BIUTIFUL (2010)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου
- ΚΑΣΤ: Χαβιέρ Μπαρδέμ, Μαρισέλ Άλβαρεζ, Χάνα Μπουτσάιμπ, Γκιγέρμο Εστρέλα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 148'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο Ουξμπάλ ζει την κάθε μέρα περιμένοντας το θάνατό του. Με αυτή τη σκέψη ξυπνά κάθε πρωί. Αυτή ορίζει τις κινήσεις του.
Στον κινηματογράφο, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα που μπορεί να ακυρώσει το ταλέντο ενός δημιουργού. Προσωπικά, το αποκαλώ «ηθική των εικόνων». Με αυτή τη λογική, έχω καταδικάσει σε κριτικές μου στο παρελθόν ταινίες αρτιότατες ή και αριστουργηματικές σε επίπεδο παραγωγής, ταινίες πολυβραβευμένες και αποδεκτές από το κοινό, όπως η «Λίστα του Σίντλερ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, την οποία εξακολουθώ να χαρακτηρίζω ως κάκιστο και μνημειώδες παράδειγμα ψυχολογικής πορνείας στην Ιστορία του κινηματογράφου. Πλέον, σε αυτή τη λίστα των φιλμ της ντροπής συμπεριλαμβάνεται και το «Biutiful» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου.
Ο Ινιάριτου είναι ένας σπουδαίος τεχνίτης και κινηματογραφιστής. Παράλληλα, όμως, είναι και ένας «φεστιβαλικός» δημιουργός. Ανήκει σε αυτή την κατηγορία των σκηνοθετών που τα ευρωπαϊκά (κυρίως) φεστιβάλ έχουν χτίσει τη φήμη του πάνω σε πρώτα εντυπωσιακά δείγματα δουλειάς, τα οποία, συνήθως, μετατρέπονται σε μανιέρα ή, ακόμη χειρότερα, σε «φάμπρικα» πατροναρισμένου προϊόντος. Για να υπάρχει σαν μόνιμος «πελάτης» ενός φεστιβάλ, ο κάθε Ινιάριτου πρέπει να παραδίδει σε αυτά τη… γνώριμη υπογραφή του, μία σταθερότητα στο ύφος, το είδος το οποίο υπηρετεί και μια δραματουργία… για κλάματα (διότι δεν έχετε ακούσει ποτέ σας να διαπρέπει σε διαγωνιστικό ενός φεστιβάλ μια κωμωδία, έτσι;). Στην προκειμένη, ο Ινιάριτου αγαπήθηκε από το «Amores Perros» (Κάννες 2000), καταξιώθηκε με το «21 Grams» (Βενετία 2003), άγγιξε το… οσκαρικό ιδανικό με το «Babel» (Κάννες 2006) και, φυσικά, είχε την υποχρέωση να επιστρέψει στην Κρουαζέτ και το 2010, με το «Biutiful». Πλέον, ο Ινιάριτου είναι ακόμη ένας «συνήθης ύποπτος» των Καννών. Και για να βρίσκεται εκεί όποτε έχει καινούργια ταινία, πρέπει να τηρεί τον «άγραφο νόμο» ενός δημιουργού με φεστιβαλική συνέπεια / συνέχεια: πρέπει να παραδίδει πανομοιότυπο «προϊόν» με εκείνο το οποίο τον ανέδειξε!
Για πρώτη φορά χωρίς τη σεναριακή υπογραφή του Γκιγέρμο Αριάγα, πολλοί ήταν εκείνοι που ανησυχούσαν για το αν ο Ινιάριτου θα τα καταφέρει σε μία φόρμα απλής, γραμμικής αφήγησης, έχοντας στα χέρια του έναν και μόνο κεντρικό χαρακτήρα. Το «Biutiful» μπορεί να φαντάζει σαν ένα… οικονομημένο σενάριο, όμως, η γαρνιτούρα που συνοδεύει τον καρκινοπαθή και σχεδόν ετοιμοθάνατο Ουξμπάλ (ο Χαβιέρ Μπαρδέμ στην πιο τεθλιμμένη περιφορά της αρρενωπότητάς του) ξεπερνά σε συστατικά την πιο αλλοπρόσαλλη και multiethnic «σαλάτα» που φάγατε εδώ και χρόνια σε δραματικό φιλμ: πρώην σύζυγο ναρκομανή που πηδιέται με λαμόγιο, το οποίο τυγχάνει να είναι ο αδελφός του, δύο ανήλικα παιδάκια στην πείνα, Αφρικάνα φίλη και συνεργάτιδα που κινδυνεύει να απελαθεί και έχει και μούλικο να θρέψει, μπλεξίματα με Κινέζους στους οποίους σπρώχνει παράνομους μετανάστες για φτηνά εργατικά χέρια, πουλημένους μπάτσους για τις βρώμικες συναλλαγές του, όλοι μαζί συντονισμένοι σε εξέλιξη πλοκής… από το κακό στο χειρότερο. Extra πινελιά στο «πακέτο» που τρώει ο – ανισόρροπα κυκλοθυμικός – χαρακτήρας του Ουξμπάλ, η ικανότητά του να επικοινωνεί ως «μέντιουμ» με αλύτρωτους νεκρούς, οι οποίοι στοιχειώνουν ακόμη περισσότερο τους δύο μήνες ζωής που του απομένουν! Μοιραία, το ερώτημα καταπέλτης γεννάται: πόσο πιο δυνατά μπορεί να βροντοφωνάξει «Πονάω, αλλά μ’ αρέσει!» ένας κοινός θεατής; – ειδικά από τη στιγμή που η συνείδηση βαράει καμπανάκι στη γνώση της διάρκειας των 147 λεπτών…
Πόνος, θανατικό, μιζέρια. Όλα στη διαπασών. Με φόντο μια Βαρκελώνη ασύλληπτης παρακμής, που σε κάνει να σκέφτεσαι πως αν ο Ινιάριτου γύριζε ταινία στην Αθήνα, θα είχε ως μοναδικό location τα οικοδομικά τετράγωνα που βρίσκονται κάτω από την Αθηνάς ή γύρω από την Ομόνοια. Και, δε λέω, εάν η πρόθεσή σου είναι να βασανίζεις την ψυχολογία του θεατή με ραπίσματα οδύνης και ασχήμιας, μια χαρά την κάνεις τη δουλειά σου. Γιατί, όμως, την ίδια στιγμή, όταν ο χρηματοδότης σου είναι η Nike, κάνεις παπάδες ζωντάνιας, χαράς και οπτικής ηδονής, όπως σε πρόσφατο διαφημιστικό spot; Ποιος είναι ο σεβασμός τον οποίο οφείλω να δείξω σε έναν σκηνοθέτη που, στην τελική, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ασυνείδητη πουτάνα, η οποία υπογράφει τη δουλειά της ανάλογα με το όφελος που θα έχει;
Δεν εγκαταλείπω εύκολα τα όπλα όταν παρακολουθώ μια ταινία. Στο «Biutiful», όμως, υπήρξαν στιγμές που αηδίασα για τη θέση στην οποία βρισκόμουν, πρώτα απ’ όλα σαν θεατής. Άντεξα τη σεναριακή υπερβολή, την in your face αισθητική, ακόμη και τη σεκάνς με το άνοιγμα του φέρετρου στο νεκροταφείο. Στη μιάμιση ώρα της ταινίας (αν θυμάμαι καλά), με το υπόγειο που θύμιζε ομαδικό τάφο, γεμάτο πτώματα μεταναστών που «έπνιξαν» οι σόμπες στον ύπνο τους, αισθάνθηκα τόσο προσβεβλημένος, που σηκώθηκα να φύγω από την αίθουσα με μία εσωτερική κραυγή απόγνωσης: άντε και γαμήσου, κύριε Ινιάριτου. Είμαι ένας πολίτης που, πλέον ακόμη και στην πόλη μου, βρίσκομαι αντιμέτωπος με εικόνες εξαθλίωσης. Καθημερινά παρακολουθώ συνανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε. Και τους έχω δει να το τρώνε, μπροστά μου. Αλίμονο, όμως, στον κινηματογραφιστή που θα έπαιρνε μία τέτοια εικόνα, θα την έκανε σινεμά και θα μου ζητούσε να πληρώσω εισιτήριο για να την δω, να τον κάνω πλουσιότερο και, προφανώς, πιο ευτυχισμένο. Αλίμονο στο όνομα αυτής της «Τέχνης».