FreeCinema

Follow us

«Lara»: Η ήττα γράφεται και με… νότες.


Η κινηματογραφική διανομή υποχρεώνεται ν’ ακολουθήσει τη μόδα του streaming και του VoD μέχρις ότου μας επιτραπεί να ζήσουμε ξανά κανονικά εκεί έξω. Η «Lara» του Γερμανού Γιαν-Όλε Γκέρστερ είναι ακόμη ένας τίτλος που κάνει κατ’ οίκον πρεμιέρα στη χώρα μας, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στο κοινό να υποστηρίξει και επιλεγμένα σινεμά!

Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα της εταιρείας StraDa, να διανέμει κινηματογραφικό τίτλο που δεν πρόλαβε να περάσει από τις αίθουσες, μέσω της νέας υπηρεσίας του e-Cinema που προσφέρει από την iPLATFORMA της. Επιπλέον ιδιαιτερότητα της πρότασης της εταιρείας, η (υπο)στήριξη συνεργαζόμενων σινεμά που εμφανίζονται σαν να παίζουν αυτές τις νέες ταινίες, με έναρξη από σήμερα και την online πρεμιέρα της «Lara» του Γιαν-Όλε Γκέρστερ. Η χρέωση για την «ενοικίαση» του φιλμ είναι 4,95 ευρώ και ο θεατής / αγοραστής του virtual e-ticket θα μπορεί να το παρακολουθήσει εντός ενός time frame 48 ωρών. Η πλατφόρμα της εταιρείας έχει εμπλουτιστεί και με library art-house τίτλους που μπορεί να δει κανείς από το σπίτι (με τιμή «ενοικίασης» γύρω στα 2 ευρώ – για την περίοδο μιας εβδομάδας – αλλά και δυνατότητα αγοράς για μόνιμο streaming viewing ή και download του ψηφιακού αρχείου).

Η «Lara» ξεκινά με την ομώνυμη ηρωίδα να ξυπνά στο διαμέρισμά της, ν’ ανοίγει ένα παράθυρο, να κοιτάζει τη θέα από ψηλά, να μεταφέρει μία καρέκλα μπροστά της, ν’ ανεβαίνει επάνω και… να ετοιμάζεται να πηδήξει στο κενό! Το χτύπημα του κουδουνιού θα της χαλάσει τα σχέδια. Είναι τα εξηκοστά της γενέθλια, αλλά κανείς δεν το γνωρίζει ή το θυμάται γύρω της. Δύο ένστολοι της ζητούν να παραστεί ως μάρτυρας σε ένα παρακείμενο διαμέρισμα, στο οποίο κάνουν έλεγχο για ναρκωτικά…

Ο Γκέρστερ δεν μας δίνει απλόχερα τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τον χαρακτήρα της Λάρα. Ήταν κοινωνική λειτουργός, μάλλον πήρε σύνταξη, στη δουλειά της όλοι έδειχναν να τη σέβονται, αλλά στην πραγματικότητα προκαλούσε από αντιπάθεια έως και βαθύ μίσος. Η Λάρα τηλεφωνεί διαρκώς στο γιό της και του αφήνει μηνύματα, ελπίζοντας να την καλέσει κι εκείνος. Χωρίς να περιμένει απαραίτητα ένα «χρόνια πολλά». Βγαίνει έξω, «σηκώνει» όλα της τα χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό της, αγοράζει (και φοράει επιτόπου) ένα καινούργιο, κάπως πιο «τολμηρό» επάνω στη σιλουέτα της φόρεμα, παίρνει τα τελευταία είκοσι εισιτήρια που είχαν μείνει για το μεγαλύτερο κονσέρτο της μέχρι τώρα καριέρας του γιού της, το οποίο τυγχάνει να συμπίπτει με τα γενέθλιά της. Κυκλοφορεί στην πόλη δίχως σκοπό, μοιράζει τα εισιτήρια σε γνωστούς με τους οποίους δεν έχει κοινωνικές σχέσεις, μέχρι και σε αγνώστους που πετυχαίνει εκεί έξω. Και καπνίζει ασταμάτητα.

Όπως και στο «Oh Boy» (2012), ο Γκέρστερ παρακολουθεί το 24ωρο του πρωταγωνιστή του, επιχειρώντας να τον σκιαγραφήσει και να τον απελευθερώσει από κάποιο προσωπικό του αδιέξοδο. Εδώ το πράγμα γίνεται με πιο δραματικούς κανόνες «ωρίμανσης», που όμως δεν υποστηρίζονται από ένα ξεκάθαρο σε προθέσεις σενάριο, με μία ανάπτυξη η οποία θα μπορούσε να κρύβει (και) λυτρωτικές αποκαλύψεις. Η Λάρα είναι ένας πραγματικά φρικτός άνθρωπος, χωρίς φίλους, χωρισμένη, σε «διάσταση» ακόμη και με το δικό της παιδί, που έγινε βιρτουόζος στο πιάνο μάλλον επειδή εκείνη απέτυχε σε αυτό. Το ότι παράτησε μία τέτοια καριέρα προ πολλού δείχνει να είναι το μαράζι ζωής που την κάνει να «αυτομαστιγώνεται» και να κρίνει με περίσσια αυστηρότητα το μέλλον του νεαρού Βίκτωρ, που ονειρεύεται να γίνει και πετυχημένος συνθέτης, αν ποτέ επιζήσει της… κριτικής της Λάρα!

Το φιλμ παρακολουθεί τις συναντήσεις που έχει η Λάρα με άλλους ανθρώπους, μέχρι να νυχτώσει και να πάει στο κονσέρτο του γιού της, όπου το φθονερό της ξέσπασμα θα αμφισβητήσει ακόμη περισσότερο τη ματιά μας προς το μέρος της. Η σχέση μητέρας και γιού θυμίζει κάπου την άγρια κόντρα των κεντρικών ηρώων του «Toni Erdmann» (2016), όμως ο Γκέρστερ δεν έχει στα χέρια του ένα τόσο δυνατό σενάριο και, δυστυχώς, ούτε και μία καθοριστικής σημασίας κορύφωση που θα έχτιζε «γέφυρες» ή θα έστελνε στο διάολο μητέρα και γιό. Ο σκηνοθέτης σχεδόν σηκώνει τα χέρια ψηλά μπροστά στα αδιέξοδά τους, με υπερβολική σοβαροφάνεια, μάλιστα. Λείπει και μία δόση σαρκασμού, ένας αέρας χιουμοριστικός, που θα «έσπαγε» κάπου την ανώφελη κατάθλιψη της Λάρα, η οποία ζει μόνιμα σε ένα μοναχικό σύμπαν υπεροψίας, σιγοτρώγοντας την ίδια της τη σάρκα.

Η «Lara» έχει κάποιο ενδιαφέρον σαν σπουδή επάνω σε εσωτερικά ανθρώπινα τραύματα χαρακτήρα και η Κορίνα Χάρφουκ πατάει γερά στα τακούνια της, πλάθοντας με σατανικά ήπιους τόνους μια γυναίκα που διχάζει τα συναισθήματα του θεατή, ζητώντας του ολόψυχα τον οίκτο και την κατανόηση, ενώ την ίδια στιγμή εκείνος θα ήθελε… να την πλακώσει στις σφαλιάρες! Χωρίς να είναι μία πραγματικά σπουδαία ερμηνεία, σου γραπώνει ύπουλα την προσοχή και μετά τα end credits νιώθεις την εκτίμηση προς τη δουλειά της. Μακάρι να την πήγαινε και κάπου πιο ουσιαστικά η γραφή του ρόλου της…