BONES AND ALL (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Ρομάντζο Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκα Γκουαντανίνο
- ΚΑΣΤ: Τέιλορ Ράσελ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Μαρκ Ράιλανς, Αντρέ Χόλαντ, Άννα Κομπ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, Τζέικ Χόρογουιτς, Τζέσικα Χάρπερ, Κλόι Σεβινί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στην Αμερική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ένα κορίτσι που αρέσκεται στο να τρώει ανθρώπινη σάρκα παίρνει τους δρόμους σε αναζήτηση της «χαμένης» μητέρας της και κάποιας πιθανής εξήγησης για την κατάσταση που βιώνει. Στη μοναχική της πορεία, θα βρεθεί η στιγμή που θα… οσμιστεί την παρουσία ενός αγοριού με το οποίο μοιράζεται το ίδιο «μυστικό».
Θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη αλληγορία για την «ανθρωποφαγία» στις κοινωνίες του σήμερα. Ή μια πρόταση οπτικής επάνω στο θέμα του κανιβαλισμού, σε αντιστοιχία με τον τρόπο που η Κάθριν Μπίγκελοου προσέγγισε τον βαμπιρισμό στην «Άγρια Νύχτα» (1987). Ο Λούκα Γκουαντανίνο, όμως, ούτε σέβεται (για να μην πω «γνωρίζει», που είναι μεγαλύτερη βρισιά…) τα κινηματογραφικά είδη, ούτε και αντιλαμβάνεται τι θα πει ταινία «μηνύματος». Κάνει «τα δικά του», διότι έχει… τα προβλήματά του.
Και μια μικρή «παρένθεση», περί του υποτιθέμενου «shock value» της ταινίας. Το σινεμά είναι η Τέχνη του ψέματος. Και στο horror, ότι και να δείχνει η μεγάλη οθόνη, αίμα και gore είναι, άρα… ακριβώς το ίδιο θέαμα προσφέρεται. Εάν κάποιοι (ή ο εν λόγω «δημιουργός») νομίζουν πως η θέαση της (φανταστικής) ανθρωποφαγίας κάνει κάποια διαφορά στο εξοικειωμένο με το genre κοινό, καλύτερα να επιστρέψουν στα… ροδάκινα (και τον αυνανισμό)!
Η (σε εμάς) φαινομενικά αθώα ζωή της Μάρεν ανατρέπεται αιφνίδια όταν την βλέπουμε να επιχειρεί να φάει το δάχτυλο μιας συμμαθήτριάς της σε κοριτσίστικη σπιτική μάζωξη. Τότε καταλαβαίνουμε και δικαιολογούμε την αυταρχικότητα του πατέρα της, ο οποίος της ζητά να μαζέψει επειγόντως ότι μπορεί από την τρώγλη που μένουν και να «εξαφανιστούν» από την πόλη προτού τους βρει η Αστυνομία. Είναι προφανές ότι κάτι παρόμοιο έχει συμβεί ξανά. Όταν εκείνος αποφασίζει να την εγκαταλείψει, τη συμβουλεύει ν’ αναλάβει τις ευθύνες της και να τιθασεύσει αυτή την «όρεξή» της. Μαζί, θα της αφήσει το πιστοποιητικό γέννησής της, μέσω του οποίου η Μάρεν θα πάρει το έναυσμα του φευγιού, σε αναζήτηση της μάνας που δεν γνώρισε ποτέ της.
Αυτό που ακολουθεί στο «Bones and All» (το οποίο σημαίνει… να φας κάποιον μέχρι το μεδούλι του!) είναι ένα αξιοπερίεργο road trip, με συναντήσεις που κρύβουν κινδύνους, στάσεις για «κολατσιό» και την έναρξη μιας ρομαντικής σχέσης με τον Λι, ένα νεαρό αγόρι με το οποίο η Μάρεν μοιράζεται το ίδιο ακριβώς βιολογικό «χάρισμα». Ο Γκουαντανίνο παρουσιάζει το θέμα του κανιβαλισμού σαν μια μορφή κληρονομικής κατάστασης (και ουχί σαν κάποιο είδος «αρρώστιας» που μεταδίδεται μέσω του αίματος κι εξαπλώνεται στο ανθρώπινο είδος), όμως, δεν νοιάζεται να στήσει πιο γερές βάσεις ή να δώσει εξηγήσεις γύρω από αυτή την επιλογή του, αφήνοντας το σενάριο στο έλεος του… όπου μας βγάλει ο δρόμος! Δυστυχώς, αρκετά πρόσφατα, το σινεμά μας έχει δώσει κι άλλες σχετικές ταινίες με σοβαρό περιεχόμενο και αντιμετώπιση του θέματος, όσο αιρετικές ή (και) ειρωνικές κατέληγαν να είναι οι απόψεις τους. Θα σταθώ κυρίως στο «Raw» (2017) της Ζουλιά Ντικουρνό, αλλά και στο άδικα παραγνωρισμένο «Fresh» (2022) της Μίμι Κέιβ (το οποίο κυκλοφόρησε μονάχα σε αμερικανική τηλεοπτική πλατφόρμα, μάλλον από ατολμία της παραγωγού εταιρείας).
Η Μάρεν και ο Λι είναι δυο φιγούρες που απλά περιφέρονται από Πολιτεία σε Πολιτεία αμερικανικών επαρχιών της δεκαετίας του ’80, ο Γκουαντανίνο δεν έχει να τους προσφέρει «σημειολογικούς» λόγους ύπαρξης (ούτε κοινωνικά, ούτε και πολιτικά), «ντύνει» την πορεία τους με electronica ήχους (αναμφίβολα) από τα δικά του νιάτα (από Duran Duran μέχρι Joy Division) κι αν αυτό αποτελεί ένα προσωπικό στίγμα στο έργο, τότε θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε τα τεκταινόμενα του «Bones and All» με πιθανά «τραύματα» – ζητήματα γονικής καθοδήγησης και σεξουαλικής ταυτότητας που αφορούν στο παρελθόν (και την ψυχοσύνθεση) του σκηνοθέτη.
Δεν γνωρίζω πως ένα τέτοιου είδους σινεμά θα επέτρεπε στον δημιουργό του ν’ αντικαθιστά τα… sessions ψυχανάλυσης, όμως, τούτη και η προηγούμενη ταινία του, η ανεκδιήγητη «Suspiria» (2018), δηλώνουν ότι ο Γκουαντανίνο έχει «χτυπήσει μπιέλα»! Και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι λίγο κρίμα, γιατί το «Bones and All» θα μπορούσε να γίνει μια ωδή στον νεανικό αναρχισμό, ένα ρομάντζο καταστροφής για έναν κόσμο καταδικασμένο επειδή… έφαγε τις σάρκες του. Αντί αυτού εδώ του γκροτέσκου κενού.