BIG FISH: ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2003)
(BIG FISH)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τιμ Μπέρτον
- ΚΑΣΤ: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Άλμπερτ Φίνεϊ, Μπίλι Κρούνταπ, Τζέσικα Λανγκ, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Άλισον Λόμαν, Μαριόν Κοτιγιάρ, Ντάνι ΝτεΒίτο, Στιβ Μπουσέμι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Choose lie. Αλλά με την έννοια του παραμυθιού (μην παρεξηγηθούμε…). Αυτό έχει ανάγκη η ζωή. Πόσω μάλλον (και) το σινεμά.
Πάντοτε πίστευα ότι στο σινεμά πηγαίνουμε για να δούμε αυτά που δεν μπορούμε να ζήσουμε στην πραγματικότητα. Μερικές φορές μπορεί να συγκινούμαστε από τη ρεαλιστική καταγραφή στην οθόνη, όμως εκεί που παραδινόμαστε εντελώς είναι με το παραμύθι. Όταν αυτό σε κερδίζει, τότε το σινεμά γίνεται το ναρκωτικό της φαντασίας σου. Προφανώς γιατί οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε καν να διηγηθούμε καλά ένα παραμύθι, πόσω μάλλον να το πλάσουμε…
Μέγας παραμυθάς της ζωής είναι ο Έντουαρντ Μπλουμ, ένας λαϊκός ανθρωπάκος από την Αλαμπάμα, πλασιέ το επάγγελμα, με μία οικογένεια που ανέχεται τις φαντασιόπληκτες ιστορίες του, μέχρι τη στιγμή που ο υιός δεν θ’ αντέξει να βλέπει όλο τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω από τον πατέρα του και θα ξενιτευτεί. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Γουίλ δέχεται αυτό το τηλεφώνημα που δεν θέλουμε να ‘ρθει ποτέ. Ο πατέρας του έχει σταματήσει τη χημειοθεραπεία και οι γιατροί δεν του δίνουν πολύ χρόνο ακόμη. Πίσω στο πατρικό, αποξενωμένοι και οι δύο, θα έρθουν αντιμέτωποι για μια τελευταία φορά με αυτό που ο Έντουαρντ μίσησε περισσότερο από καθετί άλλο σε αυτή τη ζωή: την αλήθεια. Ο Γουίλ θα ζητήσει να μάθει ποιος ήταν ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε, χωρίς παραμύθια για ηρωισμούς της παιδικής ηλικίας, θαυμαστά έργα και έρωτες, μέχρι και μάγισσες που μέσα από τα μάτια τους βλέπεις τον θάνατό σου. Αλλά ο Μπλουμ εμμένει στο να διηγείται τις δικές του ιστορίες σαν να είναι η μοναδική του κληρονομιά από αυτό τον κόσμο. Και όσο συνεχίζει, τόσο περισσότερο εμείς βυθιζόμαστε στο κάθισμά μας, μαγεμένοι αλλά και υποψιασμένοι ότι κάπου παραμονεύει το «μοιραίο»…
Θα μπορούσε να ήταν μια απλή, ξερή ιστορία για έναν παθολογικό ψεύτη που άδικα ζητά τη λύτρωση την ώρα του θανάτου. Μέσα από τη φανταστική δύναμη της μυθοπλασίας, όμως, και με το μυαλό του Τιμ Μπέρτον, αυτή η απατηλή «ιστοριούλα» του «Big Fish» (βασισμένη στο βιβλίο του Ντάνιελ Γουόλας) μεταμορφώνεται σε πρωτόγνωρη πνοή αγάπης που αγκαλιάζει τον κύκλο της ζωής σαν να ‘ναι μια κοινή γιορτή χαράς. Για τον Μπέρτον, το ενδιάμεσο ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο είναι ένα πανηγύρι φυγής προς το φανταστικό, και η κατάληξη δεν χρειάζεται να είναι μοιρολατρική. Όλα στη ζωή είναι. Έρχεσαι, φεύγεις, αφήνεις πίσω τις ιστορίες σου. Ο τρόπος που τις αφηγήθηκες είναι αυτός που σε κάνει αιώνιο. Έστω και σαν ανάμνηση.
Τα πάντα σε αυτό το μπερτονικό σύμπαν λειτουργούν σαν αντίστροφη μέτρηση προς ένα πένθιμο φινάλε. Ένα φινάλε που επιδεικνύει την ψυχική ωριμότητα του σκηνοθέτη και αποτελεί ένα λατρευτικό φόρο τιμής στον κινηματογραφικό κόσμο του Φεντερίκο Φελίνι, βάζοντας την καρδιά μέσα στο αλλόκοτο. Είστε έτοιμοι να ξαφνιαστείτε;
Και έρχεται εκείνη η στιγμή όπου ο Γουίλ παραφυλάει τον θάνατο πάνω από το προσκέφαλο του πατέρα του, στο παγερό δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ναι, όταν πεθαίνεις τίποτα δεν μπορεί να μοιάσει με παραμύθι, και ο γερασμένος Έντουαρντ Μπλουμ, ανήμπορος να στηριχτεί στις φανταστικές του ιστορίες ως αντάλλαγμα για λίγη ζωή ακόμα, ζητά από τον γιο του να τον πάρει μακριά από αυτό τον φόβο. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Γουίλ θα αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη και θ’ αρχίσει την αφήγηση…
Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις τη συναισθηματική φόρτιση, το μεγαλείο του Μπέρτον και τη μαγεία που μπορούν να σου εμφυσήσουν οι εικόνες που ακολουθούν. Μέσα σε δευτερόλεπτα τα μάτια μου υγράνθηκαν και, με έναν τρόπο που δεν θυμάμαι να έχω βιώσει μέχρι σήμερα μέσα σε κινηματογράφο, κυλούσαν ασταμάτητα. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξω γύρω μου στην αίθουσα. Τα δάκρυα όλων μαζί των θεατών έτρεχαν σαν ποτάμι ανάμεσα στα πόδια μου! Κι έκλαιγαν όλοι τόσο γοερά, που σε λίγα λεπτά σχεδόν κολυμπούσαμε, πάντα με το βλέμμα καρφωμένο εκστατικά στην οθόνη. Κι όταν το νερό κάλυψε την αίθουσα, βουτήξαμε με μια βαθιά ανάσα μέσα στα δάκρυά μας και μεταμορφωθήκαμε σε ψάρια. Πλησιάσαμε με γοργές κινήσεις το πανί που μας χώριζε από τη φαντασία και όλοι οι ήρωες του Μπέρτον ήρθαν κοντά μας και μας χάιδεψαν, λες κι ήθελαν να σκουπίσουν τα δάκρυα από τα πρόσωπά μας. Τότε, με ένα νεύμα, μάς κάλεσαν να τους ακολουθήσουμε ως το τέλος, μέχρι εκεί που τουλάχιστον γνωρίζουμε ότι όλα τελειώνουν.
Το φιλμ τελειώνει. Τα δάκρυά σου θα στεγνώσουν. Και θα πρέπει ν’ αφήσεις τον κόσμο του «Big Fish». Θα βγεις έξω και με δυσκολία θ’ αναπνέεις. Σαν ψάρι έξω απ’ το νερό! Και θα θες να γυρίσεις πίσω, να κάνεις ξανά αυτή τη βουτιά στο παραμύθι, στο πλαστό… Αλλά το νόημα δεν είναι να την «ψάξεις» εκεί μέσα. Αυτό που πρέπει να κάνεις τώρα είναι να φέρεις τις εικόνες έξω! Έξω από το σινεμά, έξω από τη σκέψη, έξω από τη φαντασία σου. Κι ύστερα να ισορροπήσεις ιδανικά ανάμεσα σ’ αυτό που βλέπουν οι άλλοι για σένα και αυτό που εσύ ονειρεύεσαι να δεις. Τότε, όλη σου η ζωή θα είναι μια καινούργια εμπειρία, μια περιπέτεια της καρδιάς και της ψυχής. Και αν όλα αυτά μπορεί να τα κάνει μια ταινία, τότε μιλάμε για την καλύτερη ταινία της χρονιάς.