Ο ΒΑΛΕΡΙΑΝ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΠΛΑΝΗΤΕΣ (2017)
(VALERIAN AND THE CITY OF A THOUSAND PLANETS)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λικ Μπεσόν
- ΚΑΣΤ: Ντέιν ΝτεΧάαν, Κάρα Ντελεβίν, Κλάιβ Όουεν, Χέρμπι Χάνκοκ, Ριάνα, Ίθαν Χοκ, Σαμ Σπρούελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στο σύμπαν του 28ου αιώνα, οι ειδικοί διαγαλαξιακοί πράκτορες Βαλέριαν και Λόρελαϊν αναλαμβάνουν να ανακαλύψουν και να εξολοθρεύσουν τη σκοτεινή δύναμη που απειλεί με αφανισμό τη μητρόπολη Άλφα, καταφύγιο χιλιάδων διαφορετικών ειδών ζωής από όλα τα μήκη και τα πλάτη του σύμπαντος.
Με ένα budget της τάξης των 180.000.000 δολαρίων, η τελευταία ταινία του Λικ Μπεσόν μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο φιλόδοξη παραγωγή escapism από την εποχή του «Avatar» (2009). Βασισμένη σε ένα graphic novel που πρωτοεκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και του οποίου ο δεκάχρονος τότε Μπεσόν ήταν φανατικός αναγνώστης, ετούτη η περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας που έρχεται είκοσι χρόνια μετά την προηγούμενη ανάλογη προσπάθειά του με «Το Πέμπτο Στοιχείο» (η «Lucy» του 2014 περισσότερο προς την περιπέτεια δράσης φέρνει, παρά τα αναμφίβολα στοιχεία φαντασίας που εμπεριέχει), αποτελούσε όνειρο ζωής για τον σκηνοθέτη. Συχνά, όμως, τα όνειρα δεν εκπληρώνονται με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο (λέγε με και «Σιωπή» του Σκορσέζε, για να μείνουμε στα πολύ πρόσφατα) κάτι που δυστυχώς επιβεβαιώνεται εδώ.
Ο Μπεσόν αξίζει επαίνους για την προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μελλοντικό σύμπαν, κατοικημένο από κάθε μορφής παράξενα όντα που θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί. Από ιριδίζοντα κεφαλόποδα που αλλάζουν σχήμα, μέχρι πολύχρωμα αρμαντίλο με… εκρηκτικές ικανότητες, ο γαλαξιακός κόσμος που φαντάζεται και παρουσιάζει είναι ένα πολύχρωμο ιδιοφυές πλαίσιο, στον καμβά του οποίου έχει ζωγραφίσει με φαντασμαγορική λεπτομέρεια έναν μακρινό κόσμο, στον οποίο μπορούν να συνυπάρχουν οι τυρκουάζ θάλασσες που θυμίζουν Καραϊβική με τα σκοτεινά ύποπτα καταγώγια όπου ο απροσδιόριστος κίνδυνος παραμονεύει. Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν επαρκώς το φανερά προβληματικό σενάριο, η φλυαρία και το χάος του οποίου το κάνουν (αρχικά) δύσκολο στην παρακολούθηση, με τη δυσκολία να δίνει σχετικά γρήγορα τη θέση της στην αδιαφορία για τα τεκταινόμενα.
Το ουμανιστικό ξεκίνημα υπό τους ήχους του «Space Oddity» δεν διεκδικεί κάποιο βραβείο πρωτοτυπίας ως προς τη μουσική υπόκρουση, αφού το αριστούργημα του Ντέιβιντ Μπόουι είναι ίσως το πρώτο τραγούδι που έρχεται στον νου με το άκουσμα της λέξης διάστημα, παρουσιάζει όμως, μέσω μιας συνεχούς εναλλαγής… χειραψιών στην πάροδο των ετών, την κατάκτηση του διαστήματος από τον άνθρωπο μέχρι την πρώτη επαφή και πέρα από αυτήν. Ο Βαλέριαν και η Λόρελαϊν, που μπαίνουν αμέσως μετά στο κάδρο, δίνουν μια νότα ιδιότυπου αστυνομικού buddy movie στο φιλμ, καθώς η μεταξύ τους λανθάνουσα ερωτική έλξη – αλλά και οι συνεχείς τους διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο δράσης τους – εκεί οδηγεί τη σκέψη, παρά το γεγονός πως όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους μοιάζουν με μείγμα από «Πόλεμο των Άστρων» και «Φύλακες του Γαλαξία».
Οι προσπάθειές τους να ανακτήσουν τον πολύτιμο «μετατροπέα» που κρύβει θαυματουργές ικανότητες, αποτελώντας πηγή αέναης ενέργειας, θα σκοντάψουν σε κάθε λογής κακούς και πονηρούς που τον θέλουν για πάρτη τους, με αποκορύφωμα των περιπετειών τους (υποτίθεται…) την εμφάνιση της Ριάνα σε ένα πεντάλεπτο χορευτικό νούμερο που φαίνεται να έχει μπει «ξεκάρφωτα» στην ταινία, ελλείψει κάποιου άλλου ρόλου γι’ αυτήν. «Ξεκάρφωτο», όμως, είναι και όλο το στόρι, το οποίο δεν παίρνει ώθηση ούτε από το πρωταγωνιστικό ζεύγος, με τη μεταξύ τους απουσία χημείας να φωνάζει από αστρικά χιλιόμετρα μακριά. Το παιχνίδι γάτας και ποντικού στο οποίο επιδίδονται όλη την ώρα περιβάλλεται από εντελώς άχρωμους διαλόγους, με τη συνεχή υπενθύμιση μιας εκκρεμούς πρότασης γάμου να έχει πέσει ουρανοκατέβατη από την αρχή κιόλας του φιλμ, σαν να ξέραμε τον Βαλέριαν και τη Λόρελαϊν κι από χθες.