FreeCinema

Follow us

ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΓΙΑ… «ΟΣΟ ΚΡΑΤΑ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ».


Μπορεί η επαναλειτουργία των θερινών κινηματογράφων να αχνοφαίνεται στο βάθος, αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, η διανομή υποχρεώνεται ν’ ακολουθεί τη «μόδα» του streaming και του VoD. Το «Όσο Κρατά ο Πόλεμος» σηματοδοτεί την επιστροφή του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ σε ισπανικά εδάφη, για πρώτη φορά έπειτα από το βραβευμένο με Όσκαρ καλύτερου ξενόγλωσσου φιλμ «Η Θάλασσα Μέσα μου» (2004).

Πρόκειται για την τρίτη απόπειρα (έχουν προηγηθεί τα «Lara» και «Το Ταξίδι της Φάλαινας») της εταιρείας StraDa, να διανέμει κινηματογραφικούς τίτλους που δεν πρόλαβαν να περάσουν από τις αίθουσες, μέσω της νέας υπηρεσίας του e-Cinema που προσφέρει από την iPLATFORMA της. Η χρέωση για την «ενοικίαση» του φιλμ είναι 5,50 ευρώ και ο θεατής / αγοραστής του virtual e-ticket θα μπορεί να το παρακολουθήσει εντός ενός time frame 48 ωρών. Η πλατφόρμα της εταιρείας έχει εμπλουτιστεί και με library art-house τίτλους που μπορεί να δει κανείς από το σπίτι (με τιμή «ενοικίασης» γύρω στα 2 ευρώ – για την περίοδο μιας εβδομάδας – αλλά και δυνατότητα αγοράς για μόνιμο streaming viewing ή και download του ψηφιακού αρχείου).

Αν με την προηγούμενη ταινία του, το θρίλερ μυστηρίου «Σκοτεινή Ανάμνηση» (2015), ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ επιχειρούσε την (ανεπιτυχή) επιστροφή σε φόρμα μέσω του είδους στο οποίο διέπρεψε, με τούτο το «Όσο Κρατά ο Πόλεμος» (πρωτότυπος τίτλος «Mientras Dure la Guerra»), μοιάζει να την αναζητά μέσω της «ασφάλειας» της κινηματογραφικής επιστροφής στο σπίτι. Οι απαρχές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, η άνοδος του Φράνκο στη στρατιωτική ηγεσία και η «σχέση» του με τον εκ των μεγαλύτερων Ισπανών συγγραφέων Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, στέκουν ως ένα πλήρως αβανταδόρικο πλαίσιο για το ζητούμενο. Πλην όμως, ο Αμενάμπαρ παρά τη σοβαρότητα των προθέσεών του, συνεπικουρούμενων από μια αψεγάδιαστη ποιότητα παραγωγής, δείχνει για ακόμη μια φορά πως οι καλές του μέρες βρίσκονται… αρκετά χρόνια πίσω. Το φιλόδοξο εγχείρημά του πέφτει θύμα μιας αμφιλεγόμενης προσέγγισης ίσων αποστάσεων, η οποία μεγεθύνεται τόσο από τη στείρα σεναριακή έμπνευση, όσο και από τη γνώση (πια) των όσων ακολούθησαν εκείνης της εμφυλιοπολεμικής περιόδου.

Κινούμενο σε δύο βασικούς άξονες, το φιλμ αρχικά συστήνει τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα, Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (Κάρα Ελεχάλδε). Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1936 και ο Εμφύλιος μόλις έχει ξεκινήσει, με τον βασκικής καταγωγής και αριστερών (κάποτε) πεποιθήσεων συγγραφέα και φιλόσοφο, όχι απλά ν’ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε Εθνικιστές και Δημοκρατικούς, αλλά να έχει πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ των πρώτων, δηλώνοντας απογοητευμένος από τις ρεβανσιστικές ακρότητες της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τη θεωρία που έχει αναπτύξει, το εθνικιστικό μέτωπο δύναται να επιβάλει στη χώρα μια κάποια τάξη, διορθώνοντας την επικρατούσα «αναρχία». Την ίδια ώρα, ο εμπνευστής και διοικητής της Ισπανικής Λεγεώνας, Μιγιάν Αστράι (Εντουάρντ Φερνάντεθ), αβαντάρει τον υποβιβασμένο από τη στρατιωτική ηγεσία στην «εξορία» της Βόρειας Αφρικής, Φρανθίσκο Φράνκο (Σάντι Πρέγο), ώστε να ηγηθεί του πραξικοπήματος των Εθνικιστών, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον πλέον κατάλληλο για να φέρει εις πέρας τη «δουλειά». Η (με καθυστέρηση) συνειδητοποίηση από πλευράς Ουναμούνο, του τι ακριβώς πρεσβεύει το καθεστώς που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει ο Φράνκο, τον οδηγεί στην αποκήρυξή του, μέσω της περίφημης λεκτικής σύγκρουσης με τον Αστράι, από το βήμα μάλιστα του αμφιθεάτρου του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα.

Κατά πάσα βεβαιότητα, η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί για το ισπανικό κοινό ένα σημαντικότατο και πασίγνωστο κεφάλαιο της Ιστορίας του ντόπιου Εμφυλίου, για τους υπόλοιπους, όμως, περισσότερο με υποσημείωση μοιάζει. Ο Αμενάμπαρ δε δείχνει να συμμερίζεται κάτι τέτοιο, θεωρώντας πως άπαντες είναι άριστοι γνώστες των συγκεκριμένων συμβάντων, βομβαρδίζοντας με πρόσωπα και γεγονότα, σε σημείο να χρειάζεται αρκετή ώρα ώστε να ξεκαθαρίσουν ταυτότητες και προθέσεις στο μυαλό του θεατή. Όταν το στόρι αποσαφηνίζεται, τότε ατυχώς γίνεται διακριτή η αδυναμία ενδελεχούς σκιαγράφησης της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Ουναμούνο, με το πορτρέτο του να περιορίζεται στα άκρως τυπικά κι απαραίτητα. Ο εναγκαλισμός του με τον εθνικισμό, μαζί με την άρνησή του ν’ αποδεχτεί τα όσα εγκληματικά καταμαρτυρούνται στους ακολούθους του Φράνκο, τον κάνουν να μοιάζει με ανόητο και αφελή γεράκο, με το μόνο που του έχει απομείνει είναι να μετέρχεται αλμάτων λογικής ώστε να αιτιολογήσει τη δεδομένη πορεία που έχει χαράξει, παρά τις συνεχείς νουθεσίες από τον οικογενειακό και φιλικό του περίγυρο για τη λανθασμένη πορεία που ακολουθεί.

Σε ότι αφορά το δεύτερο «μέτωπο» του φιλμ, ο Φράνκο παρουσιάζεται ως ένα άβουλο ανθρωπάκι που μόνο άπαξ της ανάληψης της στρατιωτικής ηγεσίας αποκτά την απαιτούμενη δυναμική. Βέβαια, όπως το σενάριο προστάζει, δεν είναι ο Χενεραλίσιμο που στέκει ως το αντίπαλο ιδεολογικό δέος στις αμφιταλαντεύσεις του Ουναμούνο, αλλά ο Αστράι, μιας και αυτός έμελλε να είναι ο πρωταγωνιστής του «επεισοδίου» το οποίο λειτουργεί ως κατακλείδα της ταινίας (αλλά και ύστατης πολιτιστικής παρακαταθήκης του Ουναμούνο). Στο πρόσωπο του μονόφθαλμου και μονόχειρα Αστράι, αντικατοπτρίζονται οι δήθεν συμπονετικές, άναρθρες όμως φασιστικές κραυγές, που υπό τις κατάλληλες συνθήκες (και όπως η Ιστορία έχει διδάξει, δυστυχώς) δύνανται να ξεγελάσουν τα ευήκοα μη σκεπτόμενα ώτα.

Μέχρι τη στιγμή που ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο θα αντιληφθεί πλήρως πως η σιωπή είναι συνενοχή και πως οι διανοούμενοι οφείλουν έγκαιρα να μιλούν δυνατά και καθαρά, θα δει φίλους και γνωστούς να «εξαφανίζονται» δίχως ο ίδιος να δείχνει ιδιαίτερη διάθεση εμπλοκής, θα αναπολεί το παρελθόν μέσω οραμάτων της μακαρίτισσας συζύγου του (σε ένα άκρως γλυκανάλατο εύρημα), συνδυάζοντας ως χαρακτήρας μία κακώς εννοούμενη αθωότητα μαζί με υπεροπτική αλαζονεία, αν και η στεντόρεια φωνή που εν τέλει υψώνει λειτουργεί εν μέρει καθαρτικά για τον ίδιο. Με όλα αυτά υπόψη, το συνολικό αποτέλεσμα κρίνεται ανεπαρκές ως ιστορικό δράμα, καταλήγοντας περισσότερο να ενδιαφέρεται για τις σύγχρονες αναγωγές που η συγκεκριμένη υπόθεση κρύβει, μακριά ασφαλώς από την υπέροχη αλληγορία ενός «Λαβύρινθου του Πάνα» (2006). Ο «δυτικός χριστιανικός πολιτισμός», ο οποίος ξεσηκώνεται ως έννοια από κείμενο του Ισπανού συγγραφέα για να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός από τους Εθνικιστές, σε κάτι σχετικό θαρρώ παραπέμπει, καθώς και ο περί «ανάγκης θανάτου των διανοούμενων» λόγος του σενιόρ Αστράι. Θα κερδίσετε αλλά δεν θα πείσετε, ανταπαντά ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Μην έχοντας διάθεση να πάρει κάποιο μεγάλο ρίσκο, παρά το καυτό θέμα που πραγματεύεται, και με μοναδικό σχεδόν μέλημα την ανάδειξη ενός άγνωστου στους πολλούς γεγονότος, ούτε το «Όσο Κρατά ο Πόλεμος» πείθει και τόσο.