FreeCinema

Follow us

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ (2014)

(AMERICAN SNIPER)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλιντ Ίστγουντ
  • ΚΑΣΤ: Μπράντλεϊ Κούπερ, Σιένα Μίλερ, Λουκ Γκράιμς, Τζέικ ΜακΝτόρμαν, Κόρι Χάρντρικτ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Η αληθινή ιστορία του πεζοναύτη Κρις Κάιλ, του Αμερικανού στρατιώτη που κατέχει ένα μάλλον δυσάρεστο ρεκόρ σε πεδίο μάχης, έχοντας σκοτώσει τουλάχιστον 160 ανθρώπους σε τέσσερις μόλις αποστολές στο Ιράκ!

Ο Κλιντ Ίστγουντ γεννήθηκε στις 31 Μαΐου του 1930. Χάνεις το λογαριασμό, πόσω μάλλον όταν κοιτάξεις τα credits που έχει ως σκηνοθέτης στη φιλμογραφία του. Στα κινηματογραφικά χρονικά, το γήρας λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα προς το ταλέντο της νιότης και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σκηνοθέτες απέχουν όλο και περισσότερο από τα φιλμ με τα οποία μεγαλούργησαν στο παρελθόν. Αυτός είναι ο κανόνας – αν όχι και η σκληρή πραγματικότητα. Για μένα, ο Ίστγουντ αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ο Ακίρα Κουροσάουα επίσης γύρισε τεράστιες ταινίες («Kagemusha», «Ran») μετά τα 70 του, αλλά είχε πίσω του και έναν όγκο δουλειάς ισάξιο, κάτι που δεν συμβαίνει απαραίτητα με το σινεμά τού Ίστγουντ.

Το σημαντικότερο φιλμ που σκηνοθέτησε ο Ίστγουντ, πάντοτε κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν το «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα» (2006), ένα φιλοσοφημένο υπαρξιακό δράμα γυρισμένο στα… ιαπωνικά, το οποίο αποτελούσε την άλλη όψη του «Οι Σημαίες των Προγόνων μας» (του ιδίου έτους!) και, περισσότερο από την αμερικανική ματιά σε αυτό το κοινό πολεμικό μέτωπο της Ιστορίας, διερωτάτο με περίσσιο θάρρος κι έναν φόβο ειλικρινή στην ψυχή, «γιατί πεθαίνουμε; Τι αξία έχει το χώμα που πατάμε; Πόσο μας τιμά; Πόσα μπορούμε να δώσουμε γι’ αυτό; Αξίζει να χαθεί μια ολόκληρη ζωή έτσι; Τι διάολο είναι αυτή η πατρίδα, τέλος πάντων; Κι αν είναι ο τάφος μας μονάχα, πού πάνε όλες αυτές οι προσευχές, τα χνάρια μιας ζωής, οι άνθρωποι που τη συντρόφευαν και τα όνειρα πώς θα ξανασυναντηθούμε; Πώς κλείνεις τα μάτια κάθε νύχτα όταν έχεις χάσει την πίστη σου και γνωρίζεις πως το μόνο που σε περιμένει είναι ένας λάκκος;» (όπως είχα γράψει στην κριτική για το «Ίβο Τζίμα» τότε).

Ο «Ελεύθερος Σκοπευτής», σήμερα, δείχνει λιγότερο μακάβριος ή σαρκαστικός στα ερωτήματα που θέτει, μπορεί να έχει έναν κεντρικό ήρωα στον οποίο κάνει focus, όμως το θέμα εδώ είναι πιο γενικευμένο από αυτό που σου «σερβίρει» σε πρώτο επίπεδο. Τούτο το φιλμ δεν κρίνει πρωτίστως τον άνθρωπο, αλλά την έννοια της πατρίδας, υπό την αμερικανική σημαία πιο συγκεκριμένα. Ο χαρακτήρας τού Κρις Κάιλ είναι ένα βλαχαδερό δίχως κάποιον προσανατολισμό στη ζωή του. Υπό μια έννοια, πρόκειται για ένα «χαμένο κορμί». Το είδος τού ανθρώπου που γεννιέται και… χάνεται όπως ήρθε, χωρίς να επηρεάσει σε κάτι τον ρου της ανθρωπότητας (ή οτιδήποτε έξω από τον μικρό, κοινωνικό του περίγυρο). Η Αμερική δεν του προσφέρει τίποτα, όμως ο Κρις την πονάει τη γη του, αισθάνεται μια υποχρέωση απέναντί της, θέλει να ζει σε μια χώρα η οποία θα παρέχει ασφάλεια στα παιδιά που θέλει ν’ αποκτήσει και να μεγαλώσει. Τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ για τρομοκρατικά χτυπήματα κατά των ΗΠΑ θα ξυπνήσουν ένα αίσθημα οργής μέσα του. Ο Κρις θα καταταγεί στους πεζοναύτες. Είναι 25 ετών (στο φιλμ εμφανίζεται ως 30χρονος).

Με βάση τα διδάγματα του πατέρα του, ο Κρις έγινε ένας καλός χριστιανός, που όμως πίστεψε στην επιθετικότητα και την πάλη, ως μοναδικά όπλα άμυνας ενάντια στον εχθρό, την όποια δύναμη του Κακού. Με αυτόν τον τρόπο, ως προστάτης, ο Κρις ανέπτυξε το ταλέντο τού σκοπευτή, μεταπηδώντας από το κυνήγι ζώων στο σημάδι ανθρώπινων στόχων. Ο Ίστγουντ παρουσιάζει έναν ήρωα που έχει και συνείδηση, για να αιτιολογήσει ένα συγκρουσιακό, εσωτερικό «μέτωπο», το οποίο βασανίζει σταδιακά τον Κρις. Δεν τον αθωώνει ποτέ. Απλά, μοιράζεται μαζί μας ιδέες διχασμού, ενός πατριώτη που εισβάλλει σε μια ξένη χώρα για να σκοτώσει, σχεδόν με την ίδια αποστολή και το μένος τούαντιπάλου του, ο οποίος επίσης έχει πατρίδα, πιστεύω κι οικογένεια. Ποιος σκοτώνει για το δίκαιο και ποιος για το άδικο; Τολμάς ν’ απαντήσεις;

Αυτό που μας ζητάει να κατανοήσουμε (και εν τέλει να συμπονέσουμε) είναι το πόσο αυτοκαταστροφικές είναι αυτές οι πράξεις, οι μέθοδοι αντιμετώπισης, ο φανατισμός (διόλου τυχαία, βασισμένος στη θρησκεία από αμφότερες πλευρές) και των δύο στρατοπέδων. Το παράλογο της ανθρώπινης απώλειας από τα πυρά του εχθρού, με την επιστροφή στην πατρίδα, είναι για τον Ίστγουντ ένας… επιθυμητός «φόρος τιμής» στη σημαία. Γιατί αυτό που σε περιμένει ως επιζώντα στην Αμερική, είναι πιο σκληρό κι από τον θάνατο.

Ο «Ελεύθερος Σκοπευτής», με ένα μαστορικό και εννοιολογικά δομημένο μοντάζ που υπηρετεί τη δραματουργία τού φιλμ, κινείται μεταξύ των παρόμοιας θεματικής ταινιών της Κάθριν Μπίγκελοου («The Hurt Locker», «Zero Dark Thirty») και του κλασικού, μεταβιετναμικού δράματος «Ο Γυρισμός» (1978) του Χαλ Άσμπι. Από το πρώτο μισό, κρατά το σασπένς και τη δράση, το χάος που επικρατεί στο τοπίο τού πολέμου, με μια ρεαλιστική αρτιότητα και ρυθμούς που σε κάνουν να ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία μυθοπλασίας. Ο Ίστγουντ πετυχαίνει να σε εξιτάρει με την ένταση σαφώς πιο συναισθηματικά, γιατί έχει φροντίσει να σου συστήσει έναν (έστω) χαρακτήρα για τον οποίο, είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με την αποστολή του, νοιάζεσαι. Τον παρακολουθείς ως άνθρωπο. Σε αντίθεση με τις ταινίες της Μπίγκελοου, η οποία «καυλώνει» με το θέαμα, αλλά δεν βάζει ίχνος ψυχής στο οπτικό σου πεδίο. Από το δεύτερο μισό, κρατάμε την αληθινή δύναμη ενός έργου που τόλμησε να δείξει στο αμερικανικό κοινό τα συντρίμμια εκείνων που επέστρεψαν από τον πόλεμο (δύο Όσκαρ ερμηνειών για τον Τζον Βόιτ και την Τζέιν Φόντα το 1979, παρακαλώ…). Όταν, λοιπόν, ο Ίστγουντ περνά από το πολεμικό δράμα (δράσης) στο ουσιαστικό δράμα (της επιστροφής) του ήρωα, ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» του μεγαλουργεί.

Σε αυτό το τελευταίο ημίωρο, όποια κι αν είναι η ιδεολογική σου «απόχρωση», αποκλείεται να μην αισθανθείς τη συναισθηματική φόρτιση της ταινίας. Αποκλείεται να μην συγκινηθείς από τον ήχο του «σπασμένου», φοβισμένου «I’m ready to come home», που ξεστομίζει ο Κρις (ο Μπράντλεϊ Κούπερ αποδίδει τίμια τη macho σκληρότητα αλλά και το παιδιάστικα ελαφρόμυαλο του κεντρικού ήρωα). Αποκλείεται να μην αισθανθείς άβολα με τις σκηνές των σακατεμένων βετεράνων. Και μπορεί να εκπλαγείς με την άγρια ειρωνεία του φινάλε. Ναι, λογικά, είσαι τόσο πολύ ενάντια σε αυτό που αφηγείται το φιλμ τού Ίστγουντ. Στο τέλος της ταινίας, όμως, αυτό που μετράει είναι οι πληγές αυτού του ανθρώπου. Κι εκεί είναι που θα σηκώσεις τα χέρια ψηλά. Ως συνάνθρωπος. Ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» είναι μια ταινία για τη (σύντομη) ζωή και τον (άδοξο) θάνατο. Όχι την πολιτική.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν περνάς έξω από την Αμερικανική Πρεσβεία και σκέφτεσαι να… βιαιοπραγήσεις, συνέχισε τον δρόμο σου, δεν είναι ανάγκη να συγχίζεσαι. Αν και το έργο δεν είναι ακριβώς «βαμμένο» πατριωτικά, θέλει και ένα κάποιο μυαλό για να αντιληφθεί τις ισορροπίες που κρατά προσεκτικά ο Ίστγουντ. Από κάθε άποψη, όμως, θα διχάσει τους θεατές. Εκείνοι που ζητούν θέαμα και δράση, θα βρουν εδώ μερικές από τις πιο έντονες (και με διάθεση ρεαλισμού) σκηνές της φετινής σεζόν. Οι φανατικοί των Όσκαρ ας σπεύσουν, διότι μπορεί να έχουμε εκπλήξεις σε κάποιες από τις 6 κατηγορίες στις οποίες έχει προταθεί.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.