CAPTAIN FANTASTIC (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματ Ρος
- ΚΑΣΤ: Βίγκο Μόρτενσεν, Τζορτζ ΜακΚέι, Σαμάνθα Ίσλερ, Αναλίζ Μπάσο, Φρανκ Λαντζέλα, Στιβ Ζαν, Κάθριν Χαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μεγαλώνοντας τα έξι παιδιά του στα καταπράσινα δάση του Βορειοδυτικού Ειρηνικού, μακριά από την αστική «ζούγκλα» της καταναλωτικής Αμερικής του σήμερα, ένας πατέρας θα έρθει αντιμέτωπος με τις πατρικές τακτικές ανατροφής, όταν μετά από ένα απρόσμενο συμβάν, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει με την οικογένειά του και τον μποέμικο τρόπο ζωής τους.
Ο – από ηθοποιός, σκηνοθέτης – Ματ Ρος υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία του «Captain Fantastic», του indie hit της χρονιάς που μπορεί να μην είναι και τόσο φανταστικό όσο υπονοεί ο τίτλος του, αποτελεί παρόλα αυτά μια ακόμη τίμια προσθήκη στην ετερόκλητη υποκριτική γκάμα του Βίγκο Μόρτενσεν, υποβοηθούμενη εν προκειμένω από μισή ντουζίνα όμορφες ερμηνείες, που με περισσή ευκολία και χάρη παραδίδει η πρωταγωνιστική πιτσιρικαρία.
Με μια πρώτη σκηνή που παραπέμπει ξώφαλτσα στο σπουδαίο λογοτεχνικό έργο του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ «Ο Άρχοντας των Μυγών», η ταινία διηγείται την ιστορία ενός αντικομφορμιστή πατέρα που θέλει να δει τα παιδιά του να ενηλικιώνονται ανεπηρέαστα από την ανελευθερία και το «δηλητήριο» του αδηφάγου καπιταλισμού. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η τεχνολογία, η κάθε λογής κοινωνικοποίηση με άλλα άτομα και η σύγχρονη εκπαίδευση απορρίπτονται με συνοπτικές διαδικασίες και τη θέση τους παίρνουν το κυνήγι, η εξαντλητική καθημερινή άσκηση και το σκαρφάλωμα απόκρημνων βράχων. Φυσικά, ο Κάπτεν Φανταστικός έχει φροντίσει και για τη σωστή διδασκαλία των παιδιών του, με τα βράδια να κυλούν διαβάζοντας Μαρξ, Ντοστογέφσκι και Τσόμσκι, με την οικογένεια να γιορτάζει, στη θέση των καταναλωτικών Χριστουγέννων, την ημερομηνία γέννησης του… Νόαμ, του Αμερικανού καθηγητή / φιλοσόφου, με τούρτα, σαντιγί και τραγούδια, κομπλέ.
Οι προθέσεις τού Ρος για την οικογενειακώς προσδιοριζόμενη θέση του πατέρα γίνονται ευτυχώς προοδευτικά ξεκάθαρες, λειτουργώντας ως εργαλείο αποκρυπτογράφησης της (σχεδόν) εξωπραγματικής υπερβολής που διακρίνει την ταινία, για τουλάχιστον το πρώτο της μισό. Η απολυτότητα του πατέρα στην επιλογή της σωστής «πλευράς» (φυσιολατρία Vs. δαιμονοποιημένος εκσυγχρονισμός) αναφορικά με την ορθή εκμάθηση των παιδιών του φτάνει στα όρια της καρικατούρας, με τον μουσάτο Μόρτενσεν να παραπέμπει περισσότερο σε αρχηγό αίρεσης α λα Τσαρλς Μάνσον, παρά σε σκεπτόμενο ενήλικα που δρα πρωτίστως για το καλό της οικογένειάς του. Η ακραία αυτή συμπεριφορά αρχίζει επιτέλους να επιδέχεται μιας κάποιας ερμηνείας όταν, μετά από ένα απρόβλεπτο γεγονός που θα διαταράξει την «παραδείσια φούσκα», οι χαρακτήρες αναγκαστούν να «βγουν» εκεί έξω, στον πραγματικό κόσμο, μόνο για να διαπιστώσουν με πικρία και θυμό, πως τα κείμενα των αγαπητών τους βιβλίων απέχουν παρασάγγας από την αληθινή ζωή. Κάπου εκεί είναι που και ο Ρος εκθέτει στα μάτια των θεατών τις βασικές ιδέες της ταινίας του: Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τον καλό από τον κακό πατέρα και τους γονείς εν γένει; Μήπως ο Μπεν προσπάθησε να προστατεύσει τα παιδιά του από τους κινδύνους του κόσμου ή μήπως, τελικά, αυτή η απομόνωση τους αποστέρησε βασικά εφόδια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πραγματικής ζωής, μιας ζωής που βρίσκεται πολύ μακριά από τη μέχρι πρότινος εξιδανικευμένη «πλατωνική Πολιτεία» στην οποία ζούσαν;
Η διφορούμενη φύση των απαντήσεων είναι αυτή που επιτρέπει στον Ρος να εξερευνήσει τα διαφορετικά επίπεδα της γονεϊκής συνειδητοποίησης, πως η φυσική «φυσιολογικότητα» δεν βρίσκεται στα άκρα, αλλά πρέπει να αναζητηθεί κάπου στη μέση, εκεί όπου η νατουραλιστική προσέγγιση της ζωής συνάδει με τα καλά του (εκ)πολιτισμένου κόσμου. Σε αυτό τα καταφέρνει μια χαρά, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος μοιάζει να διακατέχεται ανά στιγμές από τη λογική «ή του ύψους ή του βάθους», στην προσπάθειά του να κρατήσει τη σεναριακή ισορροπία μεν, διατηρώντας την εκκεντρικότητα της ιστορίας δε. Σε αυτό συμβάλλει τα μέγιστα τόσο η φωτογραφία του Στεφάν Φοντέν (πρόσφατα έκανε εκπληκτικά πράγματα στο «Εκείνη» του Πολ Φερχούφεν), αλλά και το νεο-χίπικο ενδυματολογικό σύνολο της Κόρτνεϊ Χόφμαν, που προσδίδουν χαρακτήρα στη γενικότερη εδεμική ατμόσφαιρα της ταινίας. Στα συν και οι ερμηνείες του καστ, με τον Μόρτενσεν να αποτελεί μονόδρομο στην επιλογή τού πατέρα, έναν ρόλο που φέρνει εις πέρας με αξιοθαύμαστη σωματική και συναισθηματική ένταση, ικανός να αποζημιώσει τις όποιες υποθεσιακές αγκυλώσεις τού φιλόδοξου και «εναλλακτικού» Ρος.