ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ (2016)
(INDIGNATION)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Σέιμους
- ΚΑΣΤ: Λόγκαν Λέρμαν, Σάρα Γκάντον, Τρέισι Λετς, Μπεν Ρόουζενφιλντ, Λίντα Έμοντ, Ντάνι Μπέρστιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Το 1951, υποδειγματικός ως μαθητής, βοηθός και γιος Εβραίου χασάπη του Νιου Τζέρζι, ένας ευφυής άθεος 18χρονος φεύγει τρέχοντας από τη φωλιά των δικών του (κι απ’ το draft που οδηγεί στα πεδία μάχης της Κορέας) για σπουδές στο Οχάιο. Οι καθολικών Πιστεύω εκεί ντιρεκτίβες, η τραυματική πρώτη φορά, το δικό του μπαϊράκι, ένα ολίσθημα πώς θα γράψουν το τέλος (του);
Γιατί άργησε τόσο να περάσει πίσω από την κάμερα ο Τζέιμς Σέιμους; Το ότι έως πριν από τρία χρόνια ήταν πρόεδρος της Focus Features παραμένοντας ταυτόχρονα επίκουρος καθηγητής στο Κολούμπια ίσως το εξηγεί σε κάποιον βαθμό. Σε κάθε περίπτωση, η αναμονή άξιζε με το παραπάνω. Και το ότι ο εξπέρ στη μεταγραφή βιβλίων με σκηνοθέτη τον κολλητό του Ανγκ Λι (ξεκινώντας από το μυθιστόρημα «Παγοθύελλα» του Ρικ Μούντι και φτάνοντας μέχρι το απομνημόνευμα «Έτσι Πήραμε το Γούντστοκ» του Έλιοτ Τάιμπερ) αγγίζει το ζενίθ στο κατεξοχήν métier του, με την καλύτερη έως σήμερα κινηματογραφική μεταφορά έργου τού Φίλιπ Ροθ μάλιστα, ενώ αποδεικνύεται και filmer ολκής, καθιστά την ικανοποίηση ημών τόσο μεγάλη όσο και το επίτευγμα τού ανθρώπου που το επεχείρησε.
Οι θεματικές και οι χαρακτήρες τού Ροθ, βέβαια, είναι ανεκτίμητη παρακαταθήκη. Και έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να κρατήσει και τα δύο ανάγλυφα ενώ κουλαντρίζει τον πνευματικά προικισμένο Μάρκους, από το σύμπαν της εφηβείας (η μικροαστική κοινότητα των mensch, ένας υπερπροστατευτικός πατέρας, η ερωτική απειρία) στις απαρχές της ενηλικίωσης (τα ευτράπελα της συμβίωσης με τους συνομηλίκους, η σφυρηλάτηση του προϋπάρχοντος αυτόβουλου της κάθε λογής ιδεολογίας, η μύηση στο σεξ και την αγάπη) που αποδεικνύεται παγιδευτικά φρούδα (ο αυταρχισμός και οι κλίκες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τα κουτάκια της ηθικής και της θρησκείας, η εθνική παράνοια των 50’s, ο πουριτανισμός, το παρθενικό ράγισμα της καρδιάς, το τρίξιμο στα θεμέλια της πυρηνικής οικογένειας, τα σφάγια σ’ έναν πόλεμο αλάργα που δεν είναι δικός μας), ο Σέιμους κατορθώνει να διατηρήσει ορατή συναρπαστικά εξελικτικά την ώσμωσή τους, εν μέσω του πλέγματος του κονφορμισμού και των συγκυριών που θα παγιδεύσει το δυσοίωνο μέλλον τής κόντρα στο σύστημα ευέλπιδος αριστείας, που λαθεύει και το πληρώνει υπερβολικά ακριβά.
Η αποφυγή των ανοιχτών και κατασκευασμένων (και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, το design δεν σφάλλει ποτέ) ντεκόρ και των φόντων πλήθους (γι’ αυτό και τα μοναδικά χαρακτηριστικά τέτοια, εκείνα των με τήρηση απουσιών εκκλησιαστικών κηρυγμάτων το τελευταίο των οποίων θα σημαδέψει τιμωρητικά το τέλος της αθωότητας του τολμητία ήρωα προδιαγράφοντας τη συντριβή του, εντυπώνονται στη μνήμη) είναι η πρώτη μόνο από τις σοφές αισθητικές επιλογές αυτής της διασκευής. Ο dp Κρίστοφερ Μπλάουβελτ καδράρει τους χώρους καθαρά και με το minimum της κίνησης, συνθέτοντας αποφασιστικά στο κέντρο τις φιγούρες (συνήθως ανά δύο ή τρεις) που η γκαρνταρόμπα βάζει στη θέση τους, και αφήνοντας τον ευφραδώς αιχμηρό λόγο να κάνει παιχνίδι. Ακόμη και η πιο παρατεταμένη σεκάνς – ναρκοπέδιο, της πρώτης επίσκεψης του Μάρκους στο γραφείο του κοσμήτορα, εξελίσσεται στο συναρπαστικότερο πανεπιστημιακό debate για δύο που έχουμε παρακολουθήσει στο US σινεμά από το «Λέοντες Εναντίον Αμνών»: με τον θεατρικό συγγραφέα και σεναρίστα Τρέισι Λετς να δίνει υποκριτικά ρέστα ενώ ο catcher Σέιμους τού – μια ζωή αυτοβιογραφικού μεταπράτη – ρίπτη Ροθ, με ετερόκλητα υλικά (από τη φιλοσοφία τού Μπέρτραντ Ράσελ μέχρι τα εύσημα του baseball), ξερνάει διαλεκτικώς πάνω στη γιάνκικη επιταγή της θεσμικής τοποτήρησης του συμβιβασμένου (επι)κοινωνείν το βιτριόλι της άγουρης αποφασιστικότητας και του ξερολισμού ενός ακόμα alter ego του.
«Δείχνεις προτίμηση στη δραματική υπερβολή», λέει κάπου εκεί ο γνήσια ενδιαφερόμενος για την προκοπή του παιδιού αλλά προασπίζοντας το palmarès και τους κανονισμούς της σχολής dean στον άψογου βιογραφικού αλλά πεισματάρικα αποκλίνοντα Μάρκους. Είναι σα να μιλάει και για το εδώ «Αμερικανικό Ειδύλλιο», σε κάποιον βαθμό την αχίλλειο πτέρνα της δραματουργίας. Εκεί, αν η mise-en-scène δεν δίνει στίγμα είναι γιατί τα πιτσουνάκια-στο-περίμενε κλέβουν κάθε πλάνο – κι εξάλλου η απατηλή περσόνα τής Ολίβια (το φωτεινό χαμόγελο της preppy πριγκιπέσσας Σάρα Γκάντον εδώ κρύβει τη «Νόσο του Πορτνόυ» – μέσα στην ίδια, μέσα στην… εστία, μέσα στο ίδιο της το σπίτι) γίνεται αριστοτεχνικά ο καθρέφτης του σεξουαλικού decorum των καιρών και της χώρας. Αλλά, παρά και μια έξοχη μητρική σφήνα, οι παλινωδίες στο καταστασιακό χρονικό του love story του ζευγαριού την κρατούν επί ξυρού ακμής, υπολειπόμενη της ενσαρκωμένης (υποδειγματική για πρωτάρη η διδασκαλία του χωρίς το παραμικρό σφάλμα, μη μουράτης διανομής ensemble) σιγουριάς, συχνά με άρρητο χιούμορ, που δονεί sketch όπως του κοιτώνα με τους δύο συγκατοίκους ή της εβραϊκής αδελφότητας. Παντού, ο Λόγκαν Λέρμαν καταφέρνει, συνήθως υπερβαίνοντας το poster boy physique του, να εμβαθύνει με ζέση σ’ έναν ρόλο τον οποίο μοιάζει να του χάρισε το σε κάποιον βαθμό αδελφικό «Τα Πλεονεκτήματα του Να Είσαι στο Περιθώριο». Όταν στον επίλογο, που επιστρατεύει κάτι από την ουβερτούρα, η λόγχη της Ιστορίας κι αυτού του bildungsroman σμίξει άξαφνα (με κάτι από «Αστροφεγγιά» και «Hair») με το καμάρι του, εσύ θα έχεις βρει εξ ΗΠΑ την κολεγιακή «Εξιλέωση» των 10’s. Καμία «Αγανάκτηση». Ζηλευτή «Η Ζωή μου ως Άντρα». «Φεύγει το Φάντασμα»…