FreeCinema

Follow us
17.0513:00

Κάννες 2024. Παρασκευή 17 Μαΐου. Γκάζια, παραληρήματα και παπιγιόν.


Αν η πρώτη μέρα του 77ου Φεστιβάλ Καννών μας βρήκε κάπως ψαρωμένους, ψάχνοντας τα πατήματά μας, η δεύτερη μας είχε ήδη εμφυσήσει τη φεστιβαλική νοοτροπία και πυξίδα, με αποτέλεσμα όλα να κυλήσουν smoothly.

Τρεις ταινίες επιλέξαμε (ή προλάβαμε, κυριολεκτικά…): το εκτός διαγωνιστικού, αλλά με «βαρύ» όνομα «Furiosa: A Mad Max Saga» του Τζορτζ Μίλερ, την πιο πολυαναμενόμενη ταινία του Φεστιβάλ, το «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, και για κλείσιμο το «Jiu Lóng Chéng Zhài·Wéi Chéng», στο πλαίσιο των Midnight Screenings. Στο τελευταίο, ως προβολή παρουσία συντελεστών στο Auditorium Louis Lumière, υπήρχε dress-code, οπότε έπρεπε να φοράς tuxedo. Ο υποφαινόμενος είχε ξεχάσει το παπιγιόν σπίτι, αλλά πόσο μεγάλο θέμα να ήταν αυτό; Κι όμως, στην είσοδο με ρώτησαν: «Εεε, που είναι το παπιγιόν σας, κύριε;», κι όταν έλαβαν την αρνητική μου απάντηση, απλά… με προμήθευσαν με ένα! (Τέτοιο καλό οι Γάλλοι; Σοκ και δέος!)

Όσο για τα tips επιβίωσης μας, το μόνο σίγουρο είναι πως η μέρα γίνεται πολύ πιο όμορφη (και βουτυράτη) όταν αρχίζει με επίσκεψη σε μια γαλλική boulangerie, παρέα μ’ έναν cappuccino. Εάν, όμως, ρωτάτε για το πιο σπουδαίο στοιχείο αυτής της κινηματογραφικής γιορτής, δεν είναι άλλο από το γεγονός πως σε café, bar ή και στον δρόμο, πιάνεις τυχαίες συζητήσεις με ανθρώπους απ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποκλειστικά για σινεμά!

«Furiosa: A Mad Max Saga»: Δεν αμφιβάλλαμε ποτέ για σένα, Τζορτζ Μίλερ

Ας είμαστε ειλικρινείς. Τα δεδομένα για το νέο φιλμ στο «Mad Max» universe δεν ήταν και τα πιο ενθαρρυντικά. Λίγο το εντελώς διαφορετικό καστ, λίγο το… Άνια Τέιλορ-Τζόι fatigue, λίγο το πόσο epic ήταν το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» (2015), οι προσδοκίες ίσως ήταν… ελαφρώς δυσοίωνες για πολλούς. Τονίζουμε το «για πολλούς», μιας και με τον Τζορτ ζ Μίλερ στο τιμόνι, εμείς δεν αμφιβάλλαμε ποτέ.

Αυτή τη φορά, προφανώς, κεντρικό πρόσωπο είναι η Φιουριόζα, ένα νεαρό κορίτσι που ζει με τους ανθρώπους της σε μια όαση της άγονης γης, όπου τα πάντα βρίσκονται σε αφθονία. Φυσικά, η τοποθεσία κρατείται ως επτασφράγιστο μυστικό και είναι ακριβώς αυτό που προσπαθούν να εκμαιεύσουν οι μετέπειτα απαγωγείς της ηρωίδας, οι οποίοι ανήκουν στη συμμορία του αδίστακτου, αλλά και φιλόδοξου Δρ. Ντεμέντους.

Παρότι η προηγούμενη ταινία ήταν χάρμα οφθαλμών, με σκηνές που έκοβαν την ανάσα (ειδικά για όσους την είδαν στο σινεμά), πολλές ήταν οι φωνές που παραπονέθηκαν για το σενάριο – ή μάλλον για την απουσία αυτού. Σε κάθε περίπτωση, ο Μίλερ εδώ καταφέρνει τη χρυσή τομή μεταξύ υπερθεάματος και ιστορίας, με το χτίσιμο της ζωής της Φιουριόζα να παίρνει άριστα, ενώ φυσικά δεν λείπουν και οι σκηνές υψηλών οκτανίων, με ατέλειωτα γκάζια και τρέλα, αν και κατά τι λιγότερες από το φιλμ του 2015.

Μιλήσαμε πιο πάνω για την κούραση από τις συνεχές εμφανίσεις της Άνια Τέιλορ-Τζόι (σχεδόν σε κάθε ταινία που τη συναντάμε τα τελευταία χρόνια), αλλά η αλήθεια είναι πως εδώ είναι εξαιρετική! Μετρημένη, αλλά σκληρή και badass όπου απαιτείται, σε μία κλιμακούμενη ερμηνεία. Ο Κρις Χέμσγουορθ κάνει μία απλά διεκπεραιωτική δουλειά, με τις κλασικές του χιουμοριστικές εκλάμψεις, με τον ρόλο του Δρ. Ντεμέντους να μοιάζει ως φυσική συνέχεια του τελευταίου Θορ (καρικατούρα, δηλαδή). Τα εύσημα, πάντως, αξίζουν (και) στην ομάδα του casting, που κατάφερε το νεαρό κορίτσι το οποίο ερμηνεύει την ανήλικη Φιουριόζα να είναι… ολόιδιο η Τέιλορ-Τζόι!

«Megalopolis»: Ένα πυρετώδες, παραληρηματικό όνειρο… χωρίς χαλινάρια

Πριν από την πρεμιέρα του για δεκαετίες passion project του Φράνσις Φορντ Κόπολα, σκεφτόμασταν πως αυτή η ταινία ή θα είναι αριστούργημα ή μια τεράστια μαλακία. Αυτό που δεν φανταζόμασταν με τίποτα, όμως, ήταν πως θα είναι και οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί ταυτόχρονα!

Η υπόθεση στην ουσία αποτελεί μία παραβολή της τωρινής Νέας Υόρκης, με στοιχεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Καίσαρας Καταλίνα του Άνταμ Ντράιβερ είναι μία ιδιοφυία που, χάρη στην ανακάλυψη του Μέγκαλον (ενός εκπληκτικού, παντοδύναμου νέου στοιχείου που επιτρέπει κάθε είδους κατασκευή, από κτήρια μέχρι ανθρώπινο ιστό), ονειρεύεται τη δημιουργία της ουτοπικής Megalopolis. Στο πλάι του βρίσκεται η Τζούλια της Νάταλι Εμάνιουελ, που τον θαυμάζει, κόντρα στις ευχές του πατέρα της, Δημάρχου Κικέρωνα (που ερμηνεύει ο Τζιανκάρλο Εσποζίτο). Μέσα στο παιχνίδι έχουμε και τον κροίσο, ιδιοκτήτη τράπεζας, Χάμιλτον Κράσους ΙΙΙ (Γιον Βόιτ), αλλά και τη νέα γυναίκα του, Wow Platinum (Όμπρεϊ Πλάζα), μια femme fatale που έχει κουραστεί να είναι trophy wife και σχεδιάζει να πάρει τον έλεγχο της τράπεζας του συζύγου της.

Καταλάβατε τίποτα; Αυτό είναι το vibe του «Megalopolis», που ξεκινά με την πρώτη ώρα να μοιάζει με παραληρηματική συρραφή σεκάνς από όνειρα που είδε ο Κόπολα αφότου «ήπιε» καμιά δεκαριά τσιγάρα, κάποια εξωπραγματικά σκηνικά, αλλά και πολύ (πολύ!) CGI. Στο δεύτερο μισό, τα πάντα δείχνουν να ομαλοποιούνται, αλλά… είναι η ταινία που το κάνει ή απλά εμείς συνηθίσαμε σε ότι τρελό παρακολουθούσαμε ως εκείνη την ώρα;

Το point του Κόπολα είναι πως οι αυτοκρατορίες πέφτουν. Όσο πιο παντοδύναμες, με τόσο μεγαλύτερο κρότο. Θα μπορούσαν να είναι οι ΗΠΑ η νέα Ρώμη, μ’ ένα downfall που έχει ήδη ξεκινήσει; Σίγουρα είναι κάτι που πιστεύει ο σκηνοθέτης, ο οποίος διανθίζει την ταινία με αμέτρητες αναφορές στο πολιτικό γίγνεσθαι, την κατάπτωση της δημοσιογραφίας, τις κατασκευασμένες ειδήσεις και τους απανταχού διάττοντες αστέρες. Όλα δοσμένα υπό ένα «νουαρικό» πρίσμα και με διάσπαρτες, γενναίες δόσεις χιούμορ, που κάποιες φορές απογειώνουν το έργο (πιο χαρακτηριστική η σκηνή Βόιτ με το τόξο).

Είναι μια σπουδαία ταινία; Ναι. Είναι μια τεράστια φλόμπα; Επίσης… ναι! Αυτό είναι και το μαγικό στοιχείο ενός τύπου που κάνει σινεμά (με κεφαλαία γράμματα), σ’ ένα πιθανότατα κύκνειο άσμα, χωρίς να τον νοιάζει απολύτως τίποτα, αφήνοντας το όραμά του αχαλίνωτο. Σίγουρα, πάντως, δεν τον ενδιαφέρει η εμπορική επιτυχία της, μιας και είναι μάλλον αδιανόητο να καταφέρει να φέρει πίσω τα 120.000.000 δολάρια που κόστισε.

«Jiu Lóng Chéng Zhài·Wéi Chéng»: H επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στις action ρίζες του

Από τις αγαπημένες μου κινηματογραφικές περιόδους είναι τα ‘80s και τα ‘90s, με το σινεμά του Χονγκ Κονγκ και σκηνοθέτες (όπως ο Τζον Γου) οι οποίοι άφησαν τεράστια παρακαταθήκη στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο Σόι Τσεάνγκ έρχεται να μας θυμίσει κάτι από τα παλιά με το «Jiu Lóng Chéng Zhài·Wéi Chéng», το οποίο έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τον Τσαν Λοκ Κουάν, έναν μετανάστη που προσπαθώντας ν’ αποκτήσει παράνομο διαβατήριο, βρίσκεται στην περιτειχισμένη πόλη της Καουλούν, που διοικείται από τον Σάικλον, έναν από τους πλέον παντοδύναμους αρχηγούς των Τριάδων.

Απίστευτα χορογραφημένο ξύλο που κόβει την ανάσα, αλλά και μία πραγματικά δομημένη ιστορία χρήματος, εγκλήματος και παντοδύναμων οικογενειών, το φιλμ του Τσεάνγκ είναι μια vintage, απόλυτα ταιριαστή επιλογή για μεταμεσονύκτιο σινεμά. Ευχή μας, να επιστρέψει το action σίνεμα του Χονγκ Κονγκ στο προσκήνιο. Μας έλειψε!