DRIVE MY CAR (2021)
(DORAIBU MAI KÂ)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ριουσούκε Χαμαγκούτσι
- ΚΑΣΤ: Χιντετόσι Νισιζίμα, Τόκο Μιούρα, Ρέικα Κιρισίμα, Παρκ Γιουρίμ, Τζιν Νταεγεόν, Σόνια Γιουάν, Σατόκο Άμπε, Μασάκι Οκάντα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 179'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Πρόσφατα χήρος, αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει τον τσεχοφικό «Θείο Βάνια» για μεγάλη θεατρική σκηνή της Χιροσίμα. Οι διοργανωτές θα τον υποχρεώσουν να έχει την προσωπική του chauffeur, με την οποία θα πρέπει, πια, να μοιράζεται την αγαπημένη του συνήθεια: να προβάρει τις ατάκες του ρόλου του, ακούγοντας μια ηχογράφηση των διαλόγων από την εκλιπούσα σύζυγό του, στο αμάξι που πάντοτε οδηγούσε εκείνος.
Μπορεί και να μην μου αρέσει ο Τσέχοφ. Από κάθε άλλη οπτική, πάντως, εδώ δεν έχουμε τίποτα το πρωτότυπο, τίποτα το πραγματικά δημιουργικό, πέραν ενός… «γυναικουλίστικου» δράματος, μπουχτισμένου από τσιτάτα λογοτεχνικού λόγου, που μετατρέπουν τη «δράση» της ταινίας σε κάτι το εντελώς αφύσικο και… δήθεν. Το ότι το «Drive My Car» αποτελεί ένα από τα πλέον (πολυ)βραβευμένα και κριτικά αποδεκτά φιλμ των τελευταίων ετών, περισσότερο ντροπή για το κατάντημα της κινηματογραφικής Τέχνης θα πρέπει να μας κάνει να αισθανόμαστε.
Αρχικά, υπάρχει μια κάποια «λογική» εξήγηση της πηγής του όλου hype: το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε μία ιστορία του Χαρούκι Μουρακάμι. Γεγονός το οποίο (ας πούμε ότι) δικαιολογεί κάτι κατεβατά αφήγησης, μονολόγων ή διαλόγων, που καμία σχέση δεν γίνεται να έχουν με κανονική ροή ανθρώπινου λόγου. Τώρα, το πώς γίνεται από μία… short story να προκύπτει ταινία διάρκειας 179 λεπτών, αυτό η (όποια) Επιστήμη δύσκολα μπορεί να το δικαιολογήσει! Για μένα, εδώ τίθεται ένα πρώτο ζήτημα ευθύνης (αν όχι… ανικανότητας) του σκηνοθέτη.
Το φιλμ ξεκινά με τη σύζυγο του κεντρικού ήρωα ν’ αφηγείται ολόκληρη σκηνή βγαλμένη από τη φαντασία της, κομμάτι που ίσως χρησιμοποιήσει στο σενάριο μιας σειράς που σκέφτεται να προτείνει στο τηλεοπτικό κανάλι στο οποίο εργάζεται. Εκείνος, αυτό το διάστημα, έχει σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστεί στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ (από θεατρικές επιλογές, πιο στερεότυπα «κουλτούρας να φύγουμε»… πεθαίνεις!). Το ζεύγος κάνει σεξ και ανταλλάσσει απόψεις πάνω σε διάφορες «ευρηματικές» ιστορίες, εμφανίζεται ένα πρόβλημα στα μάτια του συζύγου (εξαιτίας του οποίου προκαλείται ελαφρύ τροχαίο), μία τελετή μνήμης για την κόρη που έχασαν προ ετών μας επισημαίνει την ύπαρξη μιας «σκοτεινής» και (πιο) δραματικής πλευράς στη σχέση τους και η αιφνίδια επιστροφή εκείνου στο διαμέρισμά τους αποκαλύπτει πως εκείνη τον απατά (αλλά δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του στο σπίτι, ενώ κάνει έρωτα μ’ έναν νεαρό ηθοποιό – star της TV). Τεντώνοντας το σκοινί του μελοδράματος, εκείνη θα πεθάνει εντελώς ξαφνικά, αφήνοντας πίσω της τις κασέτες με την ηχογράφηση των διαλόγων του χαρακτήρα του «Θείου Βάνια» του Τσέχοφ που υποδύεται συνήθως ο σύζυγός της στο θέατρο και αρέσκεται να προβάρει τις ατάκες του οδηγώντας το αγαπημένο του SAAB.
Μέχρι αυτό το σημείο (περίπου 40 λεπτά από τη συνολική διάρκεια της ταινίας, όπου και εμφανίζονται τα credits των συντελεστών), το «Drive My Car» μοιάζει περισσότερο με νωχελικό… «μ’ ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι» του art-house, το οποίο πρόκειται να γίνει σαφώς πιο βασανιστικό, καθώς ο ήρωας ξεκινά το casting και τις πρόβες του «Θείου Βάνια» σε αυτοκτονικά αργούς ρυθμούς, με ολίγη από οδήγηση, βόλτες και κάπνισμα, συνοδεία της απόλυτα ανέκφραστης twentysomething (δεν πρόκειται να υπάρξει αίσθημα, δηλαδή) chauffeur του, η οποία κουβαλά το δικό της προσωπικό δράμα απώλειας κι αναμνήσεων (αλίμονο!). Ως πρωταγωνιστής της παράστασης, δε, επιλέγεται ο νεαρός νάρκισσος που πηδούσε την μακαρίτισσα, μία σαφώς ύπουλη κίνηση του κεντρικού ήρωα ο οποίος αναζητά ένα είδος «λύτρωσης» από τη γνώση της απιστίας εκείνης.
«Ζήσατε με ένα τόσο υπέροχο άτομο για πάνω από είκοσι χρόνια και θα πρέπει να είστε ευγνώμων γ’ αυτό. Αυτή είναι η γνώμη μου. Αλλά ακόμη κι αν νομίζετε ότι γνωρίζετε καλά κάποιον, ακόμη κι αν αγαπάτε βαθιά αυτό το άτομο, δεν μπορείτε να κοιτάξετε εντελώς μέσα στην καρδιά του. Απλά, θα πληγωθείτε. Αν καταβάλετε αρκετή προσπάθεια, όμως, θα μπορέσετε να κοιτάξετε πιο καλά μέσα στην καρδιά σας. Έτσι, τελικά, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να είμαστε αληθινοί στην καρδιά μας και να συμβιβαστούμε με αυτό, με ικανό τρόπο. Αν θέλετε πραγματικά να καταλάβετε κάποιον, τότε η μόνη σας επιλογή είναι να κοιτάξετε τον εαυτό σας, ευθέως και βαθιά. Έτσι σκέφτομαι εγώ…»! Τούτο εδώ είναι ένα τυπικό παράδειγμα αυτών που λέγονται και ακούγονται στο «Drive My Car»! Σαχλαμάρες που περισσότερο ταιριάζουν σε σεμινάρια life coaching, συμβουλές αστρολόγων ή (πιο περιληπτικά) σε πίσω σελιδούλες παλιακών ημερολογίων. Δεν με απασχολεί αν έχουν βγει από το μυαλό του Μουρακάμι ή αποτελούν έμπνευση του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι. Αυτό που με απασχόλησε παρακολουθώντας το φιλμ (και κοιτάζοντας ταυτόχρονα τις ώρες να περνούν, πνιγμένος μέσα στην οδύνη της διάρκειάς του) ήταν η ανοικονόμητη φλυαρία μιας «φούσκας» που πουλάει ψευτοψυχισμό και μελοδραματισμό με τρόπο «απογυμνωμένης» αποστασιοποίησης και «τεχνητής» κουλτούρας, χρησιμοποιώντας καλαίσθητες… Instagram-ικές εικόνες (όπως εκείνη με τα χέρια που υψώνουν τα τσιγάρα πάνω από την ανοιχτή οροφή του SAAB).
Σε μία εποχή που μαστίζεται από το απόλυτο τίποτα, καλλιτεχνικά, στην κοινωνία, στη ζωή και στο μέσα των περισσότερων ανθρώπων, έργα σαν το «Drive My Car» φαντάζουν σαν «φάρος» πολιτιστικής προσφοράς για θεατές πιο κενούς κι από τέτοιες ταινίες! Που θεωρούν πως έλαβαν μια μορφή «θείας φώτισης» φιλμικά. Τι να κάνουμε; Θα υπάρχουν πάντοτε κι εκείνοι που ακολουθούν με σεβάσμια πίστη την κάθε αερολογία. Προσωπικά, το μόνο πράγμα που κατάφερε να κάνει στο μέσα μου ο Χαμαγκούτσι είναι… να μην θέλω να ξαναπατήσω σε παράσταση έργου του Τσέχοφ για το υπόλοιπο της ζωής μου!