ΘΑΥΜΑ: ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ (2023)
(WHITE BIRD)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Φόρστερ
- ΚΑΣΤ: Αριέλα Γκλέιζερ, Ορλάντο Σβερντ, Τζο Στόουν-Φιούινγκς, Μπράις Γκέισαρ, Γκίλιαν Άντερσον, Έλεν Μίρεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, μικρή Εβραία βρίσκει καταφύγιο σωτηρίας στο σπίτι άρρωστου από πολιομυελίτιδα συμμαθητή της, με τον οποίο αναπτύσσει ονειρικούς δεσμούς φιλίας. Χωρούν στον πόλεμο… θαύματα, όμως;
Είναι κατανοητό για μια εμπορικά επιτυχημένη ταινία να γνωρίζει όλων των ειδών τα sequel και τα spin-off. Με τούτο το «Λευκό Πουλί», όμως, οι παραγωγοί μοιάζουν λες και προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι. Ναι μεν το φιλμ βασίζεται στο φερώνυμο graphic novel του συγγραφέα Ρ.Τζ. Παλάσιο, το οποίο με τη σειρά του εντάσσεται στο «σύμπαν» του bestseller «Θαύμα» (η κινηματογραφική μεταφορά του πρωτότυπου βιβλίου διανεμήθηκε στις αίθουσες το 2017), εν τούτοις, η σχέση ανάμεσά τους είναι τόσο ανεπαίσθητη, που καταλήγει αόρατη. Εν ολίγοις, όποιος ετοιμαστεί για κάποιο κλασικής μορφής οικογενειακό δράμα του αμερικανικού σινεμά με… τετράποδα και ανάπηρα παιδάκια (στα πρότυπα του «original»), τότε θα βρεθεί προ συγκλονιστικού απροόπτου (αν και η δεύτερη προαναφερθείσα συνθήκη ισχύει και σε τούτο!).
Ο σύνδεσμος του «Λευκού Πουλιού» με το «Θαύμα» προκύπτει (αρχικά, τουλάχιστον) μέσω του Τζούλιαν, του νταή συμμαθητή του παραμορφωμένου Όγκι, ο οποίος εκδιωγμένος (πια) από το σχολείο του εξαιτίας της συμπεριφοράς του, προσπαθεί να βρει τα πατήματά του σε νέο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Η άφιξη της Γαλλίδας γιαγιάς του στη Νέα Υόρκη, με αφορμή ρετροσπεκτίβα του ζωγραφικού της έργου, η οποία οργανώνεται σε μουσείο του Μανχάταν, αφενός κόβει από πολύ νωρίς κάθε δεσμούς με το στόρι του «Θαύματος», αφετέρου εξελίσσεται σ’ ένα μάλλον αναπάντεχο μάθημα ανθρωπιάς και καλοσύνης, σκοπός του οποίου είναι η επαναφορά του Τζούλιαν στον ίσιο δρόμο. Αν, βέβαια, δεν θυμάσαι τίποτα για το παρελθόν του ενοχλητικού εγγονού από τα προηγούμενα (όχι και άδικα, εδώ που τα λέμε), τότε δεν πρόκειται να καταλάβεις τον λόγο για τον οποίο χρειάζεται κατήχηση, αφού αυτός εμφανίζεται ως ένας μάλλον μελαγχολικός και αποξενωμένος έφηβος, που έχει αποτινάξει κάθε διάθεση για bullying και φασαρίες.
Η διήγηση της γιαγιάς Σαρά μεταφέρει τη δράση στη Γαλλία του 1942, στήνοντας σταδιακά ένα σύνηθες καταστασιακό ταινίας Ολοκαυτώματος, με την οικογένεια των Εβραίων που σιγά-σιγά αρχίζει ν’ ανησυχεί για τα όσα μαθαίνει πως συμβαίνουν τριγύρω της, τους ηρωικούς αντιστασιακούς Γάλλους, τους αλαζόνες δωσίλογους συμπατριώτες τους και τους Ναζί κατακτητές, οι οποίοι καταφθάνουν στο μικρό χωριό των Άλπεων με σκοπό να στείλουν όλους τους Εβραίους (ανεξαρτήτως ηλικίας και εθνικότητας) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τη στιγμή που η μικρή Σαρά καταφέρνει να ξεφύγει του ναζιστικού παιδομαζώματος, βρίσκοντας ασφάλεια στον αχυρώνα του σπιτιού του συμμαθητή της Ζιλιέν (του οποίου η αναπηρία – και η κοροϊδία που εισπράττει γι’ αυτήν – μάλλον λειτουργεί ως άτυπη, έτερη σύνδεση με το «Θαύμα»), το φιλμ παίρνει έναν δρόμο που θυμίζει «Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» στο λιγότερο ζοφερό του – και (ευτυχώς) ουχί στο γλυκανάλατό του.
Σε ένα «trick» απομάκρυνσης από το τυπικό κλίμα των ταινιών του είδους, ο Μαρκ Φόρστερ εμπλουτίζει το λανθάνον νεανικό ρομάντζο της ταινίας του με σκηνές ονειρικής παιδικής φαντασίας, που δίνουν στα τεκταινόμενα έναν αέρα παραμυθιού. Βγάζουν μια γλυκύτητα τα ταξίδια του μυαλού της Σαρά και του Ζιλιάν στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, λειτουργώντας ως μαγικό εισιτήριο αθώας φυγής σ’ έναν άπιαστο κόσμο ευτυχίας. Ατυχώς, η προσγείωση στην πραγματικότητα γίνεται με τον τρόπο που ο καθένας μπορεί να φανταστεί και ο οποίος έχει εμπεδωθεί πλήρως από τα δεκάδες φιλμ που έχουν κατά καιρούς γυριστεί γύρω από τις μαύρες σελίδες του Ολοκαυτώματος. Συν τοις άλλοις, από ένα σημείο κι έπειτα διαφαίνεται μια προσπάθεια ώστε η συναισθηματική ιστορία διάπλασης χαρακτήρα εν καιρώ πολέμου να μετεξελιχθεί σε πανανθρώπινο και διαχρονικό μήνυμα ελπίδας και ειρήνης, δίνοντας στην ταινία μια βαρύγδουπη διάσταση αφελούς ευχολογίου, «τρακάροντας» άσχημα με τα όσα τραγικά γίνονται γύρω μας σήμερα… από την ανάποδη. Ως προς τα λοιπά, το «Λευκό Πουλί» ελάχιστα διαφέρει από τα ανάλογης λογικής πρόσφατα εγχειρήματα της «Κλέφτρας των Βιβλίων» (2013) ή του «Δρόμου της Διαφυγής» (2017).