BLOOD FATHER: ΒΙΑΙΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ (2016)
(BLOOD FATHER)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Φρανσουά Ρισέ
- ΚΑΣΤ: Μελ Γκίμπσον, Έριν Μοριάρτι, Ντιέγκο Λούνα, Γουίλιαμ Μέισι, Μάικλ Παρκς, Μιγκέλ Σαντοβάλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δεκαεξάχρονο κορίτσι, που έχει εγκαταλείψει το σπίτι του μπλέκοντας με cartel ναρκωτικών, στρέφεται για βοήθεια στον πρώην κατάδικο πατέρα της, όταν συνειδητοποιεί πως η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο.
Έχει περάσει πλέον μια δεκαετία περίπου, από τότε που η καριέρα του Μελ Γκίμπσον καταστράφηκε ολοκληρωτικά, τόσο εξαιτίας των προβλημάτων του με το αλκοόλ, όσο και των άστοχων δηλώσεων που διαδέχτηκαν τη σύλληψή του για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. Σαν κερασάκι στην τούρτα ήρθε αργότερα και η καταγγελία της τότε συζύγου του περί ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, και κάπως έτσι ο άλλοτε super star του αμερικάνικου box-office βρέθηκε να παίζει (στην καλύτερη) μια εκδοχή του προβληματικού χαρακτήρα του σε χαμηλότονα δράματα όπως το «Ο Άλλος μου Εαυτός» (2011) ή (στη χειρότερη) να υποδύεται θλιβερές καρικατούρες σε ταινίες – ανέκδοτα, όπως το «Machete: Η Επιστροφή» (2013).
Ακολουθώντας με κάποια καθυστέρηση τη μόδα που ξεκίνησε η «Αρπαγή» (2008), συνεργάζεται κι αυτός με Γάλλο σκηνοθέτη, ελπίζοντας να πιάσει επιτέλους την καλή, με ένα b-movie δράσης στο οποίο κάνει όλα αυτά που γνωρίζει και αγαπά από τον καιρό του πρώτου «Φονικού Όπλου» (1987).Ο Τζον Λινκ του «Blood Father» έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον πιο αναγνωρίσιμο ρόλο της φιλμογραφίας του (μετά τον Μαντ Μαξ), αυτόν του Μάρτιν Ριγκς, αφού και οι δύο είναι προβληματικοί τύποι, μοναχικοί, κάπως αλαζόνες, με μια αθώα τρέλα στο μάτι. Η μεγάλη διαφορά, ασφαλώς, είναι πως εδώ ο ήρωας δεν είναι αστυνομικός αλλά πρώην κατάδικος, με τους δυο τους όμως να αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος αφού η αντίληψή τους σχετικά με την τιμωρία των απανταχού κακών δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Μέσω, δε, της εδώ προσπάθειας του alter ego του για απεξάρτηση από το αλκοόλ και της στάσης ζωής πως «ό,τι έγινε, έγινε» όσον αφορά το φυλακόβιο παρελθόν του, φαίνεται σαν ο Γκίμπσον να ζητά συγχωροχάρτι για τα παλιά «αμαρτήματα» της πραγματικής του ζωής.
Εγκαταλειμμένος από την κόρη του, την οποία μάταια προσπαθεί να βρει επί σειρά ετών, ο αποφυλακισμένος με αναστολή Τζον Λινκ έχει γίνει tattoo artist (!) σε ένα τροχόσπιτο στη μέση του πουθενά, στην έρημο των συνόρων ΗΠΑ – Μεξικού. Όταν εκείνη του τηλεφωνεί ξαφνικά, μην έχοντας πού αλλού να στραφεί, ζητώντας τη βοήθειά του καθώς τα άτομα με τα οποία είχε μπλέξει όλον αυτόν τον καιρό τη γυρεύουν για να την καθαρίσουν, ο Λινκ δεν θα το σκεφτεί στιγμή να αναλάβει επιτέλους τις… πατρικές ευθύνες που τόσο του είχαν λείψει.
Ακολουθώντας όσα ένα b-movie προστάζει, ο Ρισέ (του καλού γκανγκστερικού «Υπ’ Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος» του 2008) συμπυκνώνει την αφήγησή του σε κάτι λιγότερο από μιάμιση ώρα, αποφεύγοντας τα πολλά εισαγωγικά και μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό της δράσης. Διατηρεί κάποια σχετική σοβαρότητα, αφού το φιλμ δεν υιοθετεί σε καμιά περίπτωση τη γραφική, στα όρια της παρωδίας βία της «Αρπαγής», με την οποία λόγω θέματος μπορούν εύκολα να γίνουν συγκρίσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ο αριθμός των πτωμάτων είναι τελικά μικρός. Υπάρχουν, ασφαλώς, τα αναπόφευκτα κλισέ (μα, αυτό το αυτοκίνητο να μην παίρνει ποτέ μπροστά όταν το χρειάζεσαι;), με τους κακούς να αποδεικνύονται χαρακτηριστικά… άστοχοι στο σημάδι, ενώ η προσπάθεια για μια κάποια σκιαγράφηση χαρακτήρων και εμβάθυνση της σχέσης πατέρα – κόρης, δεν θα ήταν και άσχημο να είχαν… αποφευχθεί.
Όσο ο πληγωμένος από τη ζωή και από τον εαυτό του Λινκ αρχίζει τις επισκέψεις σε παλιούς φίλους και γνωστούς από τα χρόνια της παρανομίας, προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια της κόρης του, έχοντας μάλιστα το μεξικάνικο cartel στο σβέρκο τους να τους κυνηγούν με λύσσα, η ένταση διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ οι εξυπνακίστικες ατάκες του Γκίμπσον δίνουν έναν αέρα άνεσης και χαβαλέ. Όταν, όμως, αρχίζουν οι διάλογοι και η προσπάθεια κατανόησης των «πώς» και των «γιατί» της φυγής της μικρής από το σπίτι, τότε δεν βλέπεις την ώρα να πιάσει τα πιστόλια και να αρχίσει να θερίζει όποιον βρει μπροστά του. Όσο για ένα κάποιο στοιχείο σεναριακής έκπληξης, που θα ανέβαζε ίσως ένα κλικ παραπάνω την καλοδεχούμενα παλιομοδίτικη δράση, αυτό εκλείπει πλήρως, αφού το «twist» που μας επιφυλάσσεται… φωνάζει από το πρώτο λεπτό τού φιλμ!