BOB MARLEY: ONE LOVE (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσική Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν
- ΚΑΣΤ: Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, Τζέιμς Νόρτον, Λασάνα Λιντς, Τόζιν Κόουλ, Άντονι Γουέλς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Καθώς η πατρίδα του, η Τζαμάικα, δοκιμάζεται από βίαια πολιτικά μίση και πάθη, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ο Μπομπ Μάρλεϊ αυτοεξόριζεται στο Λονδίνο προκειμένου να συγκεντρωθεί στο δισκογραφικό του έργο.
Αποτελώντας μόνιμη πηγή έμπνευσης από τα παλιά χρόνια, οι μουσικές βιογραφίες μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό εσχάτως. Ατυχώς, το επίπεδο των πρόσφατων δειγμάτων του είδους δε στέκεται στο ύψος εκείνων με τους οποίους καταπιάνονται, καθώς τα «Bohemian Rhapsody» (2018), «Rocketman» (2019) και «I Wanna Dance With Somebody» (2022) χαρακτηρίζονται (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ως… χρυσές μετριότητες. Από τον κανόνα τούτο δεν ξεφεύγει (ούτε) ο «Bob Marley», ο οποίος πέρα από τις αρρυθμίες που συχνά ένα βιογραφικό δράμα παρουσιάζει στην προσπάθειά του να τα χωρέσει όλα (ή έστω τα περισσότερα), έχει ακόμα έναν βραχνά στο κεφάλι του: η οικογένεια του καλλιτέχνη είχε λόγο και συμμετοχή στην παραγωγή του έργου, γεγονός που από μόνο του επιφέρει άτυπη λογοκρισία. Δεν γίνεται και του… «Λούγκερ» (2021), βεβαίως, αλλά κάποια πράγματα που δε συνάδουν με το «οικουμενικό» προφίλ του μακαρίτη (λόγου χάρη, οι αμέτρητες εξωσυζυγικές του σχέσεις) δεν αγγίζονται, αποδεικνύοντας πως ακόμα και μία ριζοσπαστική φιγούρα όπως αυτή του Μπομπ Μάρλεϊ, μπορεί πανεύκολα να παρουσιαστεί ως ό,τι πιο συμβατικό υπάρχει!
Η δομή του φιλμ ακολουθεί περίπου τα χνάρια των… Queen και του «Live Aid», θέτοντας ως στόχο κορύφωσης τη συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης και ειρήνης του 1978 στο Κίνγκστον της Τζαμάικα, που οργάνωσε ο Μάρλεϊ άπαξ της επιστροφής του στην πατρίδα (η σημαντική διαφορά εδώ είναι πως από το συγκεκριμένο κονσέρτο… δεν ακούγεται ούτε νότα, καθώς με την έναρξή του πέφτουν οι κάρτες των τίτλων τέλους!). Δίχως ν’ ακολουθεί την τυπική εξιστόρηση που συχνά πρεσβεύει το genre, ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια του ήρωα και ακολουθώντας την πορεία του μέχρι τον θάνατό του, το «One Love» επικεντρώνει στα μεσαία χρόνια της δεκαετίας του ‘70. Παρουσιάζει μια Τζαμάικα στο χείλος του Εμφυλίου, βυθισμένη στο χάος της ένοπλης βίας των συμμοριών και των πολιτικών συγκρούσεων, με τον Μάρλεϊ να στέκει (περίπου) σαν ειρηνοποιός – οραματιστής του λαϊκού πενταγράμμου. Η (εντελώς άτσαλη από κινηματογραφικής σκοπιάς) δολοφονική απόπειρα εναντίον του τον έκανε να έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με το ορθό της παραμονής του στη χώρα, παίρνοντας τελικά την απόφαση να φύγει για το Λονδίνο. Ο ρατσισμός και η φανατίλα κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στην αγγλική πρωτεύουσα, όμως, το ίδιο έκανε η punk μουσική σκηνή και το… ποδόσφαιρο! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με τη βοήθεια άφθονου… μπάφου, ο Μάρλεϊ εμπνέεται τα τραγούδια του magnum opus του LP «Exodus» (που τον επέβαλε οριστικά και στον πέρα από την Τζαμάικα κόσμο), επιχειρώντας παράλληλα να βρει τρόπους ώστε να εδραιώσει το δέσιμο του με τη «μητέρα Αφρική».
Οι (υποθέτω) πολλοί θεατές που δεν έχουν εντρυφήσει στην τζαμαϊκανή πολιτική ιστορία, τον ρασταφαριανισμό και τον… Χαϊλέ Σελασιέ, θα υποχρεωθούν να ανατρέξουν στην Wikipedia προκειμένου ν’ αντιληφθούν επακριβώς το πλαίσιο αυτών των παραμέτρων, οι οποίες διέπουν το σύνολο σχεδόν της αφήγησης, ως καθοριστικά στοιχεία της προσωπικότητας του Μάρλεϊ. Τα εμβόλιμα flashback από την παιδική του ηλικία υπονοούν πως η εγκατάλειψή του από τον λευκό (!) πατέρα του τον έσπρωξε προς τον άτυπο «εξαγνισμό» της θρησκείας, όμως, οτιδήποτε αφορά το «άγνωστο» παρελθόν των νεανικών του χρόνων παρουσιάζεται μ’ έναν τρόπο «ονειρικό», που στέκει ικανός να φέρει μέχρι και… χασμουρητά. Εξαίρεση αποτελεί η σκηνή ανασύστασης της πρώτης ηχογράφησης του συγκροτήματος των Wailers, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, καθώς το μήνυμα του τραγουδιού «Simmer Down» μοιάζει ν’ αποτέλεσε τον φάρο που καθοδήγησε τον Μάρλεϊ σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του, τόσο σε επαγγελματικό, όσο και προσωπικό επίπεδο.
Η επιλογή της απλής παρατήρησης (αντί της διεξοδικής εντρύφησης στα παραπάνω επιμέρους στοιχεία) δημιουργεί τη βεβαιότητα πως το «One Love» θα ήταν απείρως καλύτερο εάν περιστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τη διαδικασία έμπνευσης και ηχογράφησης του LP «Exodus» για λογαριασμό της Island Records, με τα υπόλοιπα πολιτικά και θρησκευτικά να υπάρχουν ως αναφορές… κάπου στο βάθος. Από το λίγο που το στόρι ασχολείται με τη συγκεκριμένη φάση, άλλωστε, φαίνεται πως υπήρχε σχετικό ζουμί (η έμπνευση από την ομότιτλη ταινία του Ότο Πρέμινγκερ αποτελεί χαριτωμένη λεπτομέρεια), φροντίζοντας παράλληλα να υπενθυμίσει πως ο Μπομπ Μάρλεϊ ήταν βασικά μουσικός και όχι κάποιος… εξόριστος Τζαμαϊκανός ηγέτης.
Όλες του οι μεγάλες επιτυχίες ακούγονται με ρυθμό πολυβόλου από το πρώτο λεπτό του φιλμ, με τον πρωταγωνιστή Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ να υιοθετεί με επιτυχία κουλαριστό attitude και «Welcome to Jamaica» προφορά που σκοτώνει. Παραμένοντας μάλιστα πιστή στο «Bohemian Rhapsody» δόγμα, η ταινία φροντίζει να ρίξει τίτλους τέλους τρία χρόνια πριν τον θάνατο (εξαιτίας καρκίνου) του Μάρλεϊ, ξεπροβοδίζοντάς τον περιχαρή και ειρηνοποιό στη σκηνή του «One Love Peace Concert», στις 22 Απριλίου του 1978. Σύμφωνα με όσα αφήνονται να εννοηθούν από τις κάρτες που ακολουθούν, η σημασία της συναυλίας στο να κατευνάσει τα ντόπια πολιτικά πάθη ήταν τεράστια. Από τότε και μέχρι τις επόμενες εκλογές του 1980, εν τούτοις, πάνω από χίλιοι Τζαμαϊκανοί δολοφονήθηκαν εξαιτίας της μπαρουτιασμένης ατμόσφαιρας. Δεν το γνώριζα. Το διάβασα στην Wikipedia!