ΑΣΦΑΛΤΟΣ (2015)
(ASPHALTE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαμιουέλ Μπενσετρί
- ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Γκιστάβ Κερβέρν, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Τασαντίτ Μαντί, Ζιλ Μπενσετρί, Μάικλ Πιτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένας loser αδόκητα σε αναπηρική, κρυφός χρήστης του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας, γίνεται φωτογράφος για τα μάτια νοσηλεύτριας σε νυχτερινή βάρδια κλινικής. Μια νεομετακομίσασα, αλκοολική και πρώην διάσημη ηθοποιός βρίσκει στήριγμα στον ακηδεμόνευτο ατσίδα έφηβο του απέναντι διαμερίσματος. Μια ψυχούλα Αλγερινή μάνα φυλακόβιου φιλοξενεί μυστικά έναν ουρανοκατέβατο στην ταράτσα από λάθος της NASA, επανακάμπτοντα από τροχιά Αμερικανό κοσμοναύτη. Μιλάτε, σας ακούμε…
Πρέπει να πέσεις χαμηλά, ίσαμε τη… Γη, για να ξανασηκωθείς, με βοήθεια απ’ τον Άλλον: αυτό λέει ο αναγεννησιακός (λογοτέχνης, ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης) Μπενσετρί. Ίσως γιατί το έζησε κι ο ίδιος. Πρώτα στα προσωπικά του, χήρος της τραγικά δολοφονημένης κόρης του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, πατέρας του παιδιού της «δικής μας» Αννά Μουγκλαλίς, νυν σχολασμένος. Και σε επίπεδο καριέρας, δευτερώνοντας (μετά το ταμειακό αλλά όχι κριτικά αναγνωρισμένο ντεμπούτο «Τζάνις και Τζον») με το καλλιτεχνικό σουξέ «Πάντα Ονειρευόμουν να Γίνω Γκάνγκστερ», και συνεχίζοντας με τις τρανταχτές αποτυχίες «Un Voyage» και «Chez Gino» προτού, σ’ αυτή τη διασκευή δύο (συν ενός καινούργιου) διηγημάτων από τη σειριακή ανθολογία ιστοριών του, «Chroniques de l’Asphalte», ανακαλύψει εκ νέου τον κινηματογραφικό εαυτό του.
Comment; Βολεύοντας, σ’ ένα triplex παράλληλων διηγήσεων, αυτοβιογραφικές εμπειρίες των μικράτων του στα εικαστικά (η άχρωμη απομόνωση στην ερημία των υπωρειών του κλεινού άστεως και στα «κουτιά»), αφηγηματικά (το γκάου και το εγκάρδιο πλάι πλάι) και θεματικά (το μονοπάτι από το αδιέξοδο της ιδιωτείας έως το ξέφωτο της ανάτασης μέσω του σταυροδρομιού τού εμείς) τετραγωνικά που νοικιάζει συνήθως ο Μπεντ Χάμερ. Ο Νορβηγός «Ιστορίες της Κουζίνας»; Ο Γάλλος ένα ελαττωματικό ασανσέρ, αυτό που ανοίγει την πόρτα των τεκταινομένων, προσεχώς κυριολεκτικά παγιδευτικά για τον – μοναδικό απρόθυμο να συνεισφέρει χρηματικά στην επισκευή του – μαγκούφη εργένη του 1ου ορόφου. Η συνέλευση των γειτόνων θα συμφωνήσει υπό τον όρο να μην το χρησιμοποιεί, αλλά η νοσηλεία και καθήλωσή του σε καροτσάκι (με μια μόντα δια της οποίας ο Μπενσετρί κάνει τη ζωή… ποδήλατο σε έναν από τους tricolore θεσμούς) θα τον μετατρέψει σε εξοδούχο στη ζούλα αποκλειστικά μες στα άγρια σκοτάδια – και τον Γολγοθά τού ξεγλιστρήματός του, στο μπαλκονιού τραγέλαφου και άψογα διακοσμημένο με σασπένς δωμάτιο του φιλμ, με θέα στο φαιδρά ξεκρέμαστο «ήθελές τα κι έπαθές τα» του ανθρώπου απ’ το απρόβλεπτο του βίου.
Ο έρωτας (το ένα από τα τρία πατώματα της δραματουργικής συναισθηματικής οικοδομής, η φιλία και το μητρικό φίλτρο, αυτά σύμμεικτα, είναι τ’ άλλα δύο) που πανωσηκώνεται με μπετόν πλαστοπροσωπίας στη βινιέτα αποδεικνύεται λιγότερο ευρύχωρος, χωρίς κομφόρ διαλόγων ή ατμόσφαιρας, μα τουλάχιστον δεν σταματά να φωτίζει το χτίσιμο στην εντέλεια (οι ιδεοληψίες, η αυτοπαραίτηση, το αισχύνεσθαι τους άλλους, ο βουβός θρήνος μιας οικογενειακής απώλειας, το ξαναξύπνημα στη ζωή, η επανανακάλυψη και το ξεμπρόστιασμα του εαυτού) του αρσενικού ήρωα, ο ανδρισμός και η έκβαση του flirt τού οποίου εννοείται ότι θα δοκιμαστούν, συναρπαστικά για εμάς, από τον αναβατήρα – ίντριγκα.
Ενώ ο Βέλγος Κερβέρν κάνει εντυπωσιακά κατάληψη στον ρόλο (η Τεντέσκι είναι εν πολλοίς η Τεντέσκι), η περσόνα τής εμιγκρέ ηλικιωμένης νοικοκυράς στο τρίτο τρέχον σκετς γίνεται ο υαλοβάμβακας που ζεσταίνει αυτό το οίκημα με ορατά θεμέλια το ένστικτο του πλησιάσματος, το άνοιγμα / ακούμπημα / ξαλάφρωμα στην πλέον απροσδόκητη ετερότητα, και το ιριδίζον αστάρι της επαφής στο γκρίζο της ύπαρξης. Ο Μπενσετρί ανοίγει την αγκαλιά του στους ξένους που άνοιξαν τη δική τους και… μεγάλωσαν τη βέρα Γαλλία. Ξεσκονίζει στακάτα, χωρίς φρου φρου, με χιούμορ φεγγίτες της δικής τους πραγματικότητας (η παρανομία και η ανεργία σε δύο μόνο σκηνές, του επισκεπτηρίου στη στενή και της απραξίας στο θέαμα της προσγείωσης του αστροναύτη). Και, παρά τα γκρεμίδια αληθοφάνειας στο plotting της φυγάδευσης και στο σπασμένο τηλέφωνο των franglais μεταξύ της αμόρφωτης Μαγκρεμπίνας οικοδέσποινας και του Γιάνκη «γιου» της από το διάστημα, μεταφράζει πιστά την στο ψάξιμο Esperanto της στοργικής επικοινωνίας τους, με σκρίνιο τη σεκάνς των spoiler στο «Τόλμη και Γοητεία» – το to know us better των Μαντί και Πιτ… φυσικά βοηθάει τα μέγιστα.
Στο δεύτερο και πιο γιαπί κονέ (όχι τυχαία, το μερεμέτι στο προερχόμενο απ’ το βιβλίο υπόλοιπο υλικό) είναι το μπες – βγες τού κειμένου και της εικόνας της Ιπέρ με το φιλμικό ρεζουμέ της (το ξεπέταγμά της στο «La Dentellière» του Γκορετά το ’77 «παίζει» για λίγο αυτούσιο) που στεγάζουν το ασοβάτιστο στα όρια του ρεαλισμού στόρι, ενώ στον προθάλαμο του stardom περνάει σίγουρα ο δευτεροεμφανιζόμενος γιος (από την αδικοχαμένη Μαρί) του σκηνοθέτη, Ζιλ. Κατά την επίσκεψη, το εγκιβωτιστικό τετράγωνο format 1.33:1 αφήνει μαστορικά στην απέξω τη δράση του ανώνυμου πλήθους μονίμως και γίνεται, χάρη στο μυστρί τού μοντάζ και τη σπάτουλα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, υπνωτικά (ναι, το αστείο παράδοξο εδώ δεσμεύει κάτι από όνειρο) διαρκώς το artistique παράθυρό μας στον κόσμο αυτών των διπλανών στη μη προνομιούχα περιφέρεια της μεγαλούπολης. Μαζί με τον αχό της, το έξοχο τέλος – MacGuffin οπτικοακουστικότητας, δε, κουβαλάει κάτι άλλο, επίσης: μπορεί να μας ενώσει κι ένας μύθος. Θρυλούμενος ή μη, φτάνει να γίνεται αλλούτερα οικείος. Όπως αυτός. Ας μην είναι και… άσφαλτος. Ça va…