WALL-E (2008)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντριου Στάντον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Σε ένα κοντινό, σχεδόν ανθρώπινο μέλλον, ένα robot – σκουπιδιάρης ανακαλύπτει το νόημα της αγάπης, τη σημασία της φωτοσύνθεσης και μερικούς ακόμη λόγους για να επιστρέψουν οι γήινοι στην πατρίδα τους.
Νοσταλγικότητα και κυνισμός παντρεύονται ιδανικά με το που θα δεις τα opening credits του «WALL-E». Από το βλέμμα στους ουρανούς, το όραμα της αισιοδοξίας για το αύριο και την γλυκερή μελωδία του «Put on Your Sunday Clothes», προσγειωνόμαστε απότομα στα 2815 και έναν πλανήτη Γη ερειπωμένο, τον οποίο συνοδεύει ηχητικά μία βεβαρημένα απαισιόδοξη σύνθεση του Τόμας Νιούμαν. Οι συστάσεις της πλοκής γίνονται άμεσα προφανείς στους ενήλικες θεατές. Ένα μονοπωλιακό trust, που κάποτε έφτασε να κυβερνά την Αμερική κυριολεκτικά, μετέτρεψε μαζί με τους αδηφάγους πολίτες αυτού του κόσμου κάθε έκταση σε μία γιγάντια χωματερή, αφανίζοντας ολοκληρωτικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τη φύση. Μια διαστημική κιβωτός του… ανθρώπινου είδους αποδρά προς το συμπαντικό άγνωστο, με την ελπίδα της επιστροφής μονάχα όταν θα υπάρξουν ενδείξεις πως η μάνα Γη μπορεί να «γονιμοποιήσει» και πάλι. Ακολουθεί η γνωριμία μας με το ρομποτάκι WALL-E, έναν δουλευταρά απόγονο του Number 5 από το «Short Circuit» (1986), που «ζει» για να χτίζει παλάτια από… trash και να ονειρεύεται τα με σάρκα και οστά αφεντικά του μέσω μιας βιντεοκασέτας του «Hello Dolly!» (1969), από την οποία εμπνέεται το ανθρώπινο συναίσθημα, τη συντροφικότητα και το ερωτικό κάλεσμα δια της… χειραψίας!
Η εμφάνιση ενός θηλυκού robot, που ήρθε από το διάστημα με «μυστική» αποστολή, θα κάνει τον Λούι Άρμστρονγκ να άδει «La Vie En Rose» και τον WALL-E να σχεδιάζει καρδούλες ή να ονειρεύεται έναν βίο α λα μιούζικαλ. Βρισκόμαστε στο πρώτο ημίωρο του φιλμ, διάλογοι δεν υφίστανται, το μαγικό χέρι των ανθρώπων της Pixar σολάρει καλλιτεχνικά με μια δουλειά που ανταγωνίζεται σε εντυπωσιασμό το live action, αλλά, πάνω απ’ όλα, η καρδιά του θεατή σκιρτά κανονικότατα γι’ αυτά τα δύο robots που κάπως άγαρμπα ή απρογραμμάτιστα αναζητούν να μάθουν τι θα πει… ανθρώπινη αγάπη. Κι αυτή είναι μόλις μια από τις πλευρές της ταινίας του Άντριου Στάντον – προφανώς η καλύτερη, σε βαθμό να δακρύζεις με στοργή γι’ αυτά τα ανορθόδοξα ερωτευμένα «πλάσματα». Σε δεύτερο ρόλο, το «WALL-E» είναι ένα στερεοτυπικό έπος του φανταστικού, με μπουρλέσκο χιούμορ, αναμνήσεις από την ευρηματικότητα του Κίτον ή του Τσάπλιν και αναφορές από το είδος που αγγίζουν μέχρι και τον HAL του «2001» (1968). Στο τρίτο επίπεδο, το αναγκαίο κακό μιας animated ταινίας μας υπενθυμίζει πως η διδαχή είναι το μεγάλο κίνητρο, εδώ με οικολογικά μηνύματα ελαφρώς αναμασημένα (για να διαπιστώσετε την… μη παρθενογένεση, αναζητήσατε το «Idiocracy» που γύρισε ο Μάικ Τζατζ το 2006), τα οποία, μοιραία, φρενάρουν την ερωτική ιστορία και προσγειώνουν τις προσδοκίες για κάτι πραγματικά αριστουργηματικό, όπως εκείνος ο περσινός ποντικός – chef… Παρά την πικρία για την εξέλιξη του story, όμως, η κριτική που ασκεί το φιλμ πάνω στον καταναλωτισμό του μέσου Αμερικανού, την παχυσαρκία, έως και την αγραμματοσύνη τους, δίνει ενίοτε και διαστάσεις πολιτικά σκεπτόμενου έργου! Και εξακολουθούμε να μιλάμε για ψηφιακό animation…
Τι έχεις κερδίσει, τελικά, εγκαταλείποντας τον WALL-E στον μαγικό κόσμο της μεγάλης οθόνης; Μία από τις ομορφότερες ερωτικές ιστορίες που έχει πλάσει το σινεμά στην μέχρι σήμερα ιστορία του, έναν απίστευτο εθισμό προς τον κεντρικό χαρακτήρα που μπορεί να οδηγήσει σε καταναλωτικές παρεκτροπές, το στοίχημα για το Όσκαρ καλύτερου φιλμ κινουμένων σχεδίων του 2009 και εκείνη την παράξενη ανακούφιση που σου φέρνουν τα δάκρυα χαράς, είτε κυλήσουν είτε όχι. Στοιχεία που κάνουν μία ταινία κλασική. Απλά.