FreeCinema

Follow us

BACK TO BLACK (2024)

  • ΕΙΔΟΣ: Μουσική Δραματική Βιογραφία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον
  • ΚΑΣΤ: Μαρίσα Αμπέλα, Τζακ Ο’Κόνελ, Έντι Μάρσαν, Λέσλι Μάνβιλ, Τζούλιετ Κάουαν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

Το σοκ του θανάτου της Έιμι Γουάινχαουζ (σε ηλικία μόλις 27 ετών) είναι τόσο πρόσφατο που, μοιραία, φορτίζει τούτο το βιογραφικό φιλμ με εξαιρετικά (και αναπόφευκτα) έντονα συναισθήματα. Σε συνδυασμό με τη δυναμική των ερμηνειών, το «Back to Black» καταφέρνει να σε βυθίσει μέσα σε μια φρενήρη πορεία βίου και καριέρας με τρόπο που κυριολεκτικά σε ξεγελά, κάνοντάς σε να νομίζεις πως η ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον είναι πιο ρεαλιστική κι από το υλικό του (σπουδαίου) ντοκιμαντέρ «Amy» (2015) του Ασίφ Καπάντια!

Στην καλύτερη (μέχρι σήμερα) σκηνοθετική της απόπειρα, η Τέιλορ-Τζόνσον συνδυάζει την πείρα την οποία είχε αποκτήσει από τα music promo με ένα ουσιαστικό και ένθερμο αγκάλιασμα της ηρωίδας της, «λειαίνοντας» όσο πιο διακριτικά γίνεται την ασχήμια και την κατρακύλα της ζωής της Γουάινχαουζ, με μία από καρδιάς επιθυμία να την προσεγγίσει σαν ένα πλάσμα παραδομένο στη δραματικότητα και την ευαισθησία του ρομαντικού στοιχείου. Αν το ντοκιμαντέρ του Καπάντια μας σύστησε μια κοπέλα με βαθύ πρόβλημα κατάθλιψης, εδώ η Τέιλορ-Τζόνσον μας παρουσιάζει μια νεαρή κοπέλα που τραυματίζεται εύκολα στην ψυχή, που προσπαθεί να ξεπεράσει όλα αυτά τα εσωτερικά εμπόδια τα οποία εμφανίζονται στην καθημερινότητά της με τον πλέον δημιουργικό τρόπο, μα στο τέλος νικιέται από το βάρος των απωλειών και της ξαφνικής δημοτικότητάς της.

Παιδί χωρισμένων γονιών, άτυχη στην αγάπη, «αγκιστρωμένη» στη στοργή της γιαγιάς που τη μεγάλωσε και της μεταλαμπάδευσε το πάθος για την jazz μουσική (όντας κι εκείνη τραγουδίστρια), η Έιμι έγραφε τραγούδια με έναν σπάνια βιωματικό και εξομολογητικό τρόπο, όπως εξηγεί πεντακάθαρα το φιλμ, γεγονός που ενίοτε την έβαζε σε μπελάδες, καθώς η δική της αλήθεια μπορεί να ξεμπρόστιαζε με αφοπλιστική ειλικρίνεια «κρυφές» πλευρές των ανθρώπων που την περιστοίχιζαν. Το «Back to Black» πατάει ένα delete στην (πρώιμη) περίοδο της χρήσης ψυχοφαρμάκων και παρακολουθεί το πέρασμά της στη δισκογραφία, με την υποχρεώσής της να μετατραπεί σε μία εμπορική pop star, «καλουπωμένη» σε πλαίσια που η ίδια απεχθανόταν με εκρηκτικό μένος. Το πρώτο της album («Frank», 2003) δεν καταφέρνει να μπει στο βρετανικό top 10 των charts, τρώει «πόρτα» από το αμερικανικό release και οι πιέσεις για νέα τραγούδια και επόμενη κυκλοφορία αρχίζουν να γίνονται υπερβολικά φορτικές. Το μόνο «καλό» που προκύπτει στη ζωή της είναι ο Μπλέικ, ένα ρεμάλι της διπλανής πόρτας του Κάμντεν, που φλερτάρει μαζί της ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε σχέση. Για την Έιμι πρόκειται για κεραυνοβόλο και αθεράπευτο έρωτα, ο οποίος πυροδοτεί την έμπνευσή της ώστε να γράψει τα περισσότερα tracks του «Back to Black» (2006). Η καθολική επιτυχία του θα κάνει τα πάντα… χειρότερα!

Περισσότερο εθισμένη στο αλκοόλ παρά γνώριμη των σκληρών ναρκωτικών (πέραν του «χόρτου»), η Γουάινχαουζ μπλέκει σε μία αρκετά τοξική σχέση, στην οποία και οι δύο πλευρές είχαν από ένα ξεχωριστό μερτικό… επικινδυνότητας. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών και η ανασφάλεια (ότι η Έιμι θα τον παρατούσε κάποια στιγμή για χάρη ενός άλλου celebrity) εκείνου, η ανεξέλεγκτη ροπή προς το δράμα, κάποιες εκρήξεις βίας και τα άγρια μεθύσια εκείνης, δίνουν στο φιλμ τα vibes ενός «καταραμένου» ρομάντζου που σχεδόν ποτέ δεν θα βρει την ισορροπία που απαιτούσε η ηρωίδα της Τέιλορ-Τζόνσον.

Δίχως να παριστάνει τον «ντετέκτιβ» ή να παίρνει θέση δικαστή απέναντι σε φταίχτες ή μη, η σκηνοθέτις εστιάζει σε μια πορεία προσωπικού Γολγοθά της Γουάινχαουζ, η οποία ήταν απόλυτα ανέτοιμη ν’ αντέξει τον ξαφνικό θάνατο της (επίσης φανατικής καπνίστριας) γιαγιάς της από καρκίνο, τα ups and downs ή τους χωρισμούς με τον Μπλέικ και τον ρόλο της superstar που έπρεπε να ζει με το μόνιμο άγχος της παρακολούθησης από paparazzi. Σκηνοθετικά, όλος αυτός ο στρόβιλος λειτουργεί πειστικά, με συναίσθημα και αφοσίωση από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές (κυρίως). Η Μαρίσα Αμπέλα είναι ένας δυναμίτης παρουσίας, που πέρα από την εκπληκτική μίμηση στα φωνητικά, σταδιακά γίνεται μία ολοζώντανη «κόπια» της Έιμι, μεταδίδοντας αλήθεια σε κάθε σπιθαμή της προσωπικότητας της αδικοχαμένης μουσικού. Μιλάμε για επίπεδο οσκαρικής υποψηφιότητας καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Εξίσου καταπληκτικός ως (ίσως κομμάτι πιο ελκυστικός και ανθρώπινος από τον αληθινό) Μπλέικ, ο Τζακ Ο’Κόνελ μετατρέπει σε instant classic την αρχική του εμφάνιση στην οθόνη, με τη μεγάλη σεκάνς της γνωριμίας του ζευγαριού σε μια pub. Γι’ αυτόν το είχα ξαναγράψει όταν τον είχα δει στο «’71» (2014) του Γιαν Ντεμάνζ, το σκεφτόμουν και πάλι βλέποντάς τον στο «Back to Black»: δώστε του τώρα τον ρόλο του (επόμενου) Τζέιμς Μποντ!

Το σχεδόν αλάνθαστο της μεταδοτικότητας συναισθήματος του φιλμ, που στο άκουσμα του κάθε θρυλικού (πια) σουξέ του album «Back to Black» σε κάνει να θες να πλαντάξεις στο κλάμα εντελώς αυθόρμητα, αφήνει και κάποια περιθώρια αμφισβήτησης ή ερωτηματικών σε σχέση με την πραγματικότητα (που, μεταξύ μας, ούτε και το ντοκιμαντέρ του Καπάντια αποσαφήνιζε). Η ταινία της Τέιλορ-Τζόνσον δεν εικονογραφεί με σκληρότητα την κατάπτωση του τελευταίου διαστήματος της ζωής της Γουάινχαουζ, βλέπει με «ευγενή» ασάφεια το κομμάτι των ναρκωτικών, φέρνει ίσως πιο κοντά (απ’ όσο της είχε σταθεί) τον πατέρα της, εξαφανίζει (γιατί;) την παρουσία του παραγωγού Μαρκ Ρόνσον και απλοποιεί αρκετά το δίπολο του βραχνά καταπίεσης της δισκογραφικής και της live περιοδείας μετά το δεύτερο album. Αλλά, διάβολε, το ζεις! Με τρυφερότητα. Και αφάνταστη στεναχώρια για ένα ταλέντο τεράστιο, μιας ώριμης γυναίκας που αγωνίστηκε να χωρέσει στο κορμί, το μυαλό και τα εύθραυστα αισθήματα μιας τόσο νεαρής κοπέλας, η οποία θα μπορούσε να πετύχει τα πάντα. Και, όντως, τα κατάφερε. Αλλά με… σπασμένο χειρόφρενο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα βιογραφικό δράμα για ένα πρόσωπο που χάθηκε τόσο άδικα και πρόωρα, το οποίο όλοι μας έχουμε τόσο «κοντινό» σαν ανάμνηση, στοιχείο που ενδυναμώνει τα έντονα συναισθήματα του έργου. Όσο μαζικά είχε πουλήσει το δεύτερο album της Έιμι Γουάινχαουζ, άλλο τόσο απευθύνεται σε μαζικό κοινό η ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον. Και το κάνει με τιμιότητα και σεβασμό. Όσες αντιρρήσεις και να φέρουν οι αντιδραστικά κυνικοί που θα σου πουν πως το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του 2015 αρκούσε.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.