ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ (2016)
(AMERICAN PASTORAL)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ
- ΚΑΣΤ: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Τζένιφερ Κόνελι, Ντακότα Φάνινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή παντρεμένου ζευγαριού στην Αμερική του ’60 διαταράσσεται, όταν η κόρη του εξαφανίζεται, έχοντας ασπαστεί το επαναστατικό κίνημα της κοινωνικοπολιτικά ταραγμένης εποχής.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ – και αν υπάρχει κάτι που πρέπει να καταλογιστεί στα υπέρ του, είναι το θάρρος του, αφού επιλέγει να βουτήξει κατευθείαν στα βαθιά, μεταφέροντας στην οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, που εκτός από πολυβραβευμένο, θεωρείται από τα κορυφαία αμερικάνικα βιβλία του περασμένου αιώνα. Η κινηματογραφική απόδοση, δε, ενός έργου του Ροθ είναι ούτως ή άλλως δύσκολη περίπτωση, αφού ο πυκνός του λόγος δυσχεραίνει εκ προοιμίου το σκηνοθετικό έργο, κάτι που έχει γίνει φανερό στις περισσότερες αντίστοιχες προσπάθειες, με τα «Ανθρώπινο Στίγμα» (2003) και «Ταπείνωση» (2014) να αποτελούν χαρακτηριστικά, μετριότατα παραδείγματα. Το βασικό ζητούμενο σε μια κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου, προσωπικά μιλώντας, δεν είναι η όσο το δυνατόν πιο πιστή διασκευή του, αλλά πρωτίστως η αυτή καθεαυτήν απόλαυση που προσφέρει στον θεατή, ο οποίος θέλει απλά να πάει σινεμά. Εάν όλα αυτά συνδυάζονται, τόσο το καλύτερο, διότι για ταινίες μιλάμε και όχι για βιβλία.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ΜακΓκρέγκορ το έχει παλέψει, αλλά… δεν έχει καταφέρει να παραδώσει ένα αξιομνημόνευτο φιλμ, παρά τις φιλότιμες σκηνοθετικές του προσπάθειες. Ενώ η ιστορία διαδραματίζεται στην έντονα πολιτικοποιημένη και ταραγμένη Αμερική της δεκαετίας του ’60, με τις διαμαρτυρίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ να είναι στην πρώτη γραμμή του πυρός, ο ΜακΓκρέγκορ αδυνατεί να μπει στην καρδιά αυτών των γεγονότων και να τα μετουσιώσει σε κάτι εξίσου εκρηκτικό ή επικίνδυνο. Ενσωματώνει στην ιστορία του τις σφοδρές ταραχές (για τα δικαιώματα των μαύρων) που έλαβαν χώρα στο Νιούαρκ το καλοκαίρι του ’67, περισσότερο όμως σαν απλή παράθεση, παρά την τραγικότητα των γεγονότων και τους είκοσι έξι νεκρούς που άφησαν πίσω τους. Χειρίζεται σχετικά καλά το χάσμα των γενεών και το πώς καταστάσεις, που πολύ συχνά μοιάζουν τυχαίες ή παράλογες, γκρεμίζουν τη ζωή των μεγαλύτερων σε ηλικία, αφήνοντάς τους να παρακολουθούν τα ίσως ακατανόητα γι’ αυτούς συμβάντα ως βουβοί μάρτυρες, ανήμποροι να αντιδράσουν. Επικεντρώνει, όμως, υπερβολικά (στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας) στη σχέση πατέρα – κόρης, όχι μόνο υποβαθμίζοντας όσα προηγουμένως έχτιζε, αλλά και χωρίς να μπορεί να περιγράψει πειστικά την τρέλα και την παράνοια που οδήγησαν στην οριστική ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων.
Ο Σίμουρ Λιβόβ είναι ένας αθλητικός και όμορφος νέος, γιος επιτυχημένου Αμερικανοεβραίου επιχειρηματία από το Νιούαρκ, ο οποίος παντρεύεται τη Μις Νιου Τζέρζι, φτιάχνοντας το τέλειο αμερικάνικο ζευγάρι. Η ευτυχία τους θα συμπληρωθεί με τη γέννηση της κόρης τους, λίγα χρόνια μετά όμως γρήγορα θα γίνει φανερό πως η απόλυτα ήρεμη ζωή στη φάρμα στην οποία έχουν επιλέξει να ζουν δεν θα μείνει για πολύ έτσι. Το έντονο πρόβλημα τραυλισμού του παιδιού τους από τη μία αλλά περισσότερο η ακραία επαναστατική φύση της μικρής Μέρεντιθ, η οποία σταδιακά θα αρχίσει να στρέφεται κατά των πάντων, θα διαταράξουν τις ισορροπίες τής οικογένειας, με τις σχέσεις των μελών της να οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Όταν, μάλιστα, η κόρη τους κατηγορηθεί για συμμετοχή σε βομβιστική ενέργεια και εξαφανιστεί από το σπίτι, οι ήσυχες ημέρες του πρόσφατου παρελθόντος στην εξοχή θα έχουν περάσει πια για τα καλά.
Ο ΜακΓκρέγκορ επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία με flashback, χρησιμοποιώντας στον ρόλο του αφηγητή τον χαρακτήρα του Νέιθαν Ζάκερμαν, που δεν είναι άλλος από το alter ego του ίδιου του Φίλιπ Ροθ. Ξεκινά την αφήγηση με γουντιαλενικού ύφους γλυκόπικρη νοσταλγία, όμως η εμφάνιση του Ντέιβιντ Στράδερν σε αυτόν τον ρόλο, τελικά, αποδεικνύεται χαρακτηριστικά ολιγόλεπτη. Για να αποδώσει καλύτερα την ταραγμένη αμερικάνικη δεκαετία του ’60, χρησιμοποιεί συχνά-πυκνά εμβόλιμα clip από πραγματικά επίκαιρα της εποχής, σε ύφος ειδησεογραφικής καταγραφής, που άλλοτε λειτουργούν καλά ως προς την εισαγωγή του θεατή στο εκρηκτικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται η ταινία κι άλλοτε όχι και τόσο, καθώς υπάρχουν φορές που νομίζει κανείς πως το αρχειακό υλικό έχει αναλάβει τον ρόλο που θα έπρεπε να φέρει σε πέρας το σενάριο του φιλμ, αποδεχόμενο κάπως έτσι την αποτυχία του να βουτήξει από μόνο του στην καυτή κοινωνική πραγματικότητα του τότε. Ο σκηνοθέτης ΜακΓρέγκορ καταφέρνει να αποσπάσει από αξιοπρεπείς έως καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, με το οξύμωρο να είναι πως προδίδεται από τον ίδιο τον εαυτό του, κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς δεν πείθει ως σπαραχτικός πατέρας που, σε πείσμα των υπολοίπων μελών της οικογένειάς του, δεν παραδίδει ποτέ τα όπλα, αλλά προσπαθεί συνεχώς και με κάθε τρόπο να ανακαλύψει αφενός τι έχει συμβεί στην κόρη του και αφετέρου να τη φέρει πάλι κοντά του.