FreeCinema

Follow us

ΜΑΖΙ Ή ΤΙΠΟΤΑ (2017)

(AUS DEM NICHTS)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φατίχ Ακίν
  • ΚΑΣΤ: Ντιάνε Κρούγκερ, Ντένις Μοσκίτο, Νουμάν Ατζάρ, Σάμια Μίριελ Τσάνκριν, Γιοχάνες Κρις, Ούλριχ Τούκουρ, Ούλριχ Μπράντχοφ, Χάνα Χίλσντορφ, Γιάννης Οικονομίδης, Γιούλα Μπούνταλη
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS

Γυναίκα χάνει σύζυγο και ανήλικο παιδί από βομβιστική επίθεση νεοναζί στη Γερμανία. Η αστυνομία ανακαλύπτει τους ενόχους, ο δικαστικός αγώνας ξεκινά, όμως τα στοιχεία καταρρέουν και το παρελθόν του θύματος προδιαγράφει διχαστικά την έκβασή του. Αν ο Νόμος κάνει τα «στραβά μάτια», πώς βρίσκεις το δίκιο σου;

Η φιλμογραφία και η συνολική καριέρα του Φατίχ Ακίν έχει περάσει από κάμποσες «συμπληγάδες», με το «HeadOn» (Χρυσή Άρκτος καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2004) να παραμένει ό,τι πιο στέρεο, τίμιο και πετυχημένο αφηγηματικά μας έχει δώσει ως σκηνοθέτης. Ο Ακίν επιχείρησε να ξανοιχτεί σαν ένας ακόμη φεστιβαλικός «δημιουργός», όμως παρέμεινε εγκλωβισμένος σε μια (σχεδόν) μελοδραματική γραμμή και θεματικές που τον τοποθετούσαν με το ένα πόδι στην πατρίδα που γεννήθηκε (Γερμανία) και το άλλο στην πατρίδα που ένιωθε μέσα του (Τουρκία). Μετά την τεράστια ήττα της «Μαχαιριάς» (2014) και το ευχάριστο «διάλειμμα» του «Βερολίνο, Αντίο» (2016), ο Ακίν δείχνει να προσανατολίζεται σε ένα πιο εύπεπτο σινεμά, σίγουρα ακομπλεξάριστο και απομακρυσμένο από τα καλλιτεχνικά στερεότυπα των ευρωπαϊκών διαγωνιστικών προγραμμάτων. Έτσι, το «Μαζί ή Τίποτα» θαρρείς πως μοιάζει με… εξεταστική για ένα ενδεχόμενο πέρασμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και σε όσο πιο mainstream παραγωγές γίνεται. Ουδείς μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό. Μπορεί, όμως, να τον… «δικάσει» για τούτο το συνονθύλευμα δραματικών (και ιδεολογικών) κλισέ.

Η Γερμανίδα Κάτια παντρεύεται τον τουρκικής καταγωγής Νούρι ενώ εκείνος εκτίει την ποινή του στη φυλακή. Στην πορεία, ζουν ως ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που θέλει να αντιμετωπίσει το μέλλον αφήνοντας πίσω το βεβαρημένο ποινικό μητρώο εκείνου. Γίνονται γονείς, εργάζονται, ανήκουν πια στο σύστημα, είναι κοινωνικά αποδεκτοί για την κανονικότητά τους. Μια βομβιστική επίθεση αφήνει εκείνη χήρα και τα πάντα γύρω της να συνθλίβονται. Λύπη, δυστυχία, οργή, μίσος, μια αλύτρωτη κατάσταση που κάνει την Κάτια να χάνει και τον εαυτό της ακόμη, καθώς συγκρούεται με την Αστυνομία για το παραμικρό, έχοντας από την άλλη ανοίξει και δύο διαφορετικά μέτωπα αγώνων και διεκδικήσεων μεταξύ γονιών και πεθερικών. Η είδηση της ανακάλυψης των ταυτοτήτων των ενόχων τής δίνει έναν λόγο ύπαρξης και η απόδοση δικαιοσύνης γίνεται το μόνο πράγμα που ζητά από τον κόσμο όλο.

Μέχρι εδώ καλά. Ο έμπειρος θεατής, βέβαια, έχει εντοπίσει τα στοιχεία στα οποία θα «πατήσει» το δικαστικό δράμα και ίσως αισθάνεται και λίγο «περίεργα» για την επιλογή της νεοναζιστικής ταυτότητας των ενόχων. Τους οποίους ο Ακίν έχει δείξει με το δάχτυλο ως τέτοιους, μην αφήνοντας την παραμικρή αμφιβολία! Συνολικά, η προσέγγιση κάθε πορτρέτου (βλέπε και casting) είναι τόσο σχηματική, που μετατρέπει το φιλμ σε μια μορφή παρωδίας, η οποία ίσως ταυτίζεται με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης βλέπει πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη. Έτσι, αντί να βασίζει το σασπένς του στην εμφάνιση των στοιχείων και των καταθέσεων, ο Ακίν επιλέγει την πιο συναισθηματική οδό, «εκνευρίζοντας» τον θεατή με την εξέλιξη της δίκης. Θέλουμε να δικαιωθεί η Κάτια, αυτό το ψυχικό ράκος που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της με ένα εντελώς ξαφνικό «μπαμ», αλλά ταυτόχρονα χειραγωγούμαστε από τις σεναριακές ευκολίες που τοποθετούν το κακό σε ένα πλαίσιο δαιμονοποίησης απόλυτα προφανές.

Μετά την ετυμηγορία, το «Μαζί ή Τίποτα» χάνει τ’ αυγά και τα πασχάλια, καταδικάζοντας το σύνολο της προσπάθειας για ένα «politically correct» κατηγορώ της αφύπνισης και της επικίνδυνης διασποράς του ρατσισμού στη Γερμανία (ή και σε ολόκληρη την Ευρώπη), το οποίο θυμίζει έντονα mainstream αμερικανικές παραγωγές (αν αφαιρέσουμε την ιδιαιτερότητα του ναζιστικού προφίλ ως ιδεολογικού αφηγήματος και αφορμής, θα ονομάτιζα τη σχετικά πρόσφατη περίπτωση του «The Brave One» του Νιλ Τζόρνταν, στο οποίο επίσης έχουμε ηρωίδα τόσο έντονα τραυματισμένη από την απώλεια του συντρόφου της), αλλά με «κερασάκι» το ζήτημα των μεταναστών και του γερμανικού διχασμού που πατά πάνω σε «φαντάσματα» πατριδολατρείας που φτάνουν μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε περίπτωση που δεν αντιλήφθηκες τον υπαινιγμό μου μέσα από το παράδειγμα, το μελόδραμα δίνει τη θέση του στο ένστικτο εκδίκησης και η Κάτια μετατρέπεται σε τιμωρό και ηρωικό σύμβολο αυτοδικίας, που θα ταξιδέψει οπουδήποτε χρειαστεί για να ολοκληρώσει την αποστολή της!

Εδώ είναι που το φιλμ καταποντίζεται ολοκληρωτικά, με την ηρωίδα να φτάνει στην Αθήνα για να εντοπίσει τους συνδέσμους τής… Χρυσής Αυγής με το ζεύγος των ενόχων. Ο χαρακτηρισμός τής παρωδίας ταιριάζει όλο και περισσότερο στο θέαμα το οποίο αντιμετωπίζουμε, μαζί με απιθανότητες που δεν θα αποκαλύψω προς αποφυγήν spoilers (αλλά και για να μην χαλάσω τα… αστεία της πλοκής). Θα σταθώ μόνο στο ωραίο εύρημα (σχεδόν αποκλειστικά για το ελληνικό κοινό, βέβαια) της σύντομης εμφάνισης του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, τον οποίον είχαμε πρωτοδεί στη δίκη ως μάρτυρα υπεράσπισης των ενόχων με άλλοθι που φωνάζει ψευδορκία. Η ερμηνεία του είναι απολαυστική, αλλά το σχετικό badass attitude τού «είμαι ο κακός και γαμάω» δεν ξεφεύγει της προκάτ οπτικοποίησης. Η Ντιάνε Κρούγκερ στον ρόλο της Κάτια διασώζεται ως ο πραγματικός στυλοβάτης της ταινίας, που καταλήγει σε μια αποθέωση λαϊκισμού, η οποία ίσως ικανοποιήσει μια αντίστοιχη μερίδα θεατών, αφήνοντας άλλους στα όρια του γέλιου ή του άβολου σαστίσματος για τον χαμένο χρόνο της ζωής τους εντός της αιθούσης…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Καλογυρισμένο, ανεκτό στο πλαίσιο ενός δικαστικού δράματος φιλμ, που επιλέγει την πιο άγρια σχηματοποίηση σε χαρακτήρες και καταστάσεις, για να οδηγηθεί σε ένα χοντροκομμένο melo με επιπλέον προτάσεις της επίλυσης των προβλημάτων δια της οδού της αυτοδικίας! Οι οπαδοί ενός πιο λαϊκίστικου σινεμά θα βρουν στοιχεία απόλαυσης εδώ, το γυναικείο κοινό ή μητέρες θα βγάλουν και κανένα χαρτομάντιλο, αλλά τα σχόλια έξω από τους κινηματογράφους θα αντικατοπτρίζουν σίγουρα τη διαίρεση του κοινού. Ολόκληρο το κομμάτι της ταινίας που αφορά τις αναζητήσεις της ηρωίδας στην Αττική περιγράφεται απλά ως τραγέλαφος.


MORE REVIEWS

TATAMI: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ

Ιρανή αθλήτρια που συμμετέχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα judo λαμβάνει τελεσίγραφο από την Κυβέρνηση της χώρας της ν’ αποσυρθεί από τους αγώνες, προκειμένου να εκλείψει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπη με Ισραηλινή judoka. Εκείνη, όμως, θέλει πάση θυσία το χρυσό μετάλλιο.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Απόπειρα ληστείας χρηματαποστολής πηγαίνει εντελώς λάθος εξαιτίας του φύλακα - οδηγού του θωρακισμένου φορτηγού και πρώην αστυνομικού, ο οποίος για συνοδηγό έχει τον γιο του και με καμία δύναμη δεν πρόκειται να τον αφήσει να πάθει κακό.

ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ

Η 70χρονη Μαχίν ζει μόνη στην Τεχεράνη από τότε που έμεινε χήρα και η κόρη της μετανάστευσε στην Ευρώπη μαζί με τα εγγόνια της, δραπετεύοντας από το αφιλόξενο ιρανικό καθεστώς. Μια μέρα, όμως, η ερωτική της ζωή θ’ αποκτήσει νέα πνοή και η καρδιά, μαζί με το σπίτι της, θ’ ανοίξει και πάλι για έναν άνδρα. Το αναπάντεχο flirt τους θα εξελιχτεί σ’ ένα βράδυ που από κάθε άποψη θα μείνει αξέχαστο.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ & ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Όταν εξαιτίας απροσεξίας η μικρούλα πριγκίπισσα Άιλα απελευθερώνει τα κακά πνεύματα του πάγου, προ της απειλής να πέσει παγωμένη βαρυχειμωνιά σε όλο τον κόσμο, η μητέρα της, Βασίλισσα του Χιονιού, δέχεται τη βοήθεια της Γκέρντα και του Κάι μήπως και προλάβει τη ζημιά. Το μοχθηρό πνεύμα του Βορρά, όμως, είναι πανίσχυρο…

ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ

Χειμώνας του 1838 και ο συμβολαιογράφος Τόμας Χάτερ ταξιδεύει μέχρι τα Καρπάθια Όρη για να κλείσει τη συμφωνία πώλησης ενός παλιού οικήματος της πόλης του στον εκκεντρικά δυσπρόσιτο κόμη Όρλοκ. Κανείς, όμως, δεν υποψιάζεται πως ο πραγματικός στόχος του Όρλοκ είναι να κάνει δική του τη σύζυγο του Χάτερ.