FreeCinema

Follow us

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ (2023)

(AKU WA SONZAI SHINAI)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ριουσούκε Χαμαγκούτσι
  • ΚΑΣΤ: Χιτόσι Ομίκα, Ρίο Νισικάουα, Ριούτζι Κοσάκα, Αγιάκα Σιμπουτάνι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Επιχειρηματικός όμιλος του Τόκιο σχεδιάζει την κατασκευή και λειτουργία πολυτελούς camping σε παρθένα περιοχή της ιαπωνικής επαρχίας, δίχως να έχει λάβει σοβαρά υπόψη στα πλάνα του την εναντίωση της τοπικής κοινότητας.

Στο βραβευμένο με Όσκαρ καλύτερου ξενόγλωσσου φιλμ «Drive My Car» (2021), ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι κατάφερε να μετατρέψει ένα short story του Χαρούκι Μουρακάμι σε ταινία διάρκειας… 179 λεπτών! Με τη σκηνοθετική του επιστροφή, το «Ο Διάβολος δεν Υπάρχει», ξεκινά από μία παρόμοιας λογικής αφετηρία, μιας και η αρχική ιδέα ήθελε το εγχείρημα να είναι ένα μικρού μήκους φιλμ το οποίο θα αποτελούσε (κατόπιν σχετικής «παραγγελιάς») το οπτικό υπόβαθρο των συναυλιών του συνθέτη Έικο Ισιμπάσι. Ακούγοντας το score του μόνιμου συνεργάτη του, και καθώς αναζητούσε έμπνευση στην ιαπωνική Φύση συνομιλώντας με κατοίκους της επαρχίας, ο Χαμαγκούτσι θεώρησε ότι είχε αρκετό υλικό στα χέρια του όχι για μικρομικάδικο φιλμ, αλλά για μεγάλου μήκους ταινία. Το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει την αλλαγή πλεύσης εκ μέρους του. Ναι μεν υπάρχει ένας εμφανής (σε… κάποια σημεία) προβληματισμός σχετικά με τον «βιασμό» της Φύσης υπέρ του επιχειρηματικού κέρδους, εν τούτοις, τα (φαινομενικά νορμάλ) 106 λεπτά της διάρκειας του έργου αποδεικνύονται (εκ νέου…) υπερβολικά πολλά.

Ο Χαμαγκούτσι αναλαμβάνει ξανά μανά ν’ αποδείξει πως αποτελεί όχι κάποιον απλό σκηνοθέτη, αλλά έναν πεφωτισμένο «δημιουργό» του σινεμά, μην πετυχαίνοντας κάτι άλλο από το να δοκιμάζει (από το ξεκίνημα κιόλας) τις αντοχές του θεατή. Χωρίζει την ταινία του σε τρία άτυπα μέρη, επιχειρώντας (κατά σειρά) να περιγράψει την καθημερινή ζωή στη Φύση, ν’ αναλύσει μέσω μίας (τύπου λαϊκής συνέλευσης) σεκάνς τις αντιδράσεις των κατοίκων στα αντιπεριβαντολλογικά επιχειρηματικά σχέδια των «πρωτευουσιάνων» και, τελικά, να οδηγήσει την υπόθεση κάπου «αλλού», ποντάροντας σε μία θριλερικού τύπου υποπλοκή, η οποία μοστράρει «ψαγμενιά» βαθύτερου (και καλά) νοήματος. Πιάνοντας το πράγμα από το τέλος, ομολογώ πως σάστισα από την παντελώς αστήρικτη (βάσει των προηγουμένως διαδραματισθέντων) κλιμάκωση της ταινίας. Ο Ιάπωνας auteur ενδύεται τον μανδύα του μεγάλου σοφού που καταφθάνει να διδάξει στους πτωχούς θεατές «αλληγορικά» μαθήματα περί των εννοιών καλού και κακού, καθώς και του τιμήματος της άλογης επέμβασης στη Μητέρα Φύση. Το σεναριακό «εύρημα» μέσω του οποίου επιλέγει να δραματοποιήσει τις ανησυχίες του δεν μοιάζει απλά σαν να έρχεται από… άλλη ταινία, αλλά δημιουργεί σαφείς προβληματισμούς (και) για το τι ακριβώς σκεφτόταν όταν κατέληγε στη συγκεκριμένη «λύση» του δράματος (αν μπορεί να ονομαστεί και λύση, δηλαδή).

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η έναρξη της ταινίας στέκει κατά πολύ πιο ενδιαφέρουσα του τέλους της. Επί ένα ημίωρο πασχίζεις ν’ αντιληφθείς ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο παρακολουθείς συστάδες δέντρων να παρελαύνουν από την οθόνη ή γιατί βλέπεις έναν χωρικό να κόβει ξύλα για το τζάκι και να γεμίζει μπιτόνια με νερό από παρακείμενο ρυάκι σε… real time δίχως αύριο! Το νόημα που κρύβεται πίσω από αυτά τα όμορφα φυσιολατρικά ξεπροβάλει στο μεσαίο κομμάτι του φιλμ, όταν η άφιξη ζεύγους χαρτογιακάδων από το Τόκιο βάζει στο τραπέζι τα επικείμενα σχέδια κατασκευής χώρου «glamping» (η νέα, λέει, ταξιδιωτική τάση του… «glamorous camping»!). Η τοπική κοινότητα, η οποία γνωρίζει άριστα τα του χωριού της, παραθέτει τα εύλογα επιχειρήματα εναντίωσης στην λειτουργία της εγκατάστασης αναψυχής, εκθέτοντας τους υποτιθέμενους ειδικούς manager, οι οποίοι αν για κάτι διακρίνονται είναι για την άγνοια τους επί των θεμάτων που έχουν σταλεί να προμοτάρουν! Όσον αφορά τη λεπτομερέστατη ανάλυση της ορθής λειτουργίας της περίφημης σηπτικής δεξαμενής, δεν τους αδικώ και τόσο. Τα υπόλοιπα, όμως, θα έπρεπε να τα ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά.

Θυμίζει κάπου το σινεμά του Κεν Λόουτς η συγκεκριμένη εξέλιξη, με τους αγράμματους λαϊκούς ανθρώπους της επαρχίας να στήνουν ολοφάνερα στον τοίχο τους δήθεν άριστους του management. Όταν, μάλιστα, τονίζεται ξεκάθαρα η αναγκαιότητα επίσπευσης των εργασιών διότι η εκταμίευση της επένδυσης έχει αυστηρή ημερομηνία λήξης, είναι ίσως δύσκολο ακόμα και για τον πλέον καλοπροαίρετο θεατή να μην κάνει ντόπιους… ΕΣΠΑτζίδικους συνειρμούς. Όπως προανέφερα, όμως, τον Χαμαγκούτσι δεν τον ενδιαφέρει μια ιστορία του τύπου Δαυίδ εναντίον Γολιάθ, με bonus ένα σαφές οικολογικό μήνυμα. Αυτά (μάλλον) είναι για τις ξενέρωτες… «Έριν Μπρόκοβιτς» (2000) του αμερικανικού σινεμά. Εδώ κάνουμε «Τέχνη» υψηλού επίπεδου, απευθυνόμενοι σε ανθρώπους που κοιμούνται με τον Νίτσε και τον Πλάτωνα στο προσκέφαλό τους, τους οποίους την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουμε ωσάν… εξάχρονα παιδάκια, αφού τα όσα αψυχολόγητα συμβαίνουν στο τελευταίο μέρος μόνο εκείνα θα μπορούσαν να εντυπωσιάσουν. Όπως δηλώνει και ο τίτλος, το κακό δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, παρά εμφανίζεται ως προσωποποίηση της άγνοιας και της αφέλειας. Από αυτά διαθέτει κάμποσο τούτος ο «Διάβολος»!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μία εύστοχη ιδέα που αφορά (αρκεί να σκεφτεί κάποιος το τι συμβαίνει εσχάτως με τα δάση και τα βουνά της χώρας μας), μετατρέπεται σε επίδειξη πνεύματος, το οποίο, εν τούτοις, χάσκει στο κενό ενός ανεπαρκέστατου και ανερμάτιστου στόρι. Όταν η έννοια του shock value έχει παρόμοια αξία με τα καθρεφτάκια των conquistadores προς τους ιθαγενείς, τότε προκύπτουν ταινίες σαν κι αυτήν! «Ποιος ήρθε;», θα αναρωτηθούν πολλοί καθώς θα πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Τα ανά τον κόσμο Φεστιβάλ (ασφαλώς) είχαν διαφορετική άποψη επί του θέματος, οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε και ανάλογα κρίνετε.


MORE REVIEWS

ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΠΤΗΣΗ

Καταζητούμενος μισθοφόρος ανταλλάσσει την ελευθερία του με αποστολή εντοπισμού στόχου σε αεροπλάνο, τον οποίο πρέπει να οδηγήσει με ασφάλεια από τη Μπανγκόκ στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι πως η πτήση είναι γεμάτη με πληρωμένους εκτελεστές που θέλουν να βγάλουν από την άκρη και τους δύο!

Ο ΜΟΪΚΑΝΟΣ

Κορσικανός κτηνοτρόφος, ο οποίος αντιστέκεται με πείσμα στις απαιτήσεις της τοπικής μαφίας για να της πουλήσει τα βοσκοτόπια του ώστε να ανεγερθεί ξενοδοχειακή μονάδα, γίνεται φυγάς στον ίδιο του τον τόπο όταν σκοτώνει τον αρχηγό των εκβιαστών του. Οι μαφιόζοι, εν τούτοις, γνωρίζουν κι αυτοί καλά το νησί τους.

ΟΙ ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Μετά από μία μικροκλοπή σε κατάστημα και επιχειρώντας να αποφύγει τις επιπτώσεις, η Χλόη το σκάει από το σπίτι της και κάνει auto-stop με σκοπό να φτάσει στην αδελφή της που ζει στην επαρχία και ν’ αναζητήσει καταφύγιο. Μια ομάδα νέων που γυρίζει την Ελλάδα μ’ ένα τροχόσπιτο επιτελώντας κοινωνικό έργο τη σώζει από απόπειρα βιασμού και την «υιοθετεί», αποκρύπτοντας ένα βασικό κομμάτι των δράσεών της.

ΠΩΣ ΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΤΕ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ ΣΑΣ

Μετά από δεκαετίες μαχών μεταξύ Βίκινγκ και δράκων στο νησί του Μπερκ, ο Ψάρης, ο θνητός γιος τού Μεγάλου Στωικού, θα γίνει αχώριστος φίλος με μια «Οργή της Νύχτας», είδος δράκου φερόμενο ως αιμοσταγές και επικίνδυνο. Θα αναπτύξουν μια σχέση που θα σηματοδοτήσει το τέλος του πολέμου μεταξύ δράκων και Βίκινγκ, αλλά και την αρχή μιας συνύπαρξης που θα οδηγήσει προς τη μακροημέρευση όλων.

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΟΛΠΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ

Προκειμένου ν’ αποφύγει τη σύλληψη από την Αστυνομία, δίδυμο ληστών βρίσκει καταφύγιο σε εκδρομή ατόμων με ειδικές ανάγκες. Για να μην κινήσουν υποψίες, ο ένας εκ των δύο θα πρέπει να υποδυθεί τον ΑμεΑ. Τα ευτράπελα και οι παρεξηγήσεις αρχίζουν…