FreeCinema

Follow us

CAROL (2015)

  • ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Χέινς
  • ΚΑΣΤ: Κέιτ Μπλάνσετ, Ρούνεϊ Μάρα, Κάιλ Τσάντλερ, Τζέικ Λέισι, Σάρα Πόλσον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Στο χιονισμένο, στολισμένο, χριστουγεννιάτικο Μανχάταν, μια νεαρή υπάλληλος πολυκαταστήματος γοητεύεται από μια ώριμη, λαμπερή και πλούσια πελάτισσα και αναπτύσσουν μια έντονη ερωτική σχέση με αμφίβολο μέλλον.

Ο Τοντ Χέινς επιστρέφει στο λατρεμένο του είδος, τον φόρο τιμής στο αμερικανικό Technicolor μελόδραμα των 50’s, δεκατρία χρόνια μετά το «Ο Παράδεισος Είναι Μακριά». Η φετινή του ταινία, ωστόσο, παρότι κραυγάζει τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με εκείνη, κρατάει πιο χαμηλούς τους μελοδραματικούς της τόνους.

Από ίσως την πιο κινηματογραφικά «έντιμη» ταινία του ώς τώρα, το «Velvet Goldmine», έως και τον φετινό του – όπως προδιαγράφεται ήδη – θρίαμβο με το «Carol», o Χέινς είναι λατρεμένος από ορισμένους, άνισος από άλλους. Εκεί που άλλοι βλέπουν βαθύ, ειλικρινές συναίσθημα πίσω από την οπτική / αισθητική ομορφιά που όντως προσφέρει, ειδικά στον «Παράδεισο» και σε αυτό το φετινό του δημιούργημα, άλλοι βλέπουν αυτό που οι αγγλόφωνοι περιγράφουν ως style over substance, κοινώς η υπερβολική ενασχόληση με το φανταχτερό στυλιζάρισμα κάνει την ταινία του να πάσχει, ίσως όχι τόσο από ουσία, αλλά τουλάχιστον σίγουρα από ειλικρινές, βαθύ, «τρισδιάστατο» συναίσθημα.

Γιατί το «Carol» είναι μια πανέμορφη ζωγραφιά, ένα αντίγραφο vintage carte postale από την αυθεντική εποχή του «White Christmas» και του φωτογενούς Μανχάταν της εποχής που περιγράφει. Σεναριακά «οπλισμένο» με το βιβλίο της Πατρίσια Χάισμιθ, «Η Τιμή του Αλατιού», ως βάση του, και από τα υπέροχα σκηνικά στα ζηλευτά κοστούμια και στη μαγευτική μουσική του Κάρτερ Μπέργουελ (σχεδόν μόνιμου συνεργάτη των αδελφών Κοέν), η ταινία του Χέινς σε μεταφέρει επιτυχημένα τόσο στην εποχή που αναπαράγει, όσο και στις ταινίες της, κάτι που επαναλαμβάνει μετά τον επίσης επιτυχημένο «Παράδεισο». Το 50’s μελόδραμα αναβιώνει μέσα από τον Χέινς – ή μήπως απλώς αντιγράφεται με, ομολογουμένως, μεγάλο πάθος από τον σκηνοθέτη / fan τού είδους;

Γιατί πέραν κάποιων σκηνών που σίγουρα δεν θα τολμούσαν καν να ονειρευτούν να γυρίσουν ο Σερκ και οι λοιποί maître του είδους (ερωτικού περιεχομένου, με ένα full frontal) και ίσως με κάποιους πιο μοντέρνους διαλόγους διασκορπισμένους μέσα στον εσκεμμένα παλιομοδίτικο σεναριακό λόγο, ο Χέινς ουσιαστικά δεν αναβιώνει και δεν επαναπροσδιορίζει το είδος, δεν προσθέτει σχεδόν τίποτα νέο, τολμηρό, πρωτότυπο – δημιουργεί μονάχα ένα πρώτης τάξεως μεν, αντίγραφο δε, των αυθεντικών ταινιών της εποχής που τόσο λατρεύει, εξίσου συντηρητικό και, όσον αφορά την ανάπτυξη gay χαρακτήρων, εξίσου δισδιάστατο. Μόνο που εκείνοι οι παλιοί maître δεν μπορούσαν, λόγω εποχής, να κάνουν κάτι παραπάνω – ο Χέινς, εν έτει 2015, θα μπορούσε (λέμε τώρα)…

Η κινηματογράφηση με τα αγαπημένα 16mm αγκαλιάζει πανέμορφα τον φόρο τιμής του σκηνοθέτη, την εποχή που περιγράφει, το «λαμπερό περιτύλιγμα» του χριστουγεννιάτικου σκηνικού (και της ταξικής και κοινωνικής υποκρισίας), και κυρίως, τις δυο πρωταγωνίστριες, την Τερέζ (Μάρα) και την Κάρολ (Μπλάνσετ). Η πρώτη είναι ίσως και η ψυχή της ιστορίας, και η ερμηνεία τής Μάρα αποτελεί τον μοναδικό πραγματικά μοντέρνα ανεπτυγμένο ρόλο της ταινίας. Εκεί που η «θεά» Κάρολ είναι η προσωποποίηση της γυναικείας κομψότητας, η φαινομενικά απρόσιτη οπτασία που στην ουσία είναι μια καταπιεσμένη προσωπικότητα η οποία κατέληξε desperate housewife εξαιτίας των taboo τής εποχής και της κοινωνικής της τάξης, η Τερέζ είναι η bohème νεαρή που τολμά να κάνει (έστω και δειλά) το πρώτο βήμα, που τολμά να πει στον all-American αρραβωνιαστικό της πως θα ήθελε να περάσει χρόνο με την Κάρολ, που τολμά να παλέψει για τα συναισθήματά της. Φτυστή η Όντρεϊ Χέπμπορν εδώ (εννοείται εσκεμμένα), αλλά χωρίς τις ερμηνευτικές «χαριτωμενιές» του παλιού ειδώλου, η Μάρα είναι που δίνει ένα τρισδιάστατο ενδιαφέρον στην ταινία, από τη μια το μοντέρνο, ανεξάρτητο κορίτσι, από την άλλη η νεαρή ερωτοχτυπημένη με το ομόφυλο είδωλό της.

Όσο για την Μπλάνσετ… Αναφέραμε τη λέξη «θεά» πριν, μιλώντας για τον ρόλο. Ωστόσο, η λέξη ακούγεται πλέον συνεχώς και για την ηθοποιό που την υποδύεται, και ασφαλώς όχι άδικα, στην προκειμένη περίπτωση όμως σε τέτοιον βαθμό που οι γραμμές μπερδεύονται. Η εικόνα του απρόσιτου, η αυτογνωσία (περί «θεότητας»), είναι ολοφάνερα χαρακτηριστικά τόσο της Κάρολ όσο και της ίδιας της Μπλάνσετ που μοιάζει, απορροφημένη και από τον ρόλο που υποδύεται, αλλά και από το δικό της σημερινό status ως κινηματογραφικής glamour queen, και αυτό αναδύεται από την οθόνη, από τα κοντινά της πλάνα, από τον ερμηνευτικό στόμφο, από την τόσο προσεγμένα (έως και κλινικά) σκηνοθετημένη σκηνή έρωτα όπου εκτίθεται ολόγυμνο το κορμί της Τερέζ / Μάρα αλλά όχι της Κάρολ / Μπλάνσετ. Είναι η ηθοποιός που σε «υποτάσσει» να την δοξάσεις, για να συνειδητοποιήσεις, τελικά, πως δεν στο ανταπέδωσε με αντάξια γενναιοδωρία και ειλικρίνεια. Όχι πως η ερμηνεία της δεν είναι πρώτης τάξεως, με αρκετές στιγμές άπειρου συναισθήματος, απλώς υπάρχουν και άλλες τόσες στιγμές στις οποίες η Κέιτ «επισκιάζει» την Κάρολ. Η superstar υπερβαίνει τη γοητευτική desperate housewife, και αυτό σε σημεία αφαιρεί πόντους από την ταινία, με σημαντικότερη τη βεβιασμένη της ερωτική χημεία με τη Μάρα.

Τα αναπόφευκτα αστεράκια κάτω από τον τίτλο «ανάβουν» στο 3 ½. Τσιγγουνιά; Ίσως, όμως εσκεμμένη. Γιατί κι εγώ, όπως πολλοί άλλοι, ήθελα πραγματικά να αγαπήσω το / την «Carol» – όμως δεν με άφησε…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Στυλιστικά άρτια, κατά καιρούς υπέρμετρα σαγηνευτική και με ερμηνείες που σε προκαλούν να μην τις λατρέψεις (θα χάσεις). Μια μεγάλη μερίδα του κοινού αναπόφευκτα θα ερωτευτεί την Κάρολ και το «Carol», και είναι πολύ πιθανό να βρεθείς ανάμεσά τους. Αν πάλι όχι, τουλάχιστον θα περάσεις δυο ώρες παρακολουθώντας πραγματικά «όμορφο» σινεμά, κάτι που πολλές φορές απουσιάζει κραυγαλέα στις μέρες μας. Ε, αυτό είναι επαρκής λόγος για να το δεις.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.