ΑΛΙΤΑ: Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ (2019)
(ALITA: BATTLE ANGEL)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ
- ΚΑΣΤ: Ρόζα Σαλαζάρ, Κρίστοφ Βαλτς, Κίαν Τζόνσον, Τζένιφερ Κόνελι, Μαχερσάλα Αλί, Τζάκι Ερλ Χέιλι, Εντ Σκράιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Θηλυκό cyborg με αινιγματικό παρελθόν ξυπνά σε έναν άγνωστο μελλοντικό κόσμο, χάρη σε επιστήμονα που το περισυνέλεξε και του έδωσε ξανά ζωή. Ο προφέσορας προσπαθεί να προφυλάξει τη μικρή το δέμας Αλίτα από τα επικίνδυνα κατατόπια της Άιρον Σίτι, εκείνη όμως επανακτώντας σταδιακά τη μνήμη της συνειδητοποιεί πως κάποτε ήταν μια καλοκουρδισμένη πολεμική μηχανή. Και μάλλον είχε μια συγκεκριμένη αποστολή…
Περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Τζέιμς Κάμερον ανακοίνωνε σε συνέντευξή του στην ιαπωνική τηλεόραση την πρόθεσή του να μεταφέρει στον κινηματογράφο το Manga comic του Γιουκίτο Κισίρο «Gunnm». Η ταινία θα αποτελούσε το follow-up στο ντοκιμαντέρ του «Aliens of the Deep» (2005), κάπου εκεί όμως έμπλεξε με τον κόσμο του «Avatar» (2009) και τις κινούμενες στη σφαίρα του… θρύλου (πλέον) συνέχειές του, και το όλο πράγμα πήγαινε συνεχώς πίσω. Μετά από συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις, το project μπήκε στις ράγες, με τον Κάμερον να προσλαμβάνει με τα πολλά τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ για να κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και τον ίδιο να εκτελεί χρέη παραγωγού (μαζί με τον πιστό συνεργάτη του, Τζον Λαντάου), διατηρώντας παράλληλα τον τίτλο του σεναριογράφου (εξ ημισείας με τη Λέτα Καλογκρίντις). Η ομάδα, δηλαδή, που κρύβεται πίσω από το franchise του «Avatar» βρίσκεται ουσιαστικά πίσω και από τούτο, στοχεύοντας πιθανότατα σε κάτι ανάλογο της σειράς ταινιών των «Αγώνων Πείνας». Αστοχεί, όμως, κυρίως εξαιτίας ενός σεναρίου που πάσχει από κρίση ταυτότητας, καθώς στοχεύει σε χίλια πράγματα μαζί, αλλάζοντας συνεχώς ύφος και genre (!), μην πετυχαίνοντας να ολοκληρώσει σε κανένα σχεδόν.
Το έτος 2536, η Γη δεν έχει καμία σχέση με αυτό που γνωρίζουμε. Ένας διαπλανητικός πόλεμος που έχει λάβει χώρα τρεις αιώνες πριν έχει καταστρέψει τα πάντα, αφήνοντας όρθια μόνο τη μητρόπολη της Άιρον Σίτι, στην οποία έχουν στοιβαχθεί τα εκατομμύρια των επιζώντων, όνειρο των οποίων είναι να καταφέρουν να ζήσουν στη χλιδή της πόλης Ζάλεμ που ίπταται πάνω από τα κεφάλια τους και στην οποία σχεδόν ουδείς έχει δικαίωμα να ταξιδέψει. Επιστήμονας, που ειδικεύεται στην τεχνολογία των robots και στην επιδιόρθωση κατεστραμμένων ανθρωποειδών, ανακαλύπτει πεταμένο στη χωματερή το κέλυφος ενός cyborg, στο οποίο καταφέρνει και δίνει ξανά ζωή. Αντιλαμβανόμενος, δε, πως το ρομποτοειδές έχει μυαλό έφηβου κοριτσιού, το βαφτίζει Αλίτα εις μνήμην της κόρης που έχασε σε ανάλογη ηλικία. Το κορίτσι γρήγορα προσαρμόζεται στα κατατόπια της δυστοπικής μεγαλούπολης, ανακτά σταδιακά τη μνήμη της και τα… δολοφονικά της χτυπήματα, γνωρίζει συνομήλικο μορφονιό που ειδικεύεται στην απαλλοτρίωση απαραίτητων εξαρτημάτων τεχνολογίας, αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για το βίαιο αθλητικό παιχνίδι του Motorball, μπλέκει με άγρια συμμορία κυνηγών κεφαλών των πάσης φύσεως καταζητούμενων, με τη δράση της να προξενεί το έντονο ενδιαφέρον της πρώην συζύγου του επιστήμονα που την έσωσε. Αυτή συζεί πλέον με μακιαβελικό τύπο, ο οποίος συνδέεται άμεσα με μυστηριώδη φιγούρα που εξουσιάζει όχι μόνο την ουτοπία της Ζάλεμ, αλλά ως επέκταση της δύναμής του πράττει το αυτό και στη δυστοπία της Άιρον Σίτι μέσω του περίφημου… Motorball. Μπέρδεμα;
Η σχέση ανάμεσα στον Δρα Ντάισον Ίντο και την Αλίτα φέρνει στο μυαλό αυτή του μάστορα Τζεπέτο με το δημιούργημά του, τον Πινόκιο του διάσημου παραμυθιού. Το τύπου «ο θάνατός σου, η ζωή μου» show-game ονόματι Motorball, ο νικητής του οποίου θα μπορέσει να εξαργυρώσει την επιτυχία του στον ουράνιο «Παράδεισο» της Ζάλεμ, θυμίζει απόλυτα το σχεδόν ομόηχο «Rollerball» (1975), με τη βασική διαφορά εδώ να είναι οι cyborg παίκτες. Τα ανθρωποειδή που ζουν με άνεση ενσωματωμένα στον δυστοπικό κόσμο των ανθρώπων ξυπνούν μνήμες από «Blade Runner» (1982), οι κεφαλοκυνηγοί μαχητές από «RoboCop» (1987) και «Transformers» μέχρι την αρχέτυπη μυθολογία των επικηρυγμένων της Άγριας Δύσης στο πιο… sci-fi της, το subplot αγόρι-γνωρίζει-κορίτσι (έστω κομματάκι αλλούτερο) πατάει σε δεκάδες εφηβικές κομεντί που πραγματεύονται έναν απαγορευμένου τύπου έρωτα, με τον κατάλογο των σχετικών αναφορών να δύναται να αποδειχθεί ατελείωτος, δείγμα της χαρακτηριστικά ιδιότυπης ευκολίας με την οποία το δίδυμο των γραφιάδων πετάει από το ένα θέμα στο άλλο.
Το κακό είναι πως ουδέποτε όλες αυτές οι ιδέες συγκεντρώνονται σε κάτι που να βγάζει καίριο νόημα, αδυνατώντας να υπηρετήσουν μια σαφή κατεύθυνση, αφήνοντας στο φινάλε εύλογα μετέωρα ερωτήματα που δίνουν τη βεβαιότητα (της εμφάνισης του Έντουαρντ Νόρτον συμπεριλαμβανομένης) πως οι απαντήσεις τους παραπέμπονται στις καλένδες των… (πιθανών) sequels. Χωρίς, μάλιστα, να δημιουργείται σοβαρή έγνοια για το τι μέρη του λόγου είναι όλοι αυτοί που βλέπουμε ώστε να αγωνιούμε για το μέλλον τους, το στρατιωτικό παρελθόν της Αλίτα (το οποίο εμφανίζεται μέσω flashback καθώς αρχίζει να θυμάται) ελάχιστα εξηγείται μην αποτελώντας ουσιαστικό μέρος της πλοκής, το ρομάντζο της με τον Χιούγκο ακολουθεί μια πορεία τυπικά επιδερμικής teenage σαπουνόπερας, η δε απόλυτη σημαντικότητα της ύπαρξής της (που κάνει τον εμπνευστή του Motorball να θέλει πάση θυσία να τη βγάλει από τη μέση, μη ρισκάροντας μια πιθανή άφιξή της στη Ζάλεμ) δεν καθίσταται σαφές σε τι οφείλεται.
Τηρουμένων όλων αυτών, είναι περίπου θαύμα που το όλο εγχείρημα καταφέρνει να μην βυθιστεί αύτανδρο, πετυχαίνοντας να προσφέρει ένα minimum ψυχαγωγίας. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην αψεγάδιαστη και πλουσιότατη στουντιακή παραγωγή (είναι προφανές πως η FOX δεν λυπήθηκε τα έξοδα), που ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον συνδυασμό ψηφιακής και live action απεικόνισης της Αλίτα (αλλά και όλων των υπολοίπων ανθρωποειδών) πετυχαίνει διάνα. Η δυστοπική μελλοντολογία παρουσιάζεται πειστικότατα (αν και για πολλοστή φορά το 3D προσφέρει ελάχιστα), καθώς ο Ροντρίγκεζ σε αντίθεση με το πιο δυτικό στυλ του ελαφρώς «συγγενούς» στο genre «Ready Player One» (2018) έχει ξεσηκώσει για την Άιρον Σίτι το χρώμα των παραγκουπόλεων της Λατινικής Αμερικής (πετυχαίνοντας συνειρμικούς παραλληλισμούς με τη σημερινή πραγματικότητα), με τη μυστηριώδη ιπτάμενη πόλη της Ζάλεμ (τα μυστικά της οποίας παραμένουν κρυφά καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, καθότι ουδέποτε βλέπουμε το εσωτερικό της) να παραπέμπει οπτικά στην εικόνα του ιπτάμενου δίσκου από το «District 9» (2009), συνεχίζοντας το γαϊτανάκι των φιλμικών αναφορών (είπαμε, είναι ατελείωτες), αλλά και των… αναπάντητων αποριών (οι οποίες κινούνται στους ίδιους ατέλειωτους δρόμους).
Εκεί που ο Ροντρίγκεζ δεν αφήνει καμία αμφισβήτηση είναι στην ικανότητα που έχει να παραδίδει χορογραφίες βίαιων σεκάνς, καθώς οι πάσης φύσεως ακρωτηριασμοί και αποκεφαλισμοί των ανθρωποειδών δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από εκείνες του «Machete» (2010), με τα ποτάμια αίματος να έχουν αντικατασταθεί (όπως είναι λογικό) από επιστημονικά μερεμέτια… λαμαρινοδουλειάς. Είναι άλλωστε σε αυτές τις βίαιες σκηνές που η ανυπαρξία διαλόγων και χαρακτήρων δεν βγάζει μάτι, με τους πρώτους να περιορίζονται ως επί το πλείστον σε κουβέντες της μιας γραμμής (που επιπροσθέτως στερούνται παντελώς χιούμορ ή έστω μιας νότας σαρκασμού), τους δε δεύτερους να αποδίδονται με έναν τυπικά ασφαλή και ενίοτε ξεπερασμένο cyberpunk τρόπο (ειδικά τα κοστούμια).
Από όλα αυτά δεν ξεφεύγει ούτε η Αλίτα της αρκούντως φιλότιμης Ρόζα Σαλαζάρ, που σαν στήσιμο και γράψιμο ρόλου απέχει παρασάγγας από τους all time classic αντίστοιχους γυναικείους του Τζέιμς Κάμερον της δεκαετίας του ’80 και του ’90 (θυμηθείτε τους τίτλους κι ελάτε να κλάψουμε παρέα), που έφερναν τότε έναν σημαντικότατο αέρα ανανέωσης στα χολιγουντιανά blockbusters. Τούτο το θηλυκό cyborg με τα μεγάλα γεμάτα απορία μάτια (είναι στιγμές που νομίζεις πως βλέπεις στ’ αλήθεια χάρτινη φιγούρα από Manga και όχι ηθοποιό) έχει μεν τσαγανό και θάρρος, δεν έχει όμως τον απαιτούμενο σταθερό «βηματισμό», καθώς καταλήγει παγιδευμένο ανάμεσα σε ένα νερόβραστο ρομάντζο και μια αποσπασματική ιστορία άγριας δύναμης και μάχης εξουσίας, αφήνοντας την αίσθηση του «πολύ κακό για το τίποτα». Πόσω μάλλον όταν προσφάτως το πτωχό πλην τίμιο «Ares: Κίνδυνος στο Παρίσι» (2016), έχει παρουσιάσει έναν παρόμοιου ύφους προβληματισμό για κάποια από τα στοιχεία της πλοκής με τα οποία αυτός ο «Άγγελος της Μάχης» καταπιάνεται πολύ πιο άστοχα.