Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΤΡΟΜΟΥ (1963)
(THE DAY OF THE TRIFFIDS)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στιβ Σέκελι
- ΚΑΣΤ: Χάουαρντ Κιλ, Νικόλ Μόρεϊ, Τζάνετ Σκοτ, Κίρον Μουρ, Μέρβιν Τζονς, Τζανίνα Φέι

Μία σπάνια σε ποσότητα βροχή από μετεωρίτες, η οποία καταλήγει στον πλανήτη Γη, προξενεί διπλό κακό σε ένα πραγματικό jackpot γκαντεμιάς. Από τη μία, όσοι έσπευσαν να δουν το εντυπωσιακό θέαμα (σχεδόν όλος ο παγκόσμιος πληθυσμός, δηλαδή) έμειναν τυφλοί… για ανεξήγητους λόγους, από την άλλη, δε, το εξωγήινο φυτό triffid με τις σαρκοβόρες ιδιότητές του αναλαμβάνει τα τυχόν «μερεμέτια», βάζοντας στο μάτι τους πάντες, ανεξαρτήτως της ικανότητάς τους στην όραση. Ο υποπλοίαρχος του ναυτικού Μπιλ Μέισον φαίνεται να είναι από τους τυχερούς της υπόθεσης, καθώς αναρρώνοντας από οφθαλμολογική χειρουργική επέμβαση σε νοσοκομείο του Λονδίνου, χάρη στους επιδέσμους που κάλυπταν τα μάτια του, προστατεύτηκε από την τύφλωση. Ο κόσμος, όμως, τον οποίο αντικρύζει καθώς ξυπνά, είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον που γνώριζε. Η βρετανική πρωτεύουσα είναι μία έρημη πόλη, με τα ελάχιστα ψήγματα ζωής να έχουν παραδοθεί στο χάος. Αποφασισμένος να βρει ασφαλές καταφύγιο, δραπετεύει για το Παρίσι, μαζί με μικρό κοριτσάκι που βρίσκει στο διάβα του, με απώτερο στόχο την αμερικανική ναυτική βάση της Μεσογείου. Την ίδια ώρα, θαλάσσιος βιολόγος σε μικροσκοπικό νησάκι στ’ ανοιχτά της Κορνουάλης, βιώνει από πρώτο χέρι τον «Πράσινο Τρόμο» των θανατηφόρων triffids. Υπάρχει σωτηρία, άραγε;
Ο Άγγλος συγγραφέας Τζον Γουίνταμ δημοσίευσε το 1951 το επιστημονικής φαντασίας μυθιστόρημά του «The Day of The Triffids». Περίπου μία δεκαετία αργότερα, ο σκηνοθέτης Στιβ Σέκελι ανέλαβε την κινηματογραφική μεταφορά του, με τον σεναριογράφου Μπέρναρντ Γκόρντον να καταπιάνεται με τη διασκευή του, αφαιρώντας πολλά από τα στοιχεία της αρχικής πηγής. Αν το κλίμα στο βιβλίο του Γουίνταμ ήταν έντονα ψυχροπολεμικό και ταυτόχρονα μιλιταριστικό (τα triffids αμολιούνται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας στρατιωτικού πειράματος που πήγε λάθος, με τη Σοβιετική Ένωση να έχει παίξει ενδεχόμενο ρόλο σε αυτό), το φιλμ του Σέκελι είναι ένα γνήσιο b-movie τρόμου, το οποίο αδιαφορεί πλήρως για την πολιτική πραγματικότητα, το Σιδηρούν Παραπέτασμα και άλλα τέτοια περισπούδαστα. Σαν αντιστάθμισμα των όσων… απουσιάζουν, έχει προστεθεί η υποπλοκή του ζεύγους των επιστημόνων στο φάρο του νησιού, όπου ο αλκοολικός σύζυγος θέλει να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει (το γεγονός ότι δεν βρίσκει ουίσκι όποτε θέλει, παίζει σημαντικό ρόλο στη νευρικότητά του…). Προς δυσάρεστη έκπληξή του, αντί για τη βάρκα που θα τον πάει πίσω, βρίσκεται αντιμέτωπος με τα υπερμεγέθη σαρκοφάγα τέρατα μιας άγνωστης σε αυτόν χλωρίδας, πλην όμως φαίνεται να έχει μία-δύο καλές ιδέες για το πως θα τα βγάλει πέρα.
Η «μάχη» του ανθρώπου ενάντια στη Μητέρα Φύση παίρνει εδώ έναν έντονα αλληγορικό τόνο, καθώς τα γιγάντια δέντρα επιτίθενται ολούθε, με την αντιπαράθεση καλού – κακού της ίδιας της ανθρώπινης φύσης να μην μένει με το παράπονο, αφού ως γνωστόν όπου υπάρχει χάος και καταστροφή, τα πιο βίαια και πρωτόγονα ένστικτα είναι εκείνα που αναδύονται στην επιφάνεια. Δεν είναι μόνο η σκηνή με τους κατάδικους στην γαλλική έπαυλη, οι οποίοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για δική τους ευχαρίστηση, αλλά και το γεγονός πως σπανίως κάποιος από τους βασικούς ήρωες (τουλάχιστον από εκείνους που δεν έχουν χάσει την όρασή τους) ενδιαφέρεται να βοηθήσει οποιονδήποτε από τους τυφλούς, εντός ενός κλίματος απόλυτης παράνοιας.
Πέραν, όμως, από τους όποιους συμβολισμούς περί αναγέννησης, Πίστης και θρησκείας (όταν η δράση μεταφέρεται στην Ισπανία, έχουμε απ’ όλα αυτά), ο βασικός λόγος για τον οποίο το φιλμ διαθέτει μία απαράμιλλη cult αύρα, δεν είναι άλλος από τα σαρκοβόρα triffids. Μοιάζοντας με άκακα μικρά φυτά εκ πρώτης όψεως, δείχνουν πολύ γρήγορα πως μπορούν και μεταμορφώνονται σε τεράστια δέντρα, που όχι μόνο κινούνται λες κι έχουν πόδια αντί για ρίζες, αλλά (άμα λάχει) καταπίνουν κανονικά (!) κι όποιον βρουν μπροστά τους. Φαίνεται, δε, πως φέρνουν σε κάτι από ζόμπι (μια ολόκληρη πενταετία πριν εμφανιστεί «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών»!), αφού τα άτιμα δεν πεθαίνουν με τίποτα, καθώς τα κλαδιά τους μπορούν κι αναγεννούνται από τις στάχτες τους. Τα εφέ με τα οποία τα μυστηριώδη φυτά ζωντανεύουν στην οθόνη, σε ορισμένες σκηνές είναι όσο πρωτόλεια μπορεί να φανταστεί κάποιος (βλέπε την επίθεση στον Βοτανικό Κήπο), σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, η παραγωγή καταφέρνει να «μακιγιάρει» τη φτώχεια της, όπως στην τελική μάχη στο φάρο ή (ακόμα καλύτερα) στη σεκάνς της διαφυγής από την εκκλησία. Το θρησκευτικής προσέγγισης φινάλε απέχει παρασάγγας από εκείνο του βιβλίου, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Εδώ, τα φυτά ζωντανεύουν και τρώνε κόσμο όπου τον πετύχουν! Αυτό είναι που μετράει.