Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΤΟ ΚΟΛΠΟ (1971)
($)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Υποκόσμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Μπρουκς
- ΚΑΣΤ: Γουόρεν Μπέιτι, Γκόλντι Χον, Γκερτ Φρόμπε, Ρόμπερτ Γουέμπερ, Σκοτ Μπρέιντι, Άρθουρ Μπράους

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η καριέρα του Γουόρεν Μπέιτι βρέθηκε σε ένα μάλλον αναπάντεχο σταυροδρόμι. Η τεράστια εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία του «Μπόνι και Κλάιντ» (1967), με τον ίδιο μάλιστα να καρπώνεται διπλό μερίδιο από το σουξέ του φιλμ (αφού εκτός από πρωταγωνιστής ήταν και παραγωγός του), τον έκανε να είναι πολύ προσεκτικός στις επόμενες κινήσεις του. Τόσο προσεκτικός, που στο τέλος έφτασε να συμπληρώσει ούτε λίγο ούτε πολύ… τριετή αποχή από την κινηματογραφική βιομηχανία! Επανεμφανίστηκε με συμπρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο ρομαντικό δράμα «Το Παιχνίδι του Έρωτα και του Πόθου» (1970), το οποίο σημείωσε παταγώδη αποτυχία, αποσπώντας και αρνητικότατες κριτικές. Το offbeat γουέστερν του Ρόμπερτ Όλτμαν «Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίχτης» (1971) που ακολούθησε, γνώρισε διθυραμβική υποδοχή από τους κριτικούς (ανεξήγητα, αν ρωτάς κι εμένα), το κοινό όμως δεν το υποδέχθηκε με την ίδια θέρμη (για τα «καλλιτεχνικά» μέτρα του, βέβαια, το φιλμ δεν πήγε και εντελώς χάλια στο box-office).
Τούτο «Το Κόλπο», που ήρθε καπάκι την ίδια χρονιά, έμοιαζε να έχει τις τέλειες προϋποθέσεις ώστε να επαναφέρει τον Μπέιτι στον δρόμο της εμπορικής δόξας του «Μπόνι και Κλάιντ». Πρόκειται για ταινία απάτης και εγκλήματος (heist movie, που λέμε και εις την ελληνικήν…), με πρωταγωνιστή έναν άσσο στο «παραμύθι», σύμβουλο ασφαλείας τραπεζών, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τις εκ των έσω γνώσεις των αντικλεπτικών συστημάτων που ο ίδιος εγκαθιστά, έχει βάλει μπρος σχέδιο ώστε να πραγματοποιήσει την τέλεια ληστεία σε υποκατάστημα όπου μόλις έχει ολοκληρώσει τις σχετικές εργασίες. Ένας ρόλος που έμοιαζε κομμένος και ραμμένος για τον Μπέιτι, ο οποίος στο πλευρό του εδώ είχε και την Γκόλντι Χον, όπερ το πιο φρέσκο γυναικείο όνομα του Χόλιγουντ της εποχής εκείνης, με τις δάφνες της κατάκτησης βραβείου Όσκαρ (δεύτερου ρόλου) για την εμφάνιση της στο «Αγκάθι» (1969) να είναι ακόμα νωπές στο κεφάλι της. Η Χον υποδύεται ένα φαινομενικά αφελές call girl που λειτουργεί σαν δεξί χέρι του εγκεφάλου του μεγάλου κόλπου, προσφέροντάς του στο πιάτο το βουτηγμένο στην παρανομία πελατολόγιο της, καθώς και το βρώμικο χρήμα που αυτό διακινεί μέσω τραπεζικών θυρίδων. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο έμπειρος και καλός επαγγελματίας Ρίτσαρντ Μπρουκς, ο οποίος ναι μεν ειδικευόταν στα δράματα, όταν όμως είχε δοκιμάσει και κάτι καθαρά ψυχαγωγικό προ ετών με το γουέστερν «Οι Επαγγελματίες» (1966), είχε περάσει τις εξετάσεις με χαρακτηριστική άνεση. Τα γυρίσματα ανέδυαν έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, μιας και πραγματοποιήθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Αμβούργο (με σκηνές ακόμα και εντός των κακόφημων strip club της Ρίπερμπαν), το αξιοπρόσεκτο jazzy score ανέλαβε ο μεγάλος Κουίνσι Τζόουνς, αλλά η ταινία… πέρασε και δεν ακούμπησε!
Παρακολουθώντας την ξανά τόσα χρόνια μετά, για τις ανάγκες του κειμένου, έβγαλα το συμπέρασμα πως επρόκειτο περί αδικίας. «Το Κόλπο» δεν είναι το καλύτερο heist που έχει γυριστεί στα χρονικά του είδους, όμως στέκει στο πέρασμα του χρόνου σαν ένα έξυπνο και άκρως ψυχαγωγικό φιλμ. Η αλήθεια είναι πως χάνει την ευκαιρία να κάνει την πρώτη καλή εντύπωση, μιας και στο ξεκίνημά του ο Μπρουκς μάλλον παρασύρεται από το weird ψυχεδελικό πνεύμα των early ‘70s. Η εισαγωγή των χαρακτήρων μέσω ύποπτων δοσοληψιών και περίεργων συναντήσεων γίνεται με έναν τρόπο που περισσότερο μπέρδεμα δημιουργεί παρά ίντριγκα, αφήνοντας παράλληλα τον θεατή με απορίες σχετικά με το νόημα των όσων διαδραματίζονται. Από τη στιγμή, όμως, που ο (μικρός) σκόπελος της βραδυφλεγούς αρχής ξεπερνιέται, ο Μπρουκς δείχνει πως έχει τα πάντα υπό έλεγχο, φτιάχνοντας σασπένς και ενίοτε κλειστοφοβική αγωνία (στη σεκάνς της ληστείας, αν μη τι άλλο), με την πλοκή να προχωρά σταθερά σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Το σχέδιο απαλλοτρίωσης των θυρίδων είναι ευρηματικό μέσα στην απλοϊκότητά του, το twist που φέρνει τα πάνω κάτω σερβίρεται με πειθώ, το δε ανελέητο ανθρωποκυνηγητό του τελευταίου μέρους ναι μεν θα ταίριαζε καλύτερα σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων (μιλάμε για χιλιόμετρα τρεξίματος), προσφέρει όμως ένα αληθινά σπάνιο ημίωρο crescendo καταδίωξης με πάσης φύσεως μεταφορικά μέσα. Παρ’ όλα αυτά τα ωραία και γοητευτικά, «Το Κόλπο» παραγνωρίστηκε εντελώς, με τον Μπέιτι να οδηγείται σε εκ νέου… τριετή αποχή από τον κινηματογράφο. Επέστρεψε με την «Υπόθεση Πάραλαξ» (1974) του Άλαν Πάκουλα και για την επόμενη περίπου δεκαετία δεν κοίταξε πίσω. Έπειτα ήρθε το «Ιστάρ» (1987) της Ιλέιν Μέι. Εδώ η κινηματογραφική βιομηχανία σήκωσε χέρια και πόδια ψηλά!