FreeCinema

Follow us

ΝΤΑΡΛΙΝΓΚ (1965)

(DARLING)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Σλέσιντζερ
  • ΚΑΣΤ: Τζούλι Κρίστι, Ντερκ Μπόγκαρντ, Λόρενς Χάρβεϊ, Ρόλαντ Κάραμ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Μια φιλόδοξη, ματαιόδοξη νεαρή κοπέλα περνά από διάφορες ερωτικές σχέσεις και χρησιμοποιεί την ομορφιά και την έμφυτη λάμψη της ώστε να κατακτήσει την κορυφή. Δυστυχώς για εκείνη, η «κορυφή» είναι μια ακαθόριστη ιδέα και το κόστος κατάκτησης αυτής της φαντασίωσης ενδέχεται να είναι πολύ βαρύ.

Πρώτο πλάνο της ταινίας και οι εικόνες των υποσιτισμένων παιδιών στη γιγαντοαφίσα για μια φιλανθρωπική εκστρατεία καλύπτονται από το τεράστιο, λαμπερό και υγιές χαμόγελο της Νταϊάνα Σκοτ, του «πιο ευτυχισμένου κοριτσιού», όπως γράφει το διαφημιστικό slogan του προϊόντος που διαφημίζει. Η κάμερα «κόβει» στον δρόμο όπου η ίδια η Νταϊάνα περπατά ανέμελα και πάντα χαμογελαστή, ενώ μια χαρωπή γυναικεία φωνή με έντονα μεγαλοαστική προφορά μας ενημερώνει πως πρόκειται για την ίδια στα 20 της χρόνια. Μέσα στα λιγοστά εναρκτήρια λεπτά, ο Τζον Σλέσιντζερ και οι συν-σεναριογράφοι του, Φρέντερικ Ραφαέλ και Τζόζεφ Τζάνι, έχουν ήδη σκιαγραφήσει τόσο τον τόνο και το ύφος όσο και τον πυρήνα του περιεχόμενου της ιστορίας τους, καθώς η σατιρική χροιά και ο κοινωνικός σχολιασμός της εποχής γίνονται άμεσα εμφανή.

Η Νταϊάνα, ήδη παντρεμένη με έναν συνομήλικό της και «καταδικασμένη» σε ένα βαρετό μέλλον ρουτίνας, οικοκυρικών και μητρότητας, αποφασίζει να τον αφήσει με τη δικαιολογία πως είναι πολύ νέος και ανώριμος, όταν γνωρίζει τον μεσήλικα δημοσιογράφο Ρόμπερτ, τον «έντιμο καλλιτέχνη» που θα αλλάξει τη ζωή της. Εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες που όμως συμπληρώνουν ιδανικά ο ένας τον άλλο, μένουν μαζί όταν και ο Ρόμπερτ αφήνει την οικογένειά του, όμως η φιλοδοξία και ο εγωκεντρισμός της Νταϊάνα θα την οδηγήσουν σύντομα στην αγκαλιά του Μάιλς, ενός νάρκισσου και ηδονιστή businessman, σε μια μη σχέση όπου το συναίσθημα δεν έχει καμία θέση, αλλά η κοινωνική ανέλιξη και οι σωστές γνωριμίες είναι αυτοσκοπός. Έτσι η Νταϊάνα γίνεται περιζήτητο φωτομοντέλο και ηθοποιός και η κοινωνική της ζωή περιστρέφεται γύρω από όχι μόνο τον φρενήρη ρυθμό των λονδρέζικων swinging sixties αλλά και του ευρωπαϊκού jet set. Φαινομενικά, λοιπόν, εκπληρώνει τα όνειρά της, αλλά το ενδεχόμενα μεγάλο τίμημα καιροφυλακτεί.

Το φαινόμενο των swinging sixties, με το οποίο ακόμα ταυτίζεται η Βρετανία εκείνης της δεκαετίας του ’60 στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, είχε να κάνει κυρίως με την «απαίτηση» της νέας, μεταπολεμικής γενιάς, να ακουστεί και να γίνει αποδεκτή ως σημαντικό μέρος του κοινωνικού συνόλου, μέσα από τη μουσική, τη μόδα και την Τέχνη γενικότερα, βγάζοντας τη γλώσσα στις παλαιότερες, πουριτανικές, φειδωλές και σεξουαλικά καταπιεσμένες γενιές των γονέων και των παππούδων τους. Κινηματογραφικά, το νέο ρεύμα του free cinema (κάτι μου θυμίζει αυτό το όνομα…) δημιούργησε μερικές από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά ρεαλισμού στα τέλη του ’50 και τις αρχές του ’60, και οι περισσότεροι από τους δημιουργούς και τα νέα του κινηματογραφικά αστέρια συνέχισαν τη φυσική τους πορεία, από τον γκρίζο εργατικό Βορρά στο πολύχρωμο και πλούσιο Λονδίνο της περιόδου. Έτσι, δεν είναι παράλογη η παρατήρηση πως κάπου έχουμε ξαναδεί την Νταϊάνα: δύο χρόνια πριν το «Ντάρλινγκ», ο Σλέσιντζερ είχε σκηνοθετήσει το κινηματογραφικό ντεμπούτο μιας νεαρής ηθοποιού ονόματι Τζούλι Κρίστι, σε μια από τις λιγοστές κωμωδίες τού free cinema, το «Μπίλι ο Ψεύτης». Εκεί, η νεαρή ηρωίδα λεγόταν Λιζ και επιθυμούσε όσο τίποτα να φύγει από τον Βορρά και να βρει μια πιο λαμπερή καριέρα στην πρωτεύουσα. Η Λιζ, ήδη «έμπειρη» με αγόρια και γοητευτικά ατίθαση, με παρόμοια ρούχα και βάδισμα με τη σκηνή στην οποία πρωτοβλέπουμε την Νταϊάνα εδώ, τα αφήνει τελικά όλα πίσω και κάνει το μεγάλο ταξίδι στο Λονδίνο. Είναι, λοιπόν, η Λιζ προπομπός της Νταϊάνα; Πολύ πιθανό.

Το σενάριο αλλά και η σκηνοθετική καθοδήγηση του «Ντάρλινγκ» είναι συμβολικά γεμάτα από τις κοινωνικές αντιφάσεις της εποχής της, που δυστυχώς αντηχούν γνώριμα και σήμερα. Ο Σλέσιντζερ αντιπαραθέτει το χαμόγελο της «ευτυχισμένης» Νταϊάνα με την εικόνα πεινασμένων παιδιών. Τα στόματα των σχεδόν γκροτέσκων πλουσίων στη «φιλανθρωπική» δεξίωση, καθώς μπουκώνουν λαίμαργα, ενώ ο οικοδεσπότης τους μιλά για τον υποσιτισμό στην Αφρική. Την ευτυχισμένη Νταϊάνα να μην παρατηρεί καν την επικεφαλίδα της εφημερίδας που φέρνει ο Ρόμπερτ, για την απελπισμένη απεργία των ανθρακωρύχων. Αργότερα, βλέπουμε πως η φωτογράφιση για την τόσο «ευτυχισμένη» διαφημιστική εκστρατεία διακόπτεται όταν η Νταϊάνα ξεσπά ξαφνικά σε κλάματα, έχοντας μόλις γνωρίσει ίσως τη μοναδική συναισθηματική της απώλεια. Ακόμα και η φωνή της ηρωίδας, που μας αφηγείται τα πάντα σε ύφος συνέντευξης, αντιφάσκει με τα πλάνα που ακολουθούν, το όποιο σχόλιο ή επεξήγηση που δίνει. Δεν είναι καν αξιόπιστος αφηγητής της ίδιας της ιστορίας της, χαμένη πίσω από προσωπεία που εφευρίσκει για κάθε άνθρωπο που συναντά στη ζωή της – ίσως εκτός του Ρόμπερτ. «Το πιο ευτυχισμένο κορίτσι» είναι δυστυχισμένο και «η ιδανική γυναίκα», όπως παρουσιάζεται στο εξώφυλλο ενός περιοδικού, είναι μια νεαρή γυναίκα χαμένη στο κυνήγι ενός άπιαστου ονείρου.

Το «Ντάρλινγκ», με διακριτικά παρόντα μα ποτέ υπέρμετρο διδακτισμό και μηνύματα ηθικής, εξερευνά τις αυτοκαταστροφικές επιπτώσεις της ματαιοδοξίας, της κοινωνικής και προσωπικής υποκρισίας, της αυταρέσκειας και της επιπολαιότητας της εποχής της, με ένα πολυεπίπεδο βάθος, ωστόσο, το οποίο διατηρεί την ταινία αγέραστη παρά τα 53 της χρόνια. Αποτελεί ένα άκρως επιτυχημένο και διαχρονικό κοινωνικο-πολιτικό σχόλιο, διατηρώντας ταυτόχρονα και την κινηματογραφική του αξία ως μια από τις καλύτερες ταινίες του βρετανικού κινηματογράφου, με έξοχες ερμηνείες από την εξωπραγματικά πανέμορφη Τζούλι Κρίστι (δίκαιο το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, μόλις στα 25 της χρόνια) και τον Ντερκ Μπόγκαρντ (ως Ρόμπερτ). Η Κρίστι εναλλάσσει εξαίρετα τις «μάσκες» τής ηρωίδας της, ενώ οι όποιες αναλαμπές του αληθινού της ψυχισμού γίνονται κι αυτές αμφιβόλου γνησιότητας, χωρίς ποτέ να είμαστε σίγουροι για το αν πρόκειται πραγματικά περί μιας κενής αμοραλίστριας ή ενός κοριτσιού που αναζητά την ευτυχία με τους λάθος τρόπους. Άλλωστε, όπως λέει και μια ατάκα της ταινίας που συνοψίζει ιδανικά τον τρόπο ζωής της Νταϊάνα, «όλα τα ψέματα γίνονται αλήθεια όταν τα λες».

Ο Σλέσιντζερ μπορεί να γύρισε το απόλυτο αριστούργημα της καριέρας του στην Αμερική τέσσερα χρόνια μετά, με το ακόμα πιο ανελέητο κοινωνικό σχόλιο του «Καουμπόι του Μεσονυχτίου», όμως είναι η εικόνα της συναισθηματικά χαμένης Νταϊάνα, ξανά «καταδικασμένης» σε μια άδεια ζωή, αυτή τη φορά στο χρυσό κλουβί που αρχικά επέλεξε πρόθυμα για τον εαυτό της, που θα μείνει για πάντα στο πάνθεον των πιο αξιομνημόνευτων γυναικείων χαρακτήρων του σινεμά.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Έξοχο κοινωνικό σχόλιο για μια δυτική κοινωνία που μεταλλάσσεται, με άμεσες ομοιότητες με τις σημερινές περιστάσεις, αλλά και μια σπάνια σκιαγράφηση / σάτιρα της μεταπολεμικής Βρετανίας σε όλες τις αντιφάσεις της. Κάποια σημεία της μπορεί να φανούν παρωχημένα, αλλά αν είστε θαυμαστές του κλασικού σινεμά χαρακτήρων, δεν θα βρείτε πολλά καλύτερα παραδείγματα από αυτό το διαμάντι του βρετανικού κινηματογράφου.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.