ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΠΛΑΓΚΑ (2023)
(UROTCITE NA BLAGA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέφαν Κομαντάρεφ
- ΚΑΣΤ: Έλι Σκόρτσεβα, Ιβάιλο Χριστόφ, Γκερασίμ Γκεοργκίεφ, Ροζαλία Αμπγκαριάν, Στέφαν Ντενολιούμποφ, Ιβάν Μπάρνεφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Συνταξιούχος δασκάλα και χήρα πέφτει θύμα τηλεφωνικής απάτης, χάνοντας στο φτερό όλες της τις οικονομίες. Έχοντας άμεση ανάγκη μετρητών, προκειμένου ν’ αγοράσει τάφο για τον μακαρίτη σύζυγό της, αποφασίζει να περάσει… στην παρανομία κι από θύμα να γίνει θύτης!
Από όλες τις ταινίες της πρόσφατης εσοδείας, εκείνη με την οποία «Τα Μαθήματα της Μπλάγκα» διαθέτουν κοινή σεναριακή αφετηρία είναι… «Ο Μελισσοκόμος» (2024)! Οι (αρχικές) ομοιότητες είναι (αν μη τι άλλο) εντυπωσιακές, αφού σε αμφότερες περιπτώσεις χήρες συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί μένουν ταπί εξαιτίας τηλεφωνικής ή διαδικτυακής κομπίνας. Η τεράστια διαφορά βρίσκεται στο γεγονός πως εδώ δεν είναι του… Τζέισον Στέιθαμ για να πέφτει ξύλο αβέρτα, αλλά του Στέφαν Κομαντάρεφ, γνωστού από προηγούμενα έργα του («Ιστορίες μιας Νύχτας», «Το Πέρασμα») για τους γενικότερους «βαλκανικούς» προβληματισμούς του.
Ο Βούλγαρος auteur αποδεικνύει εκ νέου πως παίζει στα δάχτυλα την πασίγνωστη (στα καθ’ ημάς) ρήση «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε», προσδίδοντάς της μία μετα-κομμουνιστική αλά «Breaking Bad» χροιά, η οποία του επιτρέπει να κριτικάρει τόσο το ανατολικό παρελθόν της χώρας του, όσο και το δυτικού τύπου παρόν της. Η συνταξιούχος δασκάλα Μπλάγκα, άλλωστε, μοιάζει με απομεινάρι της παλαιάς Βουλγαρίας, καθώς προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε μία πραγματικότητα στην οποία (παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από την πτώση του καθεστώτος) δείχνει αδυναμία να προσαρμοστεί. Ο θάνατος του αστυνομικού συζύγου της τής έχει επιφέρει καθοριστικό χτύπημα, μιας και κατά τα φαινόμενα βασίζονταν αποκλειστικά πάνω του σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς της. Τα ιδιαίτερα μαθήματα τα οποία παραδίδει για να συμπληρώσει την πενιχρή της σύνταξη δεν αρκούν για να ζήσει αξιοπρεπώς, πόσω μάλλον όταν η μεγάλη της επιθυμία είναι η αγορά κοινού τάφου για την ίδια και για τον άντρα της, επένδυση που όχι μόνο κοστίζει, αλλά από κάτω κρύβει… «βαλκανικού» τύπου συναλλαγή. Όταν η περήφανη Μπλάγκα βλέπει το σχετικό χρηματικό κεφάλαιο, το οποίο έχει βρει έπειτα από πώληση οικοπέδου, να κάνει φτερά μέσα σε μια στιγμή, αφού νιώσει πρώτα ντροπιασμένη κι έπειτα απελπισμένη, παίρνει την απόφαση να τα παίξει όλα για όλα.
Άπαξ της στιγμής που η χήρα δασκάλα με το αυστηρό βλέμμα και το αγέλαστο πρόσωπο κατρακυλά στον κόσμο του εγκλήματος (!), το φιλμ βάζει στην άκρη την (ενίοτε) σατιρική κριτική των κακώς βουλγαρικών κειμένων της ελλιπούς αστυνόμευσης, της φτώχειας και του ευτελισμού του Τύπου (Βουλγαρία – Ελλάδα… ένα τσιγάρο δρόμος, εδώ που τα λέμε), βαδίζοντας σταδιακά στα μονοπάτια ενός καθαρόαιμου φιλμ παρανομίας. Οι τηλεφωνικές απάτες με θύματα ηλικιωμένους, που λειτουργούν ως η κεντρική βάση του στόρι, στέκουν ως άκρως αληθοφανές καταστασιακό (και στη χώρα μας ακούμε και διαβάζουμε καθημερινά για δαύτες), όμως, η κλιμάκωση της συγκεκριμένης πλοκής αρχίζει από ένα σημείο κι έπειτα να μπάζει νερά, για να καταλήξει σε ένα φινάλε που γκρεμίζει αρκετά απ’ όσα με κόπο χτίζονταν. Δεν γίνεται να επεκταθώ δίχως βαρβάτα #spoiler, όμως, το τελευταίο τρίλεπτο της ταινίας εγείρει σημαντικότατες απορίες για πολλά και διάφορα, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τους αρχικούς τηλεφωνικούς απατεώνες.
Από την άλλη, και μέχρι να φτάσουμε στους (όπως και να ‘χει καθυστερημένους) τίτλους τέλους (ένα μικρό ψαλίδι χρειαζόταν…), ο Κομαντάρεφ έχει καταφέρει ν’ αποδώσει με χειρουργική ακρίβεια την πασίγνωστη (στην πατρίδα του) ρήση από τις μέρες προ της πτώσης του Τείχους, που ανέφερε πως ό,τι λεγόταν για τον κομμουνισμό ήταν ψέματα, αλλά ό,τι φημολογούνταν για τον καπιταλισμό ήταν… αλήθεια. Η περίφημη οικονομία της αγοράς στη σύγχρονη Βουλγαρία αποδεικνύεται πως δεν είναι παρά ένας υπέροχος τρόπος για να κονομάνε οι κάθε λογής απατεώνες, αφήνοντας τους υπόλοιπους να βολοδέρνουν στα θολά νερά μιας αμφισβητούμενης ηθικολογίας. Την τελευταία δείχνει πως την ενστερνίζεται και ο Βούλγαρος σκηνοθέτης, μην τολμώντας όμως να την φτάσει στα άκρα, αφήνοντάς την να αιωρείται ημιτελώς, ως είθισται με κάθε… φεστιβαλική ταινία των καιρών μας. Η βετεράνος ηθοποιός Έλι Σκόρτσεβα, πάνω στην οποία βασίζεται όλο το φιλμ, αποδίδει άψογα το παλαιών αρχών, αυστηρό δασκαλίστικο ύφος, αν και (γενικά) είναι κομματάκι μονότονη.