τόλμη και μια υποχρέωση να σου προσφέρει και διασκέδαση. Γιατί έτσι πρέπει να είναι το σινεμά. Όλα αυτά μαζί μάς κάνουν μια σπουδαία ταινία.